Όρος Κένυα
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Όρος Κένυα είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Αφρικής (μετά το Κιλιμάντζαρο). Όπως και το Κιλιμάντζαρο, έτσι και το Όρος Κένυα είναι σβησμένο ηφαίστειο. Οι υψηλότερες κορυφές του Κένυα είναι οι Batian (5.199 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), Nelion (5.188 μέτρα) και Lenana (4.985 μέτρα). Το Όρος Κένυα υψώνεται στο κέντρο της ομώνυμης χώρας, μόλις νότια του ισημερινού της Γης (γεωγραφικές συντεταγμένες 0° 9΄ νότιο πλάτος και 37° 18΄ ανατολικό μήκος), περίπου 150 χιλιόμετρα Β-ΒΑ της πρωτεύουσας Ναϊρόμπι.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η περιοχή γύρω από το βουνό σε έκταση 620 τ.χλμ. προστατεύεται στο Εθνικό Πάρκο του Όρους Κένυα, που το 1997 ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.
To Όρος Κένυα εξερράγη για τελευταία φορά πριν από 2,6 ως 3,1 εκατομμύρια χρόνια. Οι πλαγιές του φιλοξενούν αρκετούς διαφορετικούς βιότοπους: Τα χαμηλότερα μέρη είναι ξηρόφιλο δάσος, που σε ύψος περί τα 2000 μέτρα δίνει τη θέση του σε ορεινό δάσος από κυπαρίσσι και ποδόκαρπο με μία ζώνη μπαμπού στα 2500 μέτρα. Ακόμα υψηλότερα υπάρχει το ανώτερο δάσος, με μικρότερα δένδρα καλυμμένα με βρύα και λειχήνες. Το ευδιάκριτο ανώτατο όριο των δένδρων είναι στα 3.500 μέτρα περίπου, και προς την κορυφή υπάρχει μία αφροαλπική ζώνη με χαρακτηριστικό τα γιγάντια φυτά-ροζέτες. Δώδεκα μικροί και διαρκώς συρρικνούμενοι παγετώνες εντοπίζονται ανάμεσα στις κορυφές.
Ο Γερμανός ιεραπόστολος Johann Ludwig Krapf ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που ανέφερε ότι είδε το Όρος Κένυα, το 1849. Οι αναφορές του ότι είδε χιόνι ή πάγο (όντας στην τροπική ζώνη) γελοιοποιήθηκαν από τους επιστήμονες της εποχής. Ωστόσο, ο Krapf έδωσε στο βουνό το όνομα με το οποίο είναι διεθνώς γνωστό, Κένυα, από το Kiinyaa της φυλής Ουακάμπα. Το όνομα «Αποικία του Κένυα» δόθηκε στη συνέχεια στο «Προτεκτοράτο της Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής» το 1920 και από αυτό στο ανεξάρτητο κράτος που δημιουργήθηκε αργότερα και περιλαμβάνει το βουνό.
Αργότερα, εξερεύνησαν το βουνό οι Τζόζεφ Τόμσον, που ανέβηκε το 1883 τη δυτική πλαγιά μέχρι τα 2.743 μέτρα, και ο κόμης Samuel Teleki με τον Ludwig von Höhnel, που έφθασαν στα 4.350 μέτρα το 1887. Ανέφεραν ότι πίστευαν πως είχαν ανακαλύψει ένα ηφαιστειακό κρατήρα. Το 1893 ομάδα υπό τον γεωλόγο John Walter Gregory έφθασε στους παγετώνες, στα 4.730 μέτρα περίπου.
