Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνέβη ως αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών αναταραχών και συγκρούσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά από μια περίοδο πολιτικής και οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 1980, οι συνιστώσες δημοκρατίες της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας χωρίστηκαν, αλλά τα ανεπίλυτα ζητήματα προκάλεσαν σφοδρούς διακρατικούς Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους. Οι πόλεμοι επηρέασαν κυρίως τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τα γειτονικά με αυτή τμήματα της Κροατίας και μερικά χρόνια αργότερα το Κοσσυφοπέδιο.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γιουγκοσλαβία επανιδρύθηκε ως ομοσπονδία έξι δημοκρατιών, με σύνορα που σχεδιάστηκαν σε εθνική και ιστορική βάση: τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Σλοβενία. Επιπλέον στη Σερβία ιδρύθηκαν δύο αυτόνομες επαρχίες: η Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο. Κάθε μία από τις δημοκρατίες είχε το δικό της τμήμα του κόμματος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών και μια κυρίαρχη ελίτ και όλες οι εντάσεις επιλύονταν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το γιουγκοσλαβικό μοντέλο κρατικής οργάνωσης, καθώς και ενός «μέσου δρόμου» μεταξύ της σχεδιασμένης και της φιλελεύθερης οικονομίας, είχε μια σχετική επιτυχία και η χώρα γνώρισε περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής πολιτικής σταθερότητας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπό την ηγεσία του ισόβιου προέδρου Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Μετά το θάνατό του, το 1980, το εξασθενημένο σύστημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν πλέον ανίκανο να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.
Τη δεκαετία του 1980 οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου άρχισαν να ζητούν να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συνιστώσας δημοκρατίας, ξεκινώντας από τις διαμαρτυρίες του 1981. Οι εθνικές εντάσεις μεταξύ των Αλβανών και των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου παρέμειναν υψηλές καθ' όλη τη δεκαετία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη σε όλη τη Γιουγκοσλαβία της αντίθεσης των Σέρβων στη μεγάλη αυτονομία των επαρχιών και στο αναποτελεσματικό σύστημα συναίνεσης σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που θεωρήθηκε εμπόδιο στα σερβικά συμφέροντα. Το 1987 ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ήρθε στην εξουσία στη Σερβία και μέσω μιας σειράς λαϊκιστικών κινήσεων απέκτησε το ντε φάκτο έλεγχο του Κοσσυφοπεδίου, της Βοϊβοντίνας και του Μαυροβουνίου, συγκεντρώνοντας υψηλό ποσοστό υποστήριξης μεταξύ των Σέρβων για τη συγκεντρωτική του πολιτική. Ο Μιλόσεβιτς ήρθε σε αντίθεση με τους ηγέτες του κόμματος των δυτικών δημοκρατιών, Σλοβενίας και Κροατίας, που υποστήριζαν το μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό της χώρας στη γραμμή των επαναστάσεων του 1989 στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1990 σε ομοσπονδιακή βάση. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις των δημοκρατιών έγιναν ξεχωριστά σοσιαλιστικά κόμματα.
Κατά τη διάρκεια του 1990 οι σοσιαλιστές (πρώην κομμουνιστές) έχασαν την εξουσία από τα εθνοτικά αποσχιστικά κόμματα στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές που διεξήχθησαν σε ολόκληρη τη χώρα, εκτός από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, όπου κέρδισαν ο Μιλόσεβιτς και οι σύμμαχοί του. Η εθνικιστική ρητορική από όλες τις πλευρές γινόταν όλο και περισσότερο θερμή. Από τον Ιούνιο του 1991 ως τον Απρίλιο του 1992 τέσσερις δημοκρατίες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους (μόνο η Σερβία και Μαυροβούνιο παρέμειναν ομοσπονδιακές), αλλά το καθεστώς των εκτός Σερβίας και Μαυροβουνίου Σέρβων και των εκτός Κροατίας Κροατών παρέμεινε ανεπίλυτο. Μετά από σειρά επεισοδίων μεταξύ των εθνοτήτων ακολούθησαν οι Γιουγκοσλαβικοί Πόλεμοι, πρώτα στην Κροατία και στη συνέχεια, πολύ σοβαρά, στην πολυεθνική Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Οι πόλεμοι άφησαν μακροπρόθεσμες οικονομικές και πολιτικές πληγές στην περιοχή, που εξακολουθούν να είναι αισθητές (Απρίλιος 2019).[1]