μουσείο τέχνης και αρχαιολογίας στο Παρίσι From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Λούβρο ή το Μουσείο του Λούβρου (γαλλικά: Musée du Louvre γαλλική προφορά: myze dy luvʁ ( ακούστε)), είναι ένα εθνικό μουσείο τέχνης στο Παρίσι της Γαλλίας. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα στο 1ο διαμέρισμα Παρισίου και εκθέτει 35.000 έργα τέχνης - το 12% των αποκτημάτων του, που υπολογίζονται στα 845.000 κομμάτια. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 80.600 τετραγωνικών μέτρων και ανάμεσα σε αυτές είναι και οι ελληνικές, που καλύπτουν[6] 10 αίθουσες ή χώρους.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μουσείο του Λούβρου | |
---|---|
Louvre | |
Ο προαύλιος χώρος του μουσείου. | |
Άλλες ονομασίες | Λούβρο |
Γενικές πληροφορίες | |
Είδος | Μουσείο |
Διεύθυνση | 99, rue de Rivoli 75001 |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Σαιν-Ζερμαίν-λ'Οσερουά[1] και 1ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού |
Τοποθεσία | Παρίσι |
Χώρα | Γαλλία |
Έναρξη κατασκευής | 10 Αυγούστου 1793 |
Ολοκλήρωση | 10 Αυγούστου 1793[2] |
Ιδιοκτήτης | Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας |
Σχεδιασμός και κατασκευή | |
Αρχιτέκτονας | Πιέρ Λεσκό[3], Κλωντ Περώ[3], Σαρλ Λε Μπρεν[3] και Ι.Μ. Πέι[3] |
Δημιουργός | Ναπολέων Α΄ της Γαλλίας |
Βραβεία | Μουσείο της Γαλλίας[4] και σήμα Τουρισμού και Ειδικών Αναγκών[5] |
Ιστότοπος | |
http://www.louvre.fr/ | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Λούβρο αρχικά ήταν αμυντικό φρούριο και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του. Σύμφωνα με την πρώτη, ονομάστηκε Λούβρο λόγω του τοπωνυμίου της περιοχής όπου οικοδομήθηκε: αυτή λεγόταν Λουκαλανιά. Πιθανολογείται ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι επειδή είχε πολλούς λύκους (στα λατινικά lupus και το θηλυκό, δηλαδή λύκαινα, στην καθομιλουμένη της εποχής εκείνης στη Γαλλία, λεγόταν lupara)[7]. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η ονομασία προέρχεται από την σαξωνική λέξη lauer ή lower, η οποία στα ελληνικά αποδίδεται ως «οχυρωμένο φρούριο».[8] Τρίτη εκδοχή: από τη φράση L'ouvre για το αριστουργηματικό έργο, που όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή, αφού το κτίσμα αναφέρεται ως Λούβρο ήδη από το 1200, όταν ακόμα στο φρούριο δεν υπήρχε καμία συλλογή.
Το Λούβρο έγινε μουσείο μετά την Γαλλική Επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν ανάκτορο των βασιλέων της Γαλλίας και πιο πριν απλώς φρούριο. Συγκεκριμένα το κτίριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο οικοδομήθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων αλλάζοντας σημαντικά μορφή ανάλογα με τις χρήσεις του.
