Έφεση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Έφεση είναι το ένδικο μέσο που ασκεί ο διάδικος που ηττήθηκε ολικώς ή μερικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, προκειμένου να δικασθεί εκ νέου η υπόθεσή που τον αφορά από ανώτερο δικαστήριο.
Με την έφεση ο διάδικος που ηττήθηκε προβάλλει ότι η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου έχει νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα και ζητεί να δικασθεί ξανά η υπόθεση. Όταν ασκηθεί έφεση, η υπόθεση δικάζεται σε δεύτερο βαθμό από το αρμόδιο δικαστήριο.
Το ένδικο μέσο της εφέσεως εμφανίζεται στην ελληνική αρχαιότητα και μαρτυρεί την αποκρυστάλλωση ενός σοβαρού δικαιοδοτικού συστήματος στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη.
Στο ισχύον ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα, έφεση μπορεί να ασκηθεί κατά των αποφάσεων τόσο των πολιτικών δικαστηρίων[1] όσο και των ποινικών δικαστηρίων[2] και των διοικητικών δικαστηρίων[3]. Ο Νόμος προσδιορίζει τα αρμόδια να εκδικάσουν εφέσεις δικαστήρια, κατά κατηγορία υποθέσεων, εξειδικεύοντας το θεμελιώδες δικαίωμα μη στερήσεως του νόμιμου δικαστή[4]. Στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα υπάρχει κατηγορία δικαστηρίων που καλούνται Εφετεία και έχουν ως κύρια αποστολή την εκδίκαση εφέσεων.[5]