Λινέλαιο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το λινέλαιο (αγγλ.: linseed oil ή flaxseed oil) είναι ένα άχρωμο έως υποκίτρινο φυτικό έλαιο που εξάγεται από τους ωριμασμένους και αποξηραμένους σπόρους του φυτού του λιναριού (Linum usitatissimum). Το λινέλαιο αποκτάται με συμπίεση των σπόρων, που ακολουθείται μερικές φορές και από διάλυση σε κάποιο διαλύτη. Το έλαιο αυτό προτιμάται στη διατροφή εξαιτίας των υψηλών επιπέδων α-λινολενικού οξέος (ένα λιπαρό οξύ ω-3), αλλά είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται στη μαγειρική μόνο το λάδι που προορίζεται για αυτό τον σκοπό, καθώς το υπόλοιπο (βρασμένο) λινέλαιο θερμαίνεται και δέχεται κατεργασία με χημικές ουσίες που το καθιστούν ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Το λινέλαιο ανήκει στα λεγόμενα «αποξηραινόμενα έλαια», δηλαδή μπορεί να πολυμερίζεται σε στερεά ουσία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του, το λινέλαιο χρησιμοποιείται, μόνο του ή αναμεμιγμένο με άλλα έλαια, ρητίνες και Διαλύτες, ως βερνίκι (σε φινίρισμα ξύλου), στα χρώματα της ζωγραφικής (ελαιογραφία), ως πλαστικοποιητής και σκληρυντικό στον στόκο και αλλού. Αυτές οι χρήσεις του λινελαίου έχουν υποχωρήσει μετά τα μέσα του 20ού αιώνα εξαιτίας της αυξανόμενης διαθεσιμότητας συνθετικών ρητινών, οι οποίες ενεργούν με παρόμοιο τρόπο αλλά είναι ανθεκτικότερες στο «κιτρίνισμα».[1]
Το λινέλαιο είναι βρώσιμο έλαιο που πωλείται ως συμπληρωματικό διατροφής. Σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, όπως στη Γερμανία, καταναλώνεται παραδοσιακά με πατάτες και τυρί.