Ολιγοσακχαρίτης
οι ολιγοσακχαρίτες είναι σακχαριδικό πολυμερές που περιέχει ένα μικρό αριθμό σακχάρων, γνωστά ως απλά σάκχαρα (μονοσακχαρίτες) / From Wikipedia, the free encyclopedia
Oλιγοσακχαρίτες ονομάζονται οι υδατάνθρακες που έχουν σχηματιστεί με τη συνένωση δύο ή περισσότερων μονοσακχαριτών μέσω γλυκοζιτικού δεσμού. Ανάλογα με τον αριθμό των μονοσακχαριτών που περιέχουν στο μόριό τους, οι ολιγοσακχαρίτες ονομάζονται δι-, τρι-, τέτρα-, πεντασακχαρίτες, κ.ο.κ. Οι ολιγοσακχαρίτες συνήθως αποτελούνται από 2-20 μονοσακχαρίτες και είναι μικρότεροι από τους πολυσακχαρίτες που αποτελούνται από χιλιάδες μονοσακχαρίτες.[1][2][3]
Οι ολιγοσακχαρίτες είναι σημαντικά συστατικά των ζωντανών οργανισμών, π.χ. βρίσκονται στις διαμεμβρανικές πρωτεΐνες και συμμετέχουν σε κυτταρικές λειτουργίες.[4] Βρίσκονται στις γλυκάνες: στις γλυκοπρωτεΐνες, στα γλυκολιπίδια, στον γλυκοκάλυκας. Ο πιο κοινός δισακχαρίτης είναι η ζάχαρη που υπάρχει στα ζαχαρότευτλα και τα ζαχαροκάλαμα. Η ραφινόζη είναι ένας τρισακχαρίτης που βρίσκεται σε πολλά φυσικά προϊόντα, στα φασόλια, τα λάχανα, τα μπρόκολα, στα λαχανικά και τα σιτηρά ολικής άλεσης.[5] Η σταχυόζη είναι ένας τετρασακχαρίτης που βρίσκεται σε πολλούς φυτικούς ιστούς.[3]
Οι ολιγοσακχαρίτες χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων. Λαμβάνονται με εξαγωγή από φυσικά προϊόντα (γάλα, λαχανικά, φρούτα) και με χημικές ή βιοτεχνολογικές διαδικασίες.[2] Μερικοί μη πεπτόμενοι ολιγοσακχαρίτες έχουν πρεβιοτικές δράσεις που κάνουν καλό στην υγεία, προάγοντας την αύξηση των καλών βακτηρίων (π.χ. μπιφιδοβακτήρια) της εντερικής μικροβιακής χλωρίδας που προστατεύουν το έντερο, και περιορίζοντας τους παθογόνους (π.χ. κλωστηρίδια) που είναι καρκινογόνοι.[6][χρειάζεται καλύτερη πηγή]