Η εξερεύνηση διευκολύνθηκε από το 1899 και μετά, όταν η σιδηροδρομική γραμμή έφθασε μέχρι το Ναϊρόμπι. Η πρόσβαση στο βουνό ήταν πολύ ευκολότερη από εκεί από ό,τι από την ακτή, κι έτσι η πρώτη καταγεγραμμένη ανάβαση στο βουνό μέχρι την υψηλότερη κορυφή του (τη Batian) έγινε από τους Halford John Mackinder, C. Ollier και J. Brocherel στις 13 Σεπτεμβρίου 1899. Η κορυφή Nelion κατακτήθηκε για πρώτη φορά από τον Eric Shipton το 1929. Αντίθετα από τις δύο πρώτες κορυφές, η κορυφή Lenana μπορεί να «κατακτηθεί» με απλή οδοιπορία. Το 1938 ανέβηκε και η πρώτη γυναίκα στη Batian, η Una Cameron. Η καλύτερη εποχή για ανάβαση στο Όρος Κένυα από τη νότια πλευρά είναι τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο, ενώ από τη βόρεια τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο.
Αξιοσημείωτη είναι η ιστορία τριών Ιταλών αιχμαλώτων πολέμου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που δραπέτευσαν το 1943 από το στρατόπεδο στο Νανιούκι και σκαρφάλωσαν στο βουνό. Στη συνέχεια επέστρεψαν στο στρατόπεδο χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς, αποζητώντας την ασφάλεια και την εξασφαλισμένη τροφή. Ο τίτλος του βιβλίου που περιγράφει την ιστορία τους, No Picnic on Mount Kenya, είναι ενδεικτικός (βλ. «Βιβλία» στο τέλος του άρθρου). Σήμερα υπάρχουν ορεινά καταφύγια στο βουνό.
Το Όρος Κένυα είναι η βάση ενός από τους σταθμούς παρακολουθήσεως της γήινης ατμόσφαιρας (Global Atmosphere Watch).
Στις 21 Ιουλίου 2003, ένα νοτιοαφρικανικό αεροσκάφος με 12 επιβάτες και διμελές πλήρωμα συνετρίβη στην κορυφή Lenana. Κανένας τους δεν επέζησε.
Οι κυριότερες φυλές που ζουν κοντά στο Όρος Κένυα είναι οι Κικούγιου (Kĩkũyũ), Έμπου (Embu), Μασάι (Maasai) και Ουακάμπα (Wakamba). Το όρος Κένυα συνιστά σημαντικό στοιχείο στη λαογραφία και τον πολιτισμό όλων αυτών των ανθρώπων.
Οι Κικούγιου ή Γεκόγιο ζουν στην ανατολική και τη νότια πλευρά του βουνού. Ασχολούνται με τη γεωργία, καθώς το ηφαιστειογενές έδαφος είναι ιδιαίτερα γόνιμο. Οι Κικούγιου πιστεύουν ότι ο θεός τους, ο Ngai, ζει πάνω στο Όρος Κένυα. Κτίζουν τα σπίτια τους με τις πόρτες να βλέπουν προς το Όρος Κένυα, το οποίο ονομάζουν Κέρε-νυάγα, δηλαδή λευκό ή λαμπρό βουνό. Οι παγετώνες και οι χιονοσκέπαστες πλαγιές του αποκαλούνται «κλίνη του Θεού». Λευκή σκόνη από το βουνό χρησιμοποιείται σε διάφορες τελετουργίες, όπως στην περιτομή.
Οι Έμπου πιστεύουν επίσης ότι το Όρος Κένυα είναι η κατοικία του θεού τους Ngai και θεωρείται ιερό. Και οι Εμπού χτίζουν τα σπίτια τους με τις πόρτες να βλέπουν προς το Όρος Κένυα, το οποίο ονομάζουν Kirenia, δηλαδή «Βουνό της Λευκότητας».
Οι Μασάι είναι μεν νομάδες, αλλά χρησιμοποιούν πολύ τη γη στα βόρεια του Όρους Κένυα για να βόσκουν τα ζώα τους. Πιστεύουν ότι οι πρόγονοί τους κατέβηκαν από το βουνό κατά τη Δημιουργία του κόσμου. Αποκαλούν το βουνό Ol Donyo Eibor και Ol Donyo Egere, δηλαδή «Λευκό Όρος» και «Κηλιδωτό Όρος» αντιστοίχως.