Αρχικά, το 1190, οικοδομήθηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Στη συνέχεια, άλλαξε πολύ η αρχιτεκτονική και η μορφή του απ' τους διαδόχους, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ανάκτορο, καθιστώντας το σημαντικά πολυτελέστερο και πιο καλλιτεχνικό. Παράλληλα, με το πέρασμα των αιώνων, οι βασιλείς της Γαλλίας φρόντιζαν να αποκτούν και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα - άλλα ήταν λάφυρα πολέμων και άλλα αγορές ή δωρεές προς αυτούς. Τα αντικείμενα αυτά, στην πλειοψηφία τους ζωγραφικοί πίνακες, αποτέλεσαν σταδιακά τη λεγόμενη «βασιλική συλλογή» που υπήρξε και ο αρχικός πυρήνας του μουσείου όταν από ανάκτορο μεταβλήθηκε σε κέντρο τέχνης και μουσείο μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Τα πρώτα έργα σε είδος συλλογής άρχισαν ουσιαστικά να συγκεντρώνονται γύρω στο 1500 από τον Φραγκίσκο Α΄. Ο Φραγκίσκος ήταν εκείνος που απέκτησε (το 1519) τη Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, όπως και την «Ωραία Κηπουρό» και την «Αγία Οικογένεια» του Ραφαήλ. Επί Φραγκίσκου αποκτήθηκε η προσωπογραφία του (έργο του Τιτσιάνο) και ο «Ευαγγελισμός» του Φρα Μπαρτολομέο. Ο Φραγκίσκος επίσης επέκτεινε σημαντικά τις πτέρυγες του χώρου για να προβάλλεται πιο λαμπρά η βασιλική συλλογή. Το 1549 δημιουργήθηκε μια μεγάλη αίθουσα εορτασμών (η οποία χρησίμευσε αργότερα και ως δικαστήριο) και που είναι σήμερα η «Αίθουσα των Καρυάτιδων» - φιλοξενεί πιστά αντίγραφα των Καρυάτιδων και πολλά πρωτότυπα έργα της αρχαιότητας. Το 1553 ολοκληρώθηκε η αίθουσα που οδηγούσε τότε στον προθάλαμο του βασιλιά και που σήμερα είναι η αίθουσα ετρουσκικών αρχαιοτήτων. Το Λούβρο ξαναπήρε ώθηση το 1600 επί Ερρίκου Δ', ο οποίος αύξησε τη συλλογή (κυρίως πινάκων ζωγραφικής) και η οποία έφτασε να αριθμεί τότε 200 ξεχωριστά έργα.
Αυτό που σήμερα στο μουσείο ονομάζεται «Στοά του Απόλλωνα» δημιουργήθηκε γύρω στο 1602 από την σύζυγο του Ερρίκου Δ΄, τη Μαρία των Μεδίκων, που θέλησε εκεί να διαμορφώσει μια αίθουσα τέχνης με προσωπογραφίες βασιλέων και την ονόμασε «Αίθουσα των Πινάκων». Το 1639 προστέθηκε στο κτίσμα ο «Πύργος του Ρολογιού».
Η «βασιλική συλλογή» αυξήθηκε σημαντικά και επί Λουδοβίκου ΙΓ΄, χάρη όμως μάλλον στον Καρδινάλιο Ρισελιέ παρά στον ίδιο. Ο Ρισελιέ είχε αποκτήσει μια μεγάλη προσωπική συλλογή έργων τέχνης και μετά το θάνατό του το 1642, αυτή πέρασε ως κληροδότημα στον βασιλιά της Γαλλίας και από αυτόν στη βασιλική συλλογή. Ανάμεσα στα έργα που είχε αποκτήσει ο Ρισελιέ και σήμερα ανήκουν στο Λούβρο ήταν και το «Δείπνο στην Εμμαούς», του Βερονέζε. Το 1625 στη βασιλική συλλογή (και σήμερα στου μουσείου του Λούβρου) προστέθηκαν 24 πίνακες του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς με θέμα τη ζωή της Μαρίας των Μεδίκων συζύγου του Ερρίκου Δ΄.
Όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ ανέλαβε τα ηνία της χώρας ουσιαστικά ο Καρδινάλιος Μαζαρέν, ο οποίος κατάφερε να εμπλουτίσει σημαντικά το Λούβρο. Το 1661 πέθανε ο Μαζαρέν και την ίδια χρονιά εκδηλώθηκε στα ανάκτορα μεγάλη πυρκαγιά που απείλησε και τη βασιλική συλλογή. Στη συνέχεια ανέλαβε πλήρως τη διακυβέρνηση της χώρας ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ που ήταν επίσης φιλότεχνος. Θεωρείται ότι για τη βασιλική συλλογή σημαντικότεροι υπήρξαν ο Φραγκίσκος ο Α΄, ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ και αργότερα ο Ναπολέων. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ ανέθεσε στον πρωθυπουργό του Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ να κάνει συστηματικά αγορές και να ψάχνει ευκαιρίες. Επί της βασιλείας του το Λούβρο απέκτησε, το 1662, τη συλλογή του τραπεζίτη Ζαμπάκ -σε αυτήν περιλαμβάνονταν 60 έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων πολλά έργα των Βερονέζε και Τιτσιάνο. Δέκα χρόνια αργότερα η βασιλική συλλογή εμπλουτίστηκε με άλλα 101 έργα, ανάμεσα στα οποία ήταν «Η Υπαίθρια συναυλία» και «Ο άνθρωπος με το γάντι» του Τιτσιάνο καθώς και «Η κοίμηση της Θεοτόκου», του Καραβάτζο. Το 1678 ολοκληρώθηκε η μεγάλη Τετράγωνη Αυλή ύστερα από εργασίες 18 ετών. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για το μετέπειτα μουσείο του Λούβρου, όμως παράλληλα ο Λουδοβίκος αποφάσισε να μετακινηθεί στο ανάκτορο των Βερσαλλιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κτίριο του Λούβρου να παραμεληθεί -κάποιες πτέρυγές του κυριολεκτικά αφέθηκαν να καταρρεύσουν. Ο Κολμπέρ προσπάθησε να περισώσει τη βασιλική συλλογή αλλά ματαιοπονούσε, διότι άλλα κομμάτια μεταφέρθηκαν τότε στις Βερσαλλίες και άλλα σε ιδιωτικές κατοικίες ευγενών.
