Σιδερένιο κλουβί
όρος που εισήγαγε ο Μαξ Βέμπερ / From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην κοινωνιολογία το σιδερένιο κλουβί είναι όρος που εισήγαγε ο Μαξ Βέμπερ στο έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» και αναφέρεται στον αυξημένο εξορθολογισμό ο οποίος είναι εγγενής στην κοινωνική ζωή, ιδιαίτερα στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Το σιδερένιο κλουβί παγιδεύει με τον τρόπο αυτό τα άτομα σε συστήματα που βασίζονται αποκλειστικά στην τελεολογική αποτελεσματικότητα, τον ορθολογικό υπολογισμό και τον έλεγχο. Ο Βέμπερ περιέγραψε επίσης την γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνικής τάξης σαν το «παγωμένο σκοτάδι της πολικής νύχτας.[1]
Το απόσπασμα του Βέμπερ στα γερμανικά και τα ελληνικά έχει ως εξής:
Nur wie »ein dünner Mantel, den man jederzeit abwerfen könnte«, sollte nach Baxters Ansicht die Sorge um die äußeren Güter um die Schultern seiner Heiligen liegen. Aber aus dem Mantel ließ das Verhängnis ein stahlhartes Gehäuse werden.[2]
Κατά την άποψη του Μπάξτερ[3] η φροντίδα για τα εξωτερικά αγαθά πρέπει να βαραίνει στους ώμους του «αγίου (μόνο) σαν ένας ελαφρός μανδύας, που μπορεί να πεταχτεί πέρα κάθε στιγμή». Αλλά η μοίρα το'φερε αυτός ο μανδύας να γίνει ένα σιδερένιο κλουβί.[4]
Στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο ο όρος είναι «stahlhartes Gehäuse» που μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Τάλκοτ Πάρσονς το 1930 σαν «σιδερένιο κλουβί» (iron cage).[5] Με τις ίδιες λέξεις έχει αποδοθεί και καθιερωθεί και στα ελληνικά, τα γαλλικά (cage d'acier [ατσάλι] ή cage de fer) και σε άλλες γλώσσες. Η μετάφραση του Πάρσονς έχει αμφισβητηθεί, καθώς μια ακριβέστερη απόδοση είναι «κέλυφος σκληρό σαν ατσάλι».[5][6]