Κλαριθρομυκίνη
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κλαριθρομυκίνη είναι αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων.[1] Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η στρεπτικοκκική φαρυγγίτιδα, η πνευμονία, οι λοιμώξεις του δέρματος, η μόλυνση από H. pylori και η νόσος του Lyme.[1] Η κλαριθρομυκίνη μπορεί να λαμβάνεται από το στόμα ως χάπι ή υγρό.[1]
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(3R,4S,5S,6R,7R,9R,11S,12R,13S,14R)-6-{[(2S,3R,4S,6R) -4-(dimethylamino)-3-hydroxy-6-methyloxan-2-yl]oxy} -14-ethyl-12,13-dihydroxy-4-{[(2R,4R,5S,6S)-5-hydroxy -4-methoxy-4,6-dimethyloxan-2-yl]oxy}-7 -methoxy-3,5,7,9,11,13-hexamethyl -1-oxacyclotetradecane-2,10-dione | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Biaxin, Klaricid, άλλες |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a692005 |
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | By mouth, intravenous |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 50% |
Πρωτεϊνική σύνδεση | μικρή προσδεσιμότητα |
Μεταβολισμός | ήπαρ |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 3–4 ώρες |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 81103-11-9 Y |
Κωδικός ATC | J01FA09 |
PubChem | CID 84029 |
DrugBank | DB01211 Y |
ChemSpider | 10342604 N |
UNII | H1250JIK0A Y |
KEGG | D00276 Y |
ChEMBL | CHEMBL1741 N |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C38H69NO13 |
Μοριακή μάζα | 747,96 g·mol−1 |
CC[C@@H]1[C@@]([C@@H]([C@H](C(=O)[C@@H](C[C@@]([C@@H]([C@H]([C@@H]([C@H](C(=O)O1)C)O[C@H]2C[C@@]([C@H]([C@@H](O2)C)O)(C)OC)C)O[C@H]3[C@@H]([C@H](C[C@H](O3)C)N(C)C)O)(C)OC)C)C)O)(C)O | |
InChI=1S/C38H69NO13/c1-15-26-38(10,45)31(42)21(4)28(40)19(2)17-37(9,47-14)33(52-35-29(41)25(39(11)12)16-20(3)48-35)22(5)30(23(6)34(44)50-26)51-27-18-36(8,46-13)32(43)24(7)49-27/h19-27,29-33,35,41-43,45H,15-18H2,1-14H3/t19-,20-,21+,22+,23-,24+,25+,26-,27+,29-,30+,31-,32+,33-,35+,36-,37-,38-/m1/s1 N Key:AGOYDEPGAOXOCK-KCBOHYOISA-N N | |
(verify) |
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, πονοκεφάλους και διάρροια.[1] Σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις είναι σπάνιες. Έχουν αναφερθεί προβλήματα στο ήπαρ. Μπορεί να προκαλέσει βλάβη εάν ληφθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.[1] Ανήκει στην κατηγορία των μακρολιδίων (macrolide) και λειτουργεί μειώνοντας την παραγωγή πρωτεϊνών ορισμένων βακτηρίων.[1]
Η κλαριθρομυκίνη αναπτύχθηκε το 1980 και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση το 1990.[2][3] Είναι στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τα ασφαλέστερα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα που χρειάζονται σε ένα σύστημα υγείας.[4] Η κλαριθρομυκίνη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.[1] Παρασκευάζεται από ερυθρομυκίνη και είναι χημικά γνωστή ως 6-Ο-μεθυλερυθρομυκίνη.[5]