Αλλομετρία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αλλομετρία στη βιολογία ονομάζεται η μελέτη μέσω μετρήσεων των διαστάσεων των επιμέρους τμημάτων ή οργάνων ενός οργανισμού σε σχέση με το μέγεθος του όλου οργανισμού. Ιδιαιτέρως αναφέρεται στη διαδοχή τέτοιων μετρήσεων καθώς ένας οργανισμός αναπτύσσεται (μεγαλώνει) μέχρι την ενηλικίωσή του, και μάλιστα στις περιπτώσεις όπου το τμήμα ή το όργανο αναπτύσσεται πιο αργά ή πιο γρήγορα από όσο ο όλος οργανισμός. Μελετάται επίσης το πώς σχετίζονται οι διαστάσεις του όλου οργανισμού και των τμημάτων του με το σχήμα[1], την ανατομία, τη φυσιολογία και τέλος ακόμα και με τη συμπεριφορά του[2]. Το περίγραμμα της αλλομετρίας θεμελιώθηκε για πρώτη φορά από τον Ότο Σνελ (Otto Snell)[3] το 1892 και κατόπιν από τον Σκωτσέζο βιολόγο, μαθηματικό και λόγιο Ντάρσυ Γουέντγουορθ Τόμσον το 1917 στο έργο του On Growth and Form[4], καθώς και από τον Τζούλιαν Χάξλεϋ[5] το 1932.