Αρρυθμία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αρρυθμία, επίσης γνωστή ως καρδιακή αρρυθμία, είναι ομάδα καταστάσεων στις οποίες ο καρδιακός ρυθμός είναι ακανόνιστος, πολύ γρήγορος ή πολύ αργός. Ο καρδιακός ρυθμός που είναι πολύ γρήγορος – πάνω από 100 παλμούς ανά λεπτό σε ενήλικες – ονομάζεται ταχυκαρδία και ο καρδιακός ρυθμός που είναι πολύ αργός – κάτω από 60 παλμούς ανά λεπτό – ονομάζεται βραδυκαρδία.[2] Ορισμένοι τύποι αρρυθμίας δεν έχουν συμπτώματα. Τα συμπτώματα, όταν υπάρχουν, μπορεί να περιλαμβάνουν αίσθημα παλμών ή αίσθημα παύσης μεταξύ των καρδιακών παλμών. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει ζάλη, εξάντληση, δύσπνοια ή πόνος στο στήθος.[1] Παρότι οι περισσότεροι τύποι αρρυθμίας δεν είναι σοβαροί, ορισμένοι προδιαθέτουν το άτομο σε επιπλοκές όπως εγκεφαλικό επεισόδιο ή καρδιακή ανεπάρκεια,[3] ενώ άλλοι μπορεί να οδηγήσουν σε ξαφνικό θάνατο.
Αρρυθμία | |
---|---|
Συνώνυμα | Καρδιακή αρρυθμία, ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός |
Ειδικότητα | Καρδιολογία |
Συμπτώματα | Αίσθημα παλμών, ζάλη, συγκοπή και θάνατος, δύσπνοια, πόνος στο στήθος[1] |
Επιπλοκές | Έμφραγμα, καρδιακή προσβολή[2][3] |
Συνήθης έναρξη | Μεγαλύτερες ηλικίες[4] |
Είδη | Πρόσθετοι παλμοί, υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, κοιλιακές αρρυθμίες, βραδυκαρδίαs[3] |
Αίτια | Προβλήματα του συστήματος ηλεκτρικής αγωγιμότητας της καρδιάς[2] |
Διαγνωστική μέθοδος | Ηλεκτροκαρδιογράφημα, συσκευή Χόλτερ[5] |
Θεραπεία | Φαρμακευτική αγωγή, βηματοδότης, χειρουργική επέμβαση[6] |
Νοσηρότητα | Εκατομμύρια[4] |
Ταξινόμηση |
Υπάρχουν τέσσερις κύριες ομάδες αρρυθμίας: επιπλέον παλμοί, υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, κοιλιακές αρρυθμίες και βραδυαρρυθμίες. Οι επιπλέον παλμοί περιλαμβάνουν πρόωρες κολπικές συσπάσεις, πρόωρες κοιλιακές συσπάσεις και πρόωρες συστολές. Οι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες περιλαμβάνουν κολπική μαρμαρυγή, κολπικό πτερυγισμό και παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία. Οι κοιλιακές αρρυθμίες περιλαμβάνουν κοιλιακή μαρμαρυγή και κοιλιακή ταχυκαρδία.[3][7] Οι αρρυθμίες οφείλονται σε προβλήματα με το ηλεκτρικό σύστημα αγωγιμότητας της καρδιάς. [2] Οι αρρυθμίες είναι επίσης δυνατόν να εμφανιστούν σε παιδιά. Ωστόσο, το φυσιολογικό εύρος για τον καρδιακό ρυθμό είναι διαφορετικό και εξαρτάται από την ηλικία. Ορισμένες δοκιμές μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ) και της παρακολούθησης με συσκευή Χόλτερ (Holter).[5]
Οι περισσότερες αρρυθμίες μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.[2] Οι θεραπείες περιλαμβάνουν φάρμακα, ιατρικές διαδικασίες όπως εισαγωγή βηματοδότη και χειρουργική επέμβαση. Τα φάρμακα για τον γρήγορο καρδιακό ρυθμό μπορεί να περιλαμβάνουν βήτα αναστολείς ή αντιαρρυθμικούς παράγοντες όπως η προκαϊναμίδη, οι οποίοι προσπαθούν να αποκαταστήσουν τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό. Αυτή η τελευταία ομάδα μπορεί να έχει πιο σημαντικές παρενέργειες, ειδικά εάν λαμβάνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι βηματοδότες χρησιμοποιούνται συχνά σε αργούς καρδιακούς ρυθμούς. Άτομα με ακανόνιστο καρδιακό παλμό αντιμετωπίζονται συχνά με αντιπηκτικά για να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών. Όσοι έχουν σοβαρά συμπτώματα από αρρυθμία μπορεί να λάβουν επείγουσα θεραπεία με ελεγχόμενο ηλεκτροσοκ με τη μορφή καρδιοανάταξης ή απινίδωσης.[6]
Η αρρυθμία επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους.[4] Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, το 2014, η κολπική μαρμαρυγή επηρεάζει περίπου το 2% έως το 3% του πληθυσμού.[8] Η κολπική μαρμαρυγή και ο κολπικός πτερυγισμός οδήγησαν σε 112.000 θανάτους το 2013, έναντι 29.000 το 1990.[9] Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος είναι η αιτία περίπου των μισών θανάτων λόγω καρδιαγγειακής νόσου και περίπου το 15% όλων των θανάτων παγκοσμίως.[10] Περίπου το 80% του ξαφνικού καρδιακού θανάτου είναι το αποτέλεσμα κοιλιακών αρρυθμιών. Οι αρρυθμίες μπορεί να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι πιο συχνές μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων.