Αγαμέμνων (τραγωδία)
τραγωδία του Αισχύλου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Αγαμέμνων είναι τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, στην οποία περιγράφεται η επιστροφή του νικητή στρατηλάτη των Ελλήνων και η δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Αποτελεί το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Τα άλλα δύο είναι οι Ευμενίδες και οι Χοηφόροι. Στον Αγαμέμνονα περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως τρόπαιο από την Τροία -κατ' άλλους, που την είχε ερωτευτεί. Το έργο ολοκληρώνεται με την έξαλλη ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της και με την ανακούφιση του Αίγισθου που επιτέλους θα πάρει πίσω τον θρόνο τον οποίο πιστεύει ότι δικαιούται. Ο χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο και ότι οι θεοί μπορεί να στείλουν τον Ορέστη για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη.
Αγαμέμνων | |
---|---|
| |
Ποιητής | Αισχύλος |
Πρόσωπα | Φύλακας Κλυταιμνήστρα Κήρυκας Αγαμέμνονας Κασσάνδρα Αίγισθος |
Χώρος | Ανάκτορο Αγαμέμνονος |
Η τραγωδία αποτελείται από 1.673 στίχους, με ελάχιστους να λείπουν.
Πολλές από τις φράσεις του έργου ξεχωρίζουν, όπως το "κανένα μη λες ευτυχισμένο μέχρι να πεθάνει" που εντυπωσιάζει κυρίως τους ξένους αναλυτές (και που παραπέμπει στο "μηδένα προ του τέλους του μακάριζε") και "όταν το μαύρο αίμα του θνητού πέσει στη γη, δεν ξέρω κανένα που να μπορεί να τον αναστήσει με λόγια" (για τη ματαιοπονία του θρήνου και την αναζήτηση ευθυνών), και το αντιπολεμικό "στέλνουν τους άντρες τους να πολεμήσουν και τους περιμένουν να γυρίσουν, μα δεν γυρνούν αυτοί, γυρίζουν ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη ανθρώπων" όπως και το "σαν ξημέρωσε είδαμε ν' ανθίζει το Αιγαίο από νεκρούς και συντρίμια" για τη φοβερή θαλασσοταραχή που βρήκε τους Έλληνες καθώς επέστρεφαν[1] κ.ά.