Ακονιτί
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ακονιτί (πολυτονικό: ἀκονῑτί) ή ακονητί, ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα η νίκη χωρίς αγώνα, και ετυμολογικά σήμαινε χωρίς κάποιος να σκονιστεί.[1][2] Σε γενικότερο πλαίσιο είχε επίσης και την έννοια του χωρίς κόπο και με ιδιαίτερη ευκολία.[3] Παρόμοιες χρήσεις ήταν και αναιμωτί (χωρίς να ματώσει) ή ανιδρωτί (χωρίς να ιδρώσει),[4] ωστόσο το να νικά κάποιος ακονιτί ήταν τίτλος τιμής.[5]Στα λατινικά ο αντίστοιχος όρος είναι sine pulvere.[1][6] Ο όρος χρησιμοποιούταν και για μάχες, εκτός από τον αθλητισμό.
Το να νικά κάποιος χωρίς αγώνα συνέβαινε στις περιπτώσεις όπου ο αθλητής ήταν ο μόνος διαγωνιζόμενος, είτε λόγω φόβου των αντιπάλων (κυρίως στα αγωνίσματα συμπλοκής όπως πάλη και παγκράτιο), είτε λόγω προηγουμένου τραυματισμού τους, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο.[5][7][8][2]Διάσημοι αρχαίοι ολυμπιονίκες οι οποίοι κέρδισαν τον τίτλο τους ακονιτί ήταν οι Μίλων, Θεαγένης, Δρομεύς και άλλοι.[2]Ιδιαίτερα στην περίπτωση του πεντάθλου, ο αθλητής ο οποίος ήταν νικηφόρος στους 3 πρώτους γύρους από τους συνολικά 4, ανακηρυσσόταν αυτομάτως ακονιτί ολυμπιονίκης καθώς δεν χρειαζόταν να διαγωνιστεί στον 4ο γύρο.[9]
Κατά την παράδοση, ο ολυμπιονίκης της πάλης Μίλων πηγαίνοντας να παραλάβει το στεφάνι ελιάς του σκόνταψε και σκονίστηκε πέφτοντας στο χώμα, με το πλήθος να αστειεύεται πως δεν ήταν πλέον ακονιτί ολυμπιονίκης.[10][11]