Σαΐφ αλ-Ντάουλα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αλί ιμπν Αμπου αλ-Χάιτζα Αμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν ιμπν αλ-Χαρίθ αλ-Ταγλιμπί (αραβικά: علي بن أبو الهيجاء عبد الله بن حمدان بن الحارث التغلبي), πιο γνωστός απλά με το τιμητικό του προσωνύμιο («λακάμπ») Σαΐφ αλ-Ντάουλα, ορθότερα αντ-Ντάουλα (سيف الدولة, «Ξίφος της Δυναστείας»), ήταν το πλέον εξέχον μέλος της αραβικής δυναστείας των Χαμδανιδών,[1] και ιδρυτής του ανεξάρτητου εμιράτου του Χαλεπίου, που περιλάμβανε τη βόρειο Συρία και τμήματα της Άνω Μεσοποταμίας (Τζαζίρα).
Σαΐφ αλ-Ντάουλα | |
---|---|
Χρυσό δηνάριο που κόπηκε στη Βαγδάτη το 943/944, εν ονόματι των αδελφών Νασίρ αλ-Ντάουλα και Σαΐφ αλ-Ντάουλα | |
Εμίρης του Χαλεπίου | |
Περίοδος | 945-967 |
Διάδοχος | Σαντ αλ-Ντάουλα |
Γέννηση | 22 Ιουνίου 916 |
Θάνατος | 9 Φεβρουαρίου 967 (51 ετών) Χαλέπι, Συρία |
Τόπος ταφής | Μαγιαφαρικίν |
Οίκος | Χαμδανίδες |
Πατέρας | Αμπντ Αλλάχ ιμπν Χαμντάν |
Θρησκεία | Σιίτης |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Αρχικά ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα υπηρέτησε υπό τον μεγαλύτερο αδερφό του, Νασίρ αλ-Ντάουλα, ηγεμόνα της Μοσούλης, κατά τις προσπάθειες του τελευταίου να αποκτήσει τον έλεγχο των απομειναρίων του Χαλιφάτου των Αββασιδών και την πρωτεύουσα Βαγδάτη στις αρχές της δεκαετίας του 940. Μετά την αποτυχία των Χαμδανιδών, ο φιλόδοξος Σαΐφ αλ-Ντάουλα έστρεψε την προσοχή του στη Συρία, όπου ενεπλάκη σε διαμάχη με τους Ιχσιντίδες της Αιγύπτου, που επίσης την εποφθαλμιούσαν. Μετά από δυο πολέμους εναντίον τους, κατάφερε να αποσπάσει αναγνώριση της κυριαρχίας του στη βόρειο Συρία (με πρωτεύουσα το Χαλέπι) και τη δυτική Τζαζίρα (με πρωτεύουσα τη Μαγιαφαρικίν), τόσο από τους Ιχσιντίδες όσο και από τον Χαλίφη. Κατόπιν αντιμετώπισε μια σειρά εξεγέρσεων από αραβικές φυλές της περιοχής, αλλά μέχρι το 955, έχοντας διατηρήσει την υποστήριξη των πιο ισχυρών φυλών, ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να σταθεροποιήσει τη θέση του. Η αυλή του στο Χαλέπι έγινε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, και ο σημαντικός αριθμός λογοτεχνών, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ποιητής αλ-Μουτανάμπι, που συγκέντρωσε γύρω του εξασφάλισαν την υστεροφημία του.
Η φήμη του Σαΐφ αλ-Ντάουλα στηρίζεται κυρίως στο ρόλο που έπαιξε στους αραβοβυζαντινούς πολέμους: έγινε γνωστός ως ο μοναδικός πρόμαχος των Αράβων, που από τις αρχές του 10ου αιώνα αντιμετώπιζαν τις επιθέσεις του ανανεωμένου Βυζαντίου. Στην πάλη του αυτή, ενάντια σε έναν κατά πολύ ισχυρότερο αντίπαλο, εξαπέλυσε επιδρομές βαθιά μέσα σε βυζαντινά εδάφη και κέρδισε αρκετές μάχες, έχοντας γενικά το πάνω χέρι ως το 955. Κατόπιν, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Φωκά και των ικανών του υπαρχηγών, οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν μια σειρά επιχειρήσεων που κατέστρεψαν τη δύναμη των Χαμδανιδών, καταλαμβάνοντας την Κιλικία και, προσωρινά, ακόμη και το ίδιο το Χαλέπι το 962. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Σαΐφ αλ-Ντάουλα σημαδεύτηκαν από διαδοχικές ήττες, τη δική του σωματική κατάπτωση, και την αμφισβήτηση της εξουσίας του και εξεγέρσεις από τους στενότερους συνεργάτες του. Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 967, αφήνοντας πίσω του ένα αποδυναμωμένο κράτος, το οποίο το 969 έχασε την Αντιόχεια και τα συριακά παράλια και έγινε βυζαντινό προτεκτοράτο.