Μη ανανεώσιμος πόρος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μη ανανεώσιμος πόρος (ονομάζεται και πεπερασμένος πόρος ή εξαντλήσιμος πόρος) είναι ένας φυσικός πόρος που ενδέχεται να εξαντληθεί στη φύση εντός των ανθρωπίνων χρονικών οριζόντων. [1] Ένα παράδειγμα είναι τα ορυκτά καύσιμα με βάση τον άνθρακα. Η αρχική οργανική ύλη, με τη βοήθεια της θερμότητας και της πίεσης, γίνεται καύσιμο όπως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Τα ορυκτά της γης, τα μεταλλεύματα, τα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και τα υπόγεια ύδατα σε ορισμένους υδροφορείς θεωρούνται όλα μη ανανεώσιμοι πόροι, αν και μεμονωμένα στοιχεία τους διατηρούνται πάντα (εκτός από την περίπτωση των πυρηνικών αντιδράσεων).
Αντίθετα, πόροι όπως η ξυλεία (όταν συλλέγεται με βιώσιμο τρόπο) και ο άνεμος (χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία συστημάτων μετατροπής ενέργειας) θεωρούνται ανανεώσιμοι πόροι, κυρίως επειδή η τοπική τους αναπλήρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί "πάντα σε σχέση με μία χρονική κλίμακα που έχει να κάνει με τον άνθρωπο". [1]