Αναστολέας ΜΕΑ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ) είναι κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής ανεπάρκειας.[1][2] Λειτουργούν προκαλώντας χαλάρωση των αιμοφόρων αγγείων καθώς και μείωση του όγκου του αίματος, που οδηγεί σε χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και μειωμένη ζήτηση οξυγόνου από την καρδιά.
Οι αναστολείς ΜΕΑ αναστέλλουν τη δραστηριότητα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