Όταν πέθανε ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ η κατάσταση επιδεινώθηκε, διότι ο διάδοχός του Λουδοβίκος ο ΙΕ΄ καθιέρωσε να δανείζει ή να νοικιάζει σπουδαία έργα τέχνης σε διάφορους αριστοκράτες ώστε να διακοσμούν τις αίθουσες των κατοικιών τους.
Το 1750 ο αδελφός της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, Μαρκήσιος Ντε Μαρινί κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου 110 από τα διάσπαρτα αριστουργήματα και το 1769, ο κόμης ντε Ανζιβιλιέ, υπεύθυνος τότε της "Βασιλικής Αίθουσας Πινάκων" έπεισε τον Λουδοβίκο ΙΕ' ότι η συλλογή θα έπρεπε πια να αξιοποιηθεί και για το κράτος. Επίσης τον έπεισε ότι το Λούβρο θα έπρεπε σταδιακά να μετατραπεί σε μουσείο. Το σχέδιο δεν προχώρησε ιδιαίτερα, ώσπου ανέβηκε στο θρόνο ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ που άφησε περισσότερες πρωτοβουλίες στον κόμη και αυτός τότε άρχισε νέες αγορές και διοργάνωσε "Σαλόνια" ή εκθέσεις. Από αυτές το Λούβρο απέκτησε πολλά έργα του Ζακ Λουί Νταβίντ και γενικά χάρη στον κόμη η συλλογή εμπλουτίστηκε με 250 έργα Φλαμανδών και Ολλανδών δημιουργών.
Η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε σταθμός για το Λούβρο, αφού χάρη σε αυτήν αποφασίστηκε το κτιριακό συγκρότημα να μετατραπεί οριστικά σε μουσείο και να ονομαστεί «Κεντρικό Μουσείο των Τεχνών», «Μουσείο της Δημοκρατίας» και μετά «Γαλλικό Μουσείο». Άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο τον Αύγουστο του 1793. Τα ¾ των εκθεμάτων του προέρχονταν από τις βασιλικές συλλογές του παρελθόντος και το υπόλοιπο 1/4 προερχόταν από την κατασχεθείσα εκκλησιαστική περιουσία και τη δήμευση της περιουσίας των ευγενών της χώρας.
Ο Ναπολέων ονειρευόταν να δημιουργήσει στο Παρίσι το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο. Τα εκθέματα του μουσείου εμπλουτίστηκαν πράγματι εντυπωσιακά με τους Ναπολεόντειους πολέμους οι οποίοι απέφεραν αναρίθμητες αρχαιότητες από την Ιταλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές. Ο Ναπολέων καθιέρωσε μάλιστα στους όρους ειρήνης να προβλέπεται η πολεμική αποζημίωση σε είδος και, συγκεκριμένα, σε έργα τέχνης που εκτιμούνταν από Γάλλους ειδικούς.
Ανάμεσα σε όσα πήρε ο Ναπολέοντας ήταν και μια τεράστια ελαιογραφία του Πάολο Βερονέζε σε καμβά, «Ο Γάμος στην Κανά», διαστάσεων 9 x 6 μέτρων, που κοσμούσε ιταλικό μοναστήρι και την οποία ο Γάλλος ηγέτης έκοψε στα δυο ώστε να μπορέσει να τη μεταφέρει στο Παρίσι –το έργο δεν επιστράφηκε ποτέ στην Ιταλία παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν αργότερα στο Λούβρο. Πέρα από όσα πήρε ο Ναπολέοντας κάνοντας «αφαίμαξη» ειδικά στις ιταλικές συλλογές γλυπτών και ζωγραφικής, σημαντική εισροή εκθεμάτων σημειώθηκε και χάρη στις ανασκαφές που έγιναν με πυρετώδεις ρυθμούς από Γάλλους αρχαιολόγους κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή.