Οι Wakamba ονομάζουν το βουνό Kima Ja Kengnia, δηλαδή «Βουνό της Λευκότητας», και Kiinyaa, δηλαδή «της Στρουθοκαμήλου». Και τα δύο ονόματα οφείλονται στο χρώμα των κορυφών: λευκό από το χιόνι και τους πάγους, και σκούρο από τον ηφαιστειογενή βράχο, που τις καθιστούν παρόμοιες με τα άσπρα και μαύρα φτερά της ουράς της αρσενικής στρουθοκαμήλου.
Η τοπική θρησκεία αυτών και άλλων φυλών της περιοχής με τον σαφώς μονοθεϊστικό της χαρακτήρα εξετάζεται αναλυτικότερα στο βιβλίο του Αναστάσιου Γιαννουλάτου (σήμερα Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας) «Κύριος της Λαμπρότητος: Ο Θεός των παρά το Όρος Κένυα φυλών», θρησκειολογική μελέτη που συνέταξε παράλληλα με το ιεραποστολικό του έργο στην Αφρική.
(κατά σειρά ύψους)
Οι παγετώνες στο Όρος Κένυα υποχωρούν γρήγορα. Φωτογραφίες από την αποστολή του 1899 και πρόσφατες δείχνουν καθαρά τη συρρίκνωσή τους. Τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται φρέσκο χιόνι πάνω τους, ούτε καν στον μεγαλύτερο, τον παγετώνα Λιούις, και έτσι δεν σχηματίζεται νέος πάγος. Προβλέπεται ότι μέχρι το έτος 2035 δεν θα υπάρχει πλέον πάγος πάνω στο Όρος Κένυα.
Η συνολική επιφάνεια των παγετώνων του βουνού μετρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 και καταγράφηκε ως περίπου 700 στρέμματα. Κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού αρχίζοντας από τον βορρά, οι παγετώνες γύρω από το κέντρο του Όρους Κένυα φέρουν τα παρακάτω ονόματα:
Το Όρος Κένυα είναι ο κύριος τροφοδότης σε νερό για δύο μεγάλα ποτάμια της Κένυας: τον Τάνα (τον μεγαλύτερο της χώρας) και τον βόρειο Ewaso Ng'iso. Υπολογίζεται ότι τα νερά του βουνού παρέχουν άμεσα νερό σε πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Οι χείμαρροι που ξεκινούν από το βουνό είναι οι παρακάτω:
Η χλωρίδα και πανίδα του Όρους Κένυα είναι πολύ διαφορετική κατά τόπους, και η διαφορά δεν οφείλεται μόνο στο υψόμετρο-θερμοκρασία, αλλά και στη βροχόπτωση, και την πλευρά. Οι υγροί άνεμοι έρχονται από τον Ινδικό Ωκεανό, οπότε οι ανατολικές και νοτιοανατολικές πλαγιές είναι υγρότερες. Η κάθε ζώνη ορίζεται από διαφορετικά κυρίαρχα είδη φυτών. Τα περισσότερα είδη φυτών του βουνού δεν έχουν βέβαια κοινές ονομασίες στην ελληνική ή την αγγλική γλώσσα.
Οι περιοχές γύρω από τους πρόποδες έχουν ήδη ένα υψόμετρο 1000 ως m 1200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι ωστόσο πολύ θερμές και ξηρές, καλυμμένες κυρίως με σαβάνα και θαμνότοπους.
Οι πρόποδες του βουνού είναι πολύ εύφοροι εξαιτίας της αναμίξεως ηφαιστειακής τέφρας στο έδαφος. Οι πλαγιές κάτω από τα 1.800 μέτρα καλλιεργούνται εντατικά, παράγοντας τσάι, καφέ, φασόλια, καλαμπόκι, μπανάνες, λαχανικά, ακόμα και πατάτες. Λίγα μεγάλα αγροκτήματα έχουν σιτάρι και βρώμη. Σε λιγότερο παραγωγικές περιοχές εκτρέφονται ζώα, ιδίως αγελάδες για το γάλα τους.
