Λεξικό
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως λεξικό, επίτομο ή πολύτομο εννοείται το σύνολο των λέξεων που βρίσκουμε στη γραμματεία κάποιας γλώσσας -συνηθέστερα αλφαβητικά ταξινομημένων- με σχετική πραγματεία επί της σημασίας τους, στηριζόμενη σε λεξικογραφικούς κανόνες. Λεξικογραφία είναι ο εφαρμοσμένος κλάδος που ασχολείται με τη δημιουργία των λεξικών.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο συστηματικός κατάλογος λέξεων ενός λεξικού στοχεύει συνήθως να προσδώσει στον αναγνώστη ένα συγκεκριμένο είδος γνώσης και για αυτό συντάσσεται εξαρχής ακολουθώντας έναν σκοπό. Ο σκοπός τις περισσότερες φορές είναι η ερμηνεία των λέξεων είτε μιας γλώσσας σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ή των γλωσσικών ιδιωμάτων των όρων ενός κλάδου, των επιστημών γενικώς, ανεξαρτήτως γλώσσας, της ιδιωματικής γλώσσας ενός συγγραφέα. Η ανάλυση της γλώσσας χαρακτηρίζει κυρίως τα γλωσσικά λεξικά. Η ανάλυση της ετυμολογίας των λέξεων χαρακτηρίζει ως στόχος τα ετυμολογικά λεξικά, η περιγραφή της σημασίας των λέξων τα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, ενώ η ορθή γραφή τα ορθογραφικά λεξικά. Υπάρχουν επίσης λεξικά ανωμάλων ρημάτων, λεξικά εννοιών καθ' ομάδας κ.λπ.