Το 1797, άνοιξε η «Στοά του Απόλλωνα» και δύο χρόνια αργότερα η «Μεγάλη Στοά» με έργα κυρίως Φλαμανδών και Ολλανδών ζωγράφων, ενώ το 1800 λειτούργησε για πρώτη φορά και το τμήμα έργων τέχνης που δεν είχε συγκροτηθεί αποκλειστικά από ζωγραφικούς πίνακες -ουσιαστικά το τμήμα ελληνικών αρχαιοτήτων. Το 1803, το μουσείο διέθετε 19 αίθουσες και ονομαζόταν "Μουσείο Ναπολέοντα" -όμως αυτή η ονομασία δεν άντεξε στο χρόνο. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815, οι περισσότεροι λαοί που είχαν χάσει έργα τέχνης, απαίτησαν να τους επιστραφούν. Οι επιμελητές του Λούβρου έκρυψαν τότε πολλά έργα τέχνης στις ιδιωτικές συλλογές τους, ώστε να μην απογυμνωθεί το Λούβρο πλήρως από τα ξένα έργα τέχνης που εξέθετε. Τα άλλα κράτη πληροφορήθηκαν τον "ελιγμό" των διευθυντών του Λούβρου και έστειλαν στο Λονδίνο διπλωματικές αποστολές με στόχο την αναζήτηση βοήθειας από τους Βρετανούς. Με την πίεση που ασκήθηκε, το Λούβρο αναγκάστηκε να αποδώσει αρκετά έργα, παρότι κάποια από αυτά είχαν ουσιαστικά διασωθεί ή αποκατασταθεί από τους φροντιστές του μουσείου. Τότε το Λούβρο αναγκάστηκε να αποδώσει πάνω από 5.000 αντικείμενα τέχνης. Μετονομάστηκε για άλλη μια φορά και τώρα λεγόταν "Βασιλικό Μουσείο".
Στη συνέχεια, ο εμπλουτισμός του συνεχίστηκε, αλλά αυτή τη φορά όχι πλέον με πίνακες, αλλά με αποκτήματα από ανασκαφές που γίνονταν με πυρετώδεις ρυθμούς σε όλες τις μεσογειακές χώρες και στη Μέση Ανατολή.
Το 1824 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γαλλικής Γλυπτικής που σήμερα λέγεται «Τμήμα Γλυπτικής του Λούβρου», όπου και εκτίθενται οι «Σκλάβοι» του Μιχαήλ Αγγέλου. Το 1847 έγιναν τα εγκαίνια της «Ασσυριακής Αίθουσας»[9], που μετέπειτα απετέλεσε τον πυρήνα του τμήματος Ανατολικής Τέχνης. Το 1850 το μουσείο διέθετε πλέον 44 αίθουσες.
Ο Ναπολέων Γ' (1852-1857)προχώρησε σε ριζική ανακαίνιση του Λούβρου μετονομάζοντάς το σε «Αυτοκρατορική Πόλη» και δημιουργώντας «Μουσείο Ηγεμόνων». Στις πτέρυγες της αυλής Ναπολεόν ανεγέρθηκε μια σειρά 86 ανδριάντων επιφανών ανδρών της Γαλλίας.
Η συλλογή του Λούβρου εμπλουτίστηκε σημαντικά το 1863, με την απόκτηση της συλλογής του μαρκησίου Τζιάν Πέτρο Καμπάνα, που έφερε από τη Ρώμη χιλιάδες αντικείμενα τέχνης -ανάμεσά τους 646 έργα ζωγραφικής, αρχαία ελληνικά αγγεία, ετρουσκικές τερακότες, γλυπτά κ.α. Λίγο αργότερα, το 1869, το Λούβρο αποκτά τη συλλογή του Λουί λα Καζ, τμήμα της οποία ήταν και "Η Βηθσαβέε με το γράμμα του Δαβίδ" του Ρέμπραντ.
Πολλά έργα προστέθηκαν μεταξύ 1852 και 1870, με αποτέλεσμα το Λούβρο να βρεθεί στα τέλη του αιώνα αυτού με 20.000 νέα αποκτήματα στις διάφορες συλλογές του. Κάποια έργα προήλθαν και από δωρεές ιδιωτών όπως η Πιετά της Βιλνέβ-λε-Αβινιόν. Το 1863 μια εκστρατεία απέφερε στους Γάλλους τη Νίκη της Σαμοθράκης. Αν και το έργο τέχνης είχε καταστραφεί σημαντικά, θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα και τέθηκε σε περίοπτη θέση από το 1884. Το μουσείο απέκτησε επίσης χιλιάδες έργα παίρνοντας τις συλλογές Ντυράν, Σαλτ, και Ντροβέτι.
