Ζακ Μονό
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ζακ Λυσιέν Μονό (Jacques Lucien Monod, 9 Φεβρουαρίου 1910 – 31 Μαΐου 1976) ήταν Γάλλος βιοχημικός, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1965 από κοινού με τους Φρανσουά Ζακόμπ και Αντρέ Λβοφ «για τις ανακαλύψεις τους σχετικώς με τον γενετικό έλεγχο της συνθέσεως των ενζύμων και των ιών».[13][14][15][16][17][18]
Οι Μονό και Ζακόμπ έγιναν διάσημοι για τις έρευνές τους πάνω στο οπερόνιο της λακτόζης του βακτηρίου E. coli . Δημιούργησαν ένα πρότυπο σχετικώς με το πώς ελέγχονται με φυσικό τρόπο τα επίπεδα κάποιων πρωτεϊνών μέσα σε ένα κύτταρο. Σε αυτό, η σύνθεση πρωτεϊνών αποτρέπεται όταν μία πρωτεΐνη-καταστολέας (repressor), κωδικοποιημένη από ένα ρυθμιστικό γονίδιο, προσδένεται στην περιοχή του «χειριστή», μια ειδική τοποθεσία στην ακολουθία του DNA. (Σήμερα είναι γνωστό ότι όταν ο καταστολέας προσδένεται στον χειριστή εμποδίζει με τον όγκο του την RNA πολυμεράση από το να προσδεθεί στον γειτονικό υποκινητή, το μικρό μέρος του γονιδίου όπου αρχίζει η μεταγραφή του.)
Η μελέτη του ελέγχου της εκφράσεως των γονιδίων στο οπερόνιο της λακτόζης έδωσε το πρώτο παράδειγμα ενός συστήματος για τη ρύθμιση της μεταγραφής. Ο Μονό πρότεινε επίσης την ύπαρξη μορίων αγγελιαφόρου RNA που συνδέουν τις πληροφορίες που είναι κωδικοποιημένες στο DNA και στις πρωτεΐνη. Για τις συνεισφορές του αυτές, θεωρείται ευρύτατα ως ένας από τους θεμελιωτές της μοριακής βιολογίας.[19][20]