Και οι καλλιέργειες διαφέρουν από πλευρά σε πλευρά, αφού η βόρεια πλευρά του βουνού είναι πολύ ξηρή για το τσάι και τον καφέ. Κάποιο αρδευτικό σύστημα έχει δημιουργηθεί, που έχει αυξήσει την παραγωγικότητα, αλλά καθώς τόσος πληθυσμός εξαρτάται για την ύδρευσή του από τα νερά του βουνού, η άρδευση μειώνει το νερό που φθάνει σε μακρινότερες περιοχές προκαλώντας ξηρασία εκεί.
Ανάμεσα σε υψόμετρα 1.800 και 2.500 μέτρα κυριαρχεί το υποορεινό δάσος, που εκμεταλλεύονται οι ντόπιοι. Υπάρχουν σχετικές βιοτεχνίες, όπως πριονιστήρια και επιπλοποιία.
Το κάτω όριο του ορεινού δάσους είναι μεταξύ 2.000 και 2.500 μέτρα. Εδώ και πάλι εμφανίζονται διαφορές κατά πλευρά: στις υγρές νοτιοανατολικές πλαγιές το κυρίαρχο είδος είναι η Ocotea usambarensis, δένδρο που φθάνει σε ύψος τα 45 μέτρα. Εδώ υπάρχουν και βρύα, λειχήνες και φτέρες.
Στις βόρειες πλαγιές το κυρίαρχο είδος είναι το ανατολικοαφρικανικό κυπαρίσσι Juniperus procera, που Φθάνει σε ύψος τα 30 και πλέον μέτρα και δίνει μαλακή ξυλεία, όπως και το Podo (Podocarpus milanjianus), που φθάνει τα 45 μέτρα. Λίγο χαμηλότερα ευδοκιμεί και η αφρικανική ελιά (Olea africana). Η Schefflera είναι επίφυτο που τελικά «πνίγει» και νεκρώνει το δένδρο που τη φιλοξενεί. Η χλόη περιλαμβάνει τριφύλλι, ορχιδέες του γένους Impatiens και μέντες.
Πολλά είναι τα είδη ζώων του ορεινού δάσους: πίθηκοι αντιλόπες, ύρακες και κάποιοι επισκέπτες ελέφαντες και αφρικανικοί βούβαλοι. Σπάνια είδη είναι ο γιγάντιος αγριόχοιρος του δάσους και η αντιλόπη Bongo. Οι θηρευτές περιλαμβάνουν την ύαινα και τη λεοπάρδαλη, με περιστασιακά λιοντάρια. Τα πουλιά περιλαμβάνουν φραγκολίνους, παπαγάλους (διάφορα είδη), χελιδόνια και τη σπάνια πράσινη ίβιδα (Mesembrinibis cayennensis). Στο Όρος Κένυα έχει παρατηρηθεί η μοναδική στον κόσμο συμπεριφορά των βουβαλιών να ανασκάπτουν το έδαφος με τα κέρατά τους και να το τρώνε. Αυτό πρέπει να οφείλεται στην περιεκτικότητα του εδάφους σε σίδηρο, απαραίτητο για την παραγωγή αιμοσφαιρίνης που βοηθά στην προσαρμογή στο μεγαλύτερο υψόμετρο, όπου το οξυγόνο στον αέρα είναι σημαντικά λιγότερο(Mahaney,W: "Behaviour of the African Buffalo on Mount Kenya", African Journal of Ecology, τόμος 25, σσ.199-202 (1987)
Η ζώνη αυτή στο Όρος Κένυα είναι εντελώς φυσική, και όχι το αποτέλεσμα αποψιλώσεως προηγούμενου δάσους από τον άνθρωπο. Το μπαμπού στη δυτική πλευρά φθάνει σε ύψος τα 9 μέτρα, ενώ στην υγρότερη νοτιοανατολική τα 15. Στην ξηρότερη βόρεια πλευρά η ζώνη αδυνατίζει και σε κάποια μέρη δεν υπάρχει καν.