Το 1870, με την ανακήρυξη της Γ' Δημοκρατίας, το Λούβρο έγινε κρατική περιουσία και ονομάστηκε "Εθνικό Μουσείο του Λούβρου". Η φωτιά της Κομμούνας κατά την εξέγερση του 1871 στο ανάκτορο του Κεραμεικού, το οποίο επικοινωνούσε με μουσειακούς χώρους, προκάλεσε αρκετές καταστροφές, αλλά οι περισσότερες ζημίες ήταν αποκαταστάσιμες. Αποφασίστηκε έκτοτε να απομακρυνθούν από το μουσείο όλες οι ξένες προς αυτό υπηρεσίες - έμεινε μόνον μια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών στην πτέρυγα Ρισελιέ.
Το 1888, προστέθηκαν τα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Μαρσέλ Ντιελαφουά από τα Σούσα του Ιράν.
Το 1914, λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το μουσείο έκλεισε προσωρινά, για να ξανανοίξει σταδιακά μετά το 1918. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επέκταση του μουσείου επιβραδύνθηκε σημαντικά με εξαίρεση τη δωρεά του Ρότσιλντ. Το 1922, άρχισε να λειτουργεί η πτέρυγα στην οποία εκτίθενται αντικείμενα Ισλαμικής τέχνης. Στο μεταξύ αποφασίστηκε το μουσείο να μη φιλοξενεί εκθέματα που είχαν φιλοτεχνηθεί μετά το 1848.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το Λούβρο άδειασε για άλλη μία φορά και έμειναν εκεί μόνον έργα που ήταν δευτερεύουσας αξίας ή ήταν αδύνατον να μετακινηθούν. Η Τζοκόντα λέγεται πως «πέρασε» 4 χρόνια μέσα σε ένα φορτηγό, το οποίο μετακινείτο διαρκώς. Γενικά όλα τα πολύτιμα εκθέματα πακεταρίστηκαν πυρετωδώς μέσα σε δύο μέρες και φορτώθηκαν σε εκατοντάδες φορτηγά που ξεκίνησαν προς πολλούς διαφορετικούς και μυστικούς προορισμούς ώστε τα έργα να μην καταστραφούν από βομβαρδισμούς, αλλά και γενικά το μουσείο να μην απογυμνωθεί από λεηλασίες. Τα περισσότερα εκθέματα μεταφέρθηκαν κυρίως σε φρούρια (châteaux) της περιοχής του Λίγηρα (Loire). Με τη λήξη του πολέμου άρχισε και η επάνοδος των έργων στο Λούβρο.
Σε όλο αυτό το διάστημα συνεχιζόταν και ο εμπλουτισμός του μουσείου, με αξιολογότερο απόκτημα τη συλλογή Ουόλτερ Γκιγιώμ το 1966, που περιλάμβανε 145 έργα των Ανρί Ματίς, Πικάσο, Αμεντέο Μοντιλιάνι, Ουτριλό κ.ά.
Το 1961 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα απομακρύνει οριστικά από τους χώρους του Λούβρου το Υπουργείο Οικονομικών, επεκτείνοντας έτσι τους χώρους του Μουσείου. Το 1964, με εντολή του τότε υπουργού Πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ (André Malraux), εκσκάπτεται μια (ξηρή) τάφρος γύρω από το Μουσείο. Η οριστική αποχώρηση του Υπουργείου, ωστόσο, γίνεται το 1981, με εντολή του Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν (Francois Mitterrand), ο οποίος παρουσιάζει και το μεγάλο σχέδιο ανασυγκρότησής του ολοκληρωτικά πλέον ως Μουσείου. Η επιμέλεια ανανέωσής του ανατίθεται στον σινοαμερικανό αρχιτέκτονα Ι.Μ. Πέι, στον οποίο ανήκει και η σχεδίαση της γυάλινης πυραμίδας που κοσμεί σήμερα την είσοδο στο Μουσείο.
Η συλλογή του επαυξάνεται συνεχώς και το 1986 εμφανίζεται κρίση χώρου. Για την αντιμετώπισή της, πολλά εκθέματα μεταφέρονται από το Λούβρο στο νεοδημιουργηθέν Μουσείο Ορσέ (Musée d'Orsay). Το 1997 ξεκινά η δεύτερη φάση αναδιοργάνωσης του Μουσείου, με άνοιγμα νέων χώρων.
