Αντίδραση Μαϊγιάρ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αντίδραση Μαϊγιάρ (Maillard) είναι χημική αντίδραση μεταξύ αμινοξέων και αναγωγικών σακχάρων που ροδίζει και νοστιμίζει το φαγητό.[1][2] Μπριζόλες, τηγανίτες, μπισκότα και αρτοσκευάσματα, ψωμιά, ψημένα ζαχαρωτά και πολλά άλλα τρόφιμα, υποβάλλονται σε αυτή την αντίδραση. Πήρε το όνομά της από τον Γάλλο χημικό Λουί Καμίλ Μαϊγιάρ που την περιέγραψε για πρώτη φορά το 1912 ενώ εργαζόταν σε θέματα βιολογικής σύνθεσης των πρωτεϊνών.[3][4]
Η αντίδραση είναι μη-ενζυμικό καφέτισμα ή ρόδισμα που κανονικά ολοκληρώνεται ταχύτατα σε θερμοκρασίες 140 έως 165 °C . Η θερμοκρασία ψησίματος πρέπει να επαρκεί για εξασφάλιση της αντίδρασης Μαϊγιάρ.[5] Με υπέρβαση της θερμοκρασίας γίνεται καραμελοποίηση και στη συνέχεια πυρόλυση.
Η δραστική καρβονυλομάδα της ζάχαρης αντιδρά με την πυρηνόφιλη αμινομάδα του αμινοξέος, και σχηματίζεται ένα σύνθετο μείγμα μορίων στα οποία οφείλονται πολλά αρώματα και γεύσεις. Η διαδικασία επιταχύνεται σε αλκαλικό περιβάλλον (π.χ., αλυσίβα για καφέτισμα των πρέτσελ), αφού οι αμινομάδες χάνουν ένα πρωτόνιο (RNH3+ → RNH2) και, ως εκ τούτου, έχουν αυξημένη πυρηνοφιλικότητα. Ο τύπος των αμινοξέων καθορίζει το γευστικό αποτέλεσμα. Αυτή η αντίδραση είναι η βάση για πολλές από τις συνταγές της βιομηχανίας αρωματικών παραγόντων. Με υπέρβαση της θερμοκρασίας ίσως σχηματιστεί καρκινογόνο ακρυλαμίδιο.[6]
Κατά τη διαδικασία, σχηματίζονται εκατοντάδες διαφορετικές γευστικές ενώσεις. Τα τρόφιμα διαφέρουν διακριτικά μεταξύ τους ως προς τις γευστικές ενώσεις που σχηματίζονται από την αντίδραση Μαϊγιάρ. Η ανάπτυξη τεχνητών γεύσεων βασίζεται σε αυτές τις γνώσεις.