Επειδή το μπαμπού τρώγεται από ελάχιστα είδη ζώων, φτωχή είναι η πανίδα εδώ, αλλά τη διασχίζουν μεγάλα ζώα (φαίνεται από τα μονοπάτια που ανοίγουν), όπως οι ελέφαντες και τα βουβάλια, διακινούμενα ανάμεσα στα δάση.
Το δάσος αυτό (timberline forest) βρίσκεται ανάμεσα στα 3.000 και 3.500 μέτρα, και χαμηλότερα στις ξηρότερες πλευρές του βουνού. Τα δέντρα εδώ είναι μικρότερα, και ανήκουν στα είδη Hagenia abyssinica υπερικό (Hypericum), κ.ά.. Τα λουλούδια περιλαμβάνουν και τη βιολέτα (Viola spp.)
Ο λειμώνας βρίσκεται σε υψόμετρα από 3.200 ως 3.800 μέτρα, και κυριαρχείται από θάμνους με μικρά φύλλα. Η Erica μπορεί να φθάσει πάντως και τα 10 μέτρα ύψος. Στην ξηρότερη πλευρά τα φυτά είναι ταπεινότερα και πιο αρωματικά, πιο παρόμοια με τα των κρητικών βουνών. Τα είδη είναι τα Artemisia afra και Protea kilimanjaro.
Τα ζώα εδώ είναι μικρότερα, όπως οι αρουραίοι και άλλα τρωκτικά που θηρεύονται από αετούς και πετρίτες.
Η αφροαλπική ζώνη στο Όρος Κένυα αρχίζει από τα 3.800 μέτρα περίπου. Τη χαρακτηρίζει ο αραιός και ξηρός αέρας, καθώς και η πολύ μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύκτας.
Τα είδη Senecio keniodendron και Lobelia keniensis έχουν σπογγώδεις περιοχές μεταξύ των κυττάρων στα φύλλα τους και έτσι δεν «καίγονται» από τον παγετό, παρότι τα φύλλα τους είναι τεράστια (αρκετά μέτρα). Αλλά όταν εκτεθούν σε θερμοκρασίες άνω των 15 °C, εμφανίζουν πολύ μειωμένη φωτοσύνθεση, οπότε περιορίζονται στην αφροαλπική ζώνη. Το Senecio keniodendron είναι ενδημικό στο Όρος Κένυα. Το κυρίαρχο είδος πάντως είναι το γρασίδι Festuca pilgeri, και στην ξηρότερη πλευρά το Pentaschistis minor. Υπάρχουν ωστόσο πάνω από 100 είδη αγριολούλουδα στη ζώνη αυτή (Helichrysum spp., Ranunculus orephytes, Haplocarpha rupellii και ο αφρικανικός γλαδίολος, Gladiolus thomsoni). Εξαιτίας της ποικιλίας, σε κάθε μήνα του έτους κάποια από αυτά είναι ανθισμένα.
Στην αφροαλπική ζώνη υπάρχουν πολλά πουλιά, που επικονιάζουν μερικά είδη Senecio και όλα τα είδη Lobelia το βουνό. Κατά την ξηρή εποχή υπάρχουν πεταλούδες, αλλά ποτέ δεν έχουν παρατηρηθεί σφήκες, κουνούπια ή μέλισσες. Οι Ευρωπαίοι εισήγαγαν πέστροφες στους χειμάρρους και τώρα τις βρίσκουμε παντού όπου υπάρχει νερό στο βουνό.
Εδώ ζουν μόνο μικρά θηλαστικά, όπως ο ωτόμυς (γένος αρουραίων), το τρωκτικό γραφίουρος και ο ύρακας των βράχων, πάντως έχει σημειωθεί η ύπαρξη επισκεπτών, όπως η ζέβρα, το βουβάλι, ακόμα και ο ελέφαντας. Η λεοπάρδαλη είναι το μοναδικό σαρκοφάγο που απαντάται συχνά εδώ, λιγότερο η ύαινα, αλλά ένα λιοντάρι έχει παρατηρηθεί στην κορυφή Lenana.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.