Το σημερινό Λούβρο διαθέτει τέσσερις πτέρυγες, οι οποίες ονομάζονται Denon, Richelieu, Sully και Napoléon. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται πλέον υπόγεια και όχι από τις θύρες των προσόψεων (πιθανότατα για λόγους ασφαλείας).
Σήμερα το μουσείο έχει κατηγοριοποιήσει τα έργα του σε διάφορα τμήματα και τα κομμάτια εκτίθενται σε πολλές και διαφορετικές αίθουσες. Οι συλλογές αυτές είναι οι εξής:
Στο τμήμα αυτό, ανήκουν έργα διαφόρων χωρών από την Ινδία και το Αφγανιστάν μέχρι την Τουρκία, τη Συρία αλλά και την Κύπρο Χωρίζεται σε τρεις συλλογές: της Μεσοποταμίας (με εκθέματα Σουμερίων, Βαβυλωνίων, Ασσυρίων κ.ά,), του Ιράν και των χωρών της Μέσης Ανατολής. Στο τελευταίο τμήμα περιλαμβάνονται έργα από την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την αρχαία Φοινίκη ή το σημερινό Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία) Ξεχωρίζει ένα αγγείο του 4.000 π.Χ. από τα Σούσα, ανδρική κεφαλή από ορείχαλκο του 2.100 π.Χ. ύψους 1,5 μέτρου, κιονόκρανο με τις κεφαλές δύο ταύρων από το ανάκτορο του Δαρείου από ασβεστόλιθο, του 500 π.Χ., ύψους περίπου 7,5 μ., η ζωοφόρος των τοξοτών, από τα Σούσα, ίδιας εποχής κ.α. Ως τμήμα αυτονομήθηκε το 1881 και περιλάμβανε ευρήματα από τις ανασκαφές που έκανε το 1847 στο βόρειο Ιράκ ο Γάλλος πρόξενος εκεί Πωλ Εμίλ Μποτά, ο Ερνέστ Ρενάν στη Φοινίκη το 1862, ο Μόργκαν στα Σούσα, ο Σέφερ στην Εγκώμη της Κύπρου.
Το τμήμα αυτό δημιουργήθηκε το 1826 και περιλαμβάνει 55.000 ευρήματα από τα οποία εκτίθενται τα 6.000. Ακολουθεί την αιγυπτιακή ιστορία από την φαραωνική εποχή μέχρι τους Κόπτες, τους Πτολεμαίους και τους Ρωμαίους. Πολλά από τα έργα αποκτήθηκαν από τον Ναπολέοντα το 1798 στην εκστρατεία που είχε κάνει έχοντας μαζί του τον Ντομινίκ Βιβάντ, που λίγο αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση του Λούβρου. Αρχικά το τμήμα είχε ως συντηρητή τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν, τον άνθρωπο που αποκρυπτογράφησε τη στήλη της Ροζέτας. Η συγκεκριμένη συλλογή πάντως αυξήθηκε σημαντικά και με την απόκτηση των συλλογών τριών συλλεκτών (των Ντυράν, Σαλτ και Ντροβέτι) που προσέθεσαν 7.000 κομμάτια. Μετά από ανασκαφές που έγιναν στην Μέμφιδα, το Λούβρο απέκτησε και τον αριστουργηματικό "Καθιστό γραφέα". Το Λούβρο έχει επίσης στην κατοχή του πάρα πολλούς παπύρους, μούμιες, ρουχισμό, κοσμήματα, παιχνίδια, μουσικά όργανα και όπλα των αρχαίων Αιγυπτίων. Ξεχωρίζουν επίσης η μεγάλη Σφίγα που βρέθηκε στο Δέλτα του Νείλου και χρονολογείται στο 2.600 π.Χ. ύψους 1,83 και μήκους 4,80 μ., το άγαλμα του φαραώ Σέσωστρι Γ΄, τα αγαλματίδια Νεφερτίτη και Ακενατόν από ψαμμίτη, ύψους 22 εκατοστών, τα αγαλματίδια με την οικογένεια του Όσιρι, η σαρκοφάγος του Ιμενεμινέτ κ.α.
