Αιχμάλωτος πολέμου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον αρχικό όρο αιχμάλωτος, ή τον σύγχρονο αιχμάλωτος πολέμου, ορίζεται γενικά οποιοσδήποτε άνθρωπος που χάνει την ελευθερία του δια της βίας των όπλων και ειδικότερα «εν καιρώ πολέμου», σε αντιδιαστολή με τους συλληφθέντες υπό άλλης μορφής ένοπλης βίας ή απειλής (π.χ. υπό ληστών, πειρατών, τρομοκρατών, αγρίων ή ημιάγριων λαών κ.λπ.) που χαρακτηρίζονται "όμηροι".
Του ορισμού αυτού εξαιρούνται βεβαίως οι συλληφθέντες υπό νομίμων Αρχών στο εσωτερικό μιας χώρας για διάφορες αιτίες που χαρακτηρίζονται "κρατούμενοι".
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στη στενότερη έννοια του όρου περιλαμβάνονται μόνο οι συλληφθέντες μαχητές αντίπαλου στρατού και όχι ο «άμαχος πληθυσμός». Άλλωστε η λέξη αιχμάλωτος είναι αρχαία ελληνική που σημαίνει ο δια της «αιχμής» (του δόρατος) «αλωθείς» (κυριευθείς). Εξ ου και στην αρχαία Ελλάδα οι αιχμάλωτοι ονομάζονταν επίσης και «δορυάλωτοι»