Μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τη φράση Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου περιγράφεται η ιστορική πυρκαγιά, η οποία έλαβε χώρα στην Αγγλική πρωτεύουσα από την Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου έως την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου του έτους 1666.[1] Η πυρκαγιά κατέκαψε το ιστορικό κέντρο του Λονδίνου, το οποίο περιβαλλόταν από τείχη της ρωμαϊκής εποχής, ενώ απείλησε -χωρίς όμως να καταστρέψει- και την ακριβοθώρητη πόλη του Ουέστμινστερ, τα Ανάκτορα Ουάιτχωλ του Καρόλου Β΄ καθώς και τις υποβαθμισμένες για την εποχή περιαστικές συνοικίες.[2] Θύματα της φωτιάς έπεσαν περί τις 13.200 σπίτια, 87 ενοριακές εκκλησίες, ο παλαιός καθεδρικός του Αγίου Παύλου και τα περισσότερα κυβερνητικά κτήρια, αφήνοντας άστεγους τους 70.000 από τους 80.000 κάτοικους της πόλης.[3] Οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν δεν έχουν υπολογιστεί με ακρίβεια, ωστόσο πιστεύεται πως ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος, καθώς οι επιβεβαιωμένες περιπτώσεις δεν υπερέβησαν τις έξι. Οι πολέμιοι της παραπάνω παραδοσιακής εικασίας αντιτείνουν ότι η καταγραφή των θανάτων που αφορούσαν σε πτωχό και μικροαστικό πληθυσμό δεν τηρούνταν την εποχή εκείνη, καθώς και το γεγονός ότι λόγω της έντασης της πυρκαγιάς πολλά θύματα απανθρακώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που δεν άφησαν κανένα δείγμα αναγνώρισής τους.
Η φωτιά ξέσπασε αρχικά στον φούρνο κάποιου Τόμας Φάρινερ, κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου· λόγω των εύφλεκτων υλικών επεκτάθηκε γρήγορα στη δυτική πλευρά της πόλης, η οποία σύντομα είχε παραδοθεί στις φλόγες. Τα πυροσβεστικά μέσα της εποχής, κατεδαφίσεις και αναχώματα, ήταν μάλλον ανεπαρκή για το μέγεθος της πυρκαγιάς, ενώ κριτικής σημασίας ήταν η αργοπορία των πυροσβεστών, κυρίως εξ αιτίας της αναποφασιστικότητας του τότε δημάρχου της πόλης, Σερ Τόμας Μπλάντγουερθ. Όταν τα συνεργεία άρχισαν να κατεδαφίζουν τα φλεγόμενα κτήρια, η φωτιά - τροφοδοτούμενη από τους ισχυρούς ανέμους - είχε βγει εκτός ελέγχου, κατακαίοντας κατά τη διάρκεια της νύχτας ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Το ξημέρωμα της Δευτέρας βρήκε τους κατοίκους σε μεγάλη αναστάτωση, καθώς οι φήμες απέδιδαν την πυρκαγιά σε δόλιους εμπρησμούς από ξένους. Αμέσως στοχοποιήθηκαν οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί, καθώς ο Δεύτερος Αγγλο-Ολλανδικός Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, οι οποίοι και αποτέλεσαν τον αποδιοπομπαίο τράγο για τον μαινόμενο πλήθος. Την επόμενη μέρα η φωτιά είχε προχωρήσει στο μεγαλύτερο μέρος του Λονδίνου, καταστρέφοντας τον παλαιό καθεδρικό του Αγίου Παύλου και πλέον απειλούσε το παλάτι του Καρόλου Β΄. Οι προσπάθειες για την κατάσβεση υπήρξαν τιτάνιες, με καθοριστικό παράγοντα την παύση των ανατολικών ανέμων, καθώς και τις συντονισμένες προσπάθειες της φρουράς του Πύργου του Λονδίνου, η οποία, ανατινάσσοντας ορισμένες κατασκευές, κατόρθωσε να δημιουργήσει αναχώματα, τα οποία περιόρισαν την επέκταση της πύρινης λαίλαπας.
Τα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από την πυρκαγιά υπήρξαν ανυπέρβλητα. Ο Κάρολος Β΄, φοβούμενος τις οδομαχίες και τη γενική αναστάτωση, προέτρεψε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το Λονδίνο και να εγκατασταθούν αλλού. Εν μέσω πολυάριθμων προτάσεων και σχεδίων ανοικοδόμησης, το Λονδίνο εν τέλει ξαναχτίστηκε πάνω στην ίδια ρυμοτομική διάταξη που είχε πριν τη μεγάλη πυρκαγιά.[4]