Το τμήμα ελληνορωμαϊκών μνημείων είναι μετά τους ζωγραφικούς πίνακες το αρχαιότερο τμήμα του Λούβρου και λειτουργεί από το 1800 - τότε ως «Μουσείο Αρχαιοτήτων». Μεταξύ των εκθεμάτων ήταν και ο Λαοκόων, που επιστράφηκε όμως το 1814 στην Ιταλία από όπου το είχε πάρει ο Ναπολέων. Επεκτάθηκε όμως ξανά το μουσείο με την απόκτηση της συλλογής των Μποργκέζε και του Καμπάνα. Όταν ο Καμπάνα χρεωκόπησε, αγόρασε τη συλλογή του ο Ναπολέων Γ΄ και απέκτησε έτσι πάνω από 300 αρχαία αγάλματα ελληνικά και ρωμαϊκά. Ανάμεσα στα εκθέματα που ξεχωρίζουν είναι:
Στην αρχή το μουσείο εξέθετε αποκλειστικά αγάλματα που ανήκαν στην περίοδο της αρχαιότητας με εξαίρεση γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Μετά το 1824 όμως, άρχισε να εκθέτει και γλυπτά άλλων εποχών, στις οποίες έχει αφιερώσει πέντε αίθουσες –έργα από την Αναγέννηση μέχρι τον 18ο αιώνα. Το 1850 η διεύθυνση του μουσείου άνοιξε και αίθουσα για γλυπτά του Μεσαίωνα. Πάντως μέχρι και τότε τα γλυπτά ανήκαν ως τμήμα στον τομέα Αρχαιοτήτων και μόλις το 1871 ή το 1893 αποφασίστηκε να αποδεσμευτούν και να αυτονομηθεί ο τομέας γλυπτικής. Εκεί είναι τοποθετημένα εν γένει γλυπτά που δεν ανήκουν στο ελληνικό, ετρουσκικό ή ρωμαϊκό τμήμα. Το 1986 όλα τα έργα που ήταν μεταγενέστερα του 1850 μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Ορσέ (Musée d'Orsay). Ξεχωρίζουν ο "Δανιήλ και οι λέοντες", η "Ανάσταση του Χριστού", "Η Λουομένη" όπως και το "Έρως και ψυχή" του Αντόνιο Κανόβα.
Αυτό το τμήμα δημιουργήθηκε το 2003 συγκεντρώνοντας έργα που προέρχονται από την Ισπανία και την βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Αραβία και την Ινδία. Τα έργα είναι διαφόρων περιόδων, αλλά πάντως από το 622 μ.Χ. μέχρι τον 19ο αιώνα. Στη βασιλική συλλογή, που λεγόταν και «συλλογή του στέμματος», ξεχωρίζει το "Βαπτιστήριο του Αγίου Λουδοβίκου", μια κολυμπήθρα που φιλοτεχνήθηκε στη Συρία ή στην Αίγυπτο στο μεταίχμιο του 13ου και 14ου αιώνα,που είναι ανάγλυφος ορείχαλκος με ασήμι και χρυσό και διάμετρο μισό μέτρο, ένας αστρολάβος ινδοπερσικής προέλευσης του 18ου αιώνα, η πυξίδα (από ελεφαντόδοντο) του αλ-Μουγίρα που βρέθηκε στην Κόρδοβα και είχε φιλοτεχνηθεί το 968.
Μεταξύ των εκθεμάτων που ανήκουν στο τμήμα αυτό είναι και κοσμήματα ή μπιμπελό και αγαλματίδια, βιτρώ, κασετίνες, γενικά μικρά αντικείμενα τέχνης. Επίσης στον τομέα αυτό περιλαμβάνονται και μεγαλύτερα αντικείμενα τέχνης, όπως έπιπλα εποχής –από το μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Αρχικά ήταν υποκατηγορία του τμήματος γλυπτικής, αλλά μετά αυτονομήθηκε. Η συλλογή Ντυράν το 1825 απέφερε όμως στο Λούβρο πολλά βιτρό και έργα τέχνης που δεν μπορούσαν πια να εντάσσονται στη γλυπτική, ενώ 800 αντικείμενα ποικίλων χρήσεων δόθηκαν και από τον Πιέρ Ρεβουάλ. Προστέθηκε στη συνέχεια η δωρεά Σωβαζό με 1.500 μεσαιωνικά έργα και το 1862 προστέθηκαν επίσης χρυσά κοσμήματα και άλλα αντικείμενα του 15ου και 16ου αιώνα με τη συλλογή Καμπάνα. Τα περισσότερα αντικείμενα τέχνης εκτίθενται στην πτέρυγα Ρισελιέ και στην Στοά ή Γκαλερί του Απόλλωνα -αυτή ονομάστηκε έτσι από το ζωγράφο Σαρλ Λε Μπρεν, στον οποίο ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (γνωστός και ως «ο Βασιλιάς Ήλιος») ανέθεσε να διακοσμήσει το χώρο με θέματα εμπνευσμένα από τον ήλιο.
Στο τμήμα αυτό ανήκουν σήμερα γύρω στους 6.000 πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από το Μεσαίωνα μέχρι το 1848. Τα 2/3 των έργων αυτών είναι Γάλλων καλλιτεχνών, όπως του Ντελακρουά, του Νταβίντ και άλλων.
Στα εκθέματα περιλαμβάνεται μία από τις μεγαλύτερες συλλογές (1.200 έργα) βόρειων καλλιτεχνών –της Ολλανδίας, της Φλάνδρας και της Γερμανίας- με 15 έργα του Ρέμπραντ, 51 έργα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, έργα του Γιοχάννες Βερμέερ, του Άλμπρεχτ Ντύρερ, του Χανς Χολμπάιν του νεότερου κ.α. Πολύ πλούσια είναι και η ιταλική σχολή, με περίπου 1.100 έργα Ιταλών ζωγράφων, ανάμεσα στα οποία είναι η Τζοκόντα (και άλλα έργα) του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 15 έργα του Πάολο Βερονέζε, 15 πίνακες του Τιτσιάνο, 10 του Ραφαήλ κ.α.
Η ισπανική συλλογή περιλαμβάνει έργα του Βελάσκεθ, του Μουρίλο του Ριβέρα και του Γκόγια. Οι Γάλλοι στην ισπανική συλλογή περιλαμβάνουν και τα έργα του Ελ Γκρέκο, τον οποίο έχουν σε περίοπτη θέση.
Σε αυτό το τμήμα ανήκουν σχέδια σε χαρτί και χαλκογραφίες, όπως και γραμματόσημα και καλλιτεχνικά βιβλία.
Το Λούβρο βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού στη δεξιά όχθη του ποταμού Σηκουάνα (La Seine) και στο 1ο Δημοτικό διαμέρισμα (1re Arrondissement). Πλάι του βρίσκονται οι κήποι του Κεραμεικού (Jardins des Tuilleries), που δημιουργήθηκαν το 1564 από την Αικατερίνη των Μεδίκων (το παλάτι του Κεραμεικού, που επίσης βρισκόταν δίπλα, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1871). Πρόσβαση στο Μουσείο είναι δυνατή είτε με λεωφορειακές γραμμές είτε με το μετρό του Παρισιού (σταθμοί Μυζέ ντε Λουβρ και Λουβρ-Ριβολί). Η είσοδος (το 2018) στοιχίζει 15 ευρώ.
Ένας από τους λόγους που μπορεί κάποιος να επισκεφθεί το Λούβρο και να μη δει το έκθεμα για το οποίο ταξίδεψε, είναι και η συντήρηση των εκθεμάτων: για να μη φθείρονται, εκθέτουν κάθε απόκτημα για περίπου 3 μήνες και μετά το ξαναφυλάσσουν προσεκτικά σε κατάλληλες συνθήκες, εναλλάσσοντάς τα με άλλα. Όσα έργα δεν εκτίθενται ποτέ είναι είτε σε κακή κατάσταση είτε έχουν δευτερεύουσα αξία είτε συντρέχουν και άλλοι λόγοι.
Το Μουσείο του Λούβρου το 2006 είχε προϋπολογισμό 186 εκατομμύρια ευρώ -για τους μισθούς των 2.000 ατόμων που απασχολεί (οι 1.100 είναι φύλακες και φρουροί), αγορές νέων έργων, επεκτάσεις ή επισκευές των πτερύγων του. Από το ποσό αυτό το 60% διατέθηκε από κρατική επιχορήγηση και το 40% από άλλες πηγές: τα εισιτήρια εισόδου[10], τις δωρεές, τον επί πληρωμή δανεισμό συλλογών του σε άλλα μουσεία για διαφόρους περιόδους έκθεσης σε αυτά κ.λπ. Επίσης έχει προσόδους και από άλλες πηγές –π.χ. πήρε[11] 2,5 εκατομμύρια δολάρια για να επιτρέψει να γίνουν στους χώρους του τα γυρίσματα της ταινίας «Κώδικας ντα Βίντσι». Σημαντικό εισόδημα προσδοκούν οι διευθυντές του και από ένα καινοτόμο σχέδιο, την ίδρυση του «Λούβρου του Άμπου Ντάμπι», το οποίο προγραμματίζουν να ανοίξει για το κοινό το 2013 και για το οποίο πάντως έχει ασκηθεί πολεμική και έχουν εκφραστεί αρκετές διαφωνίες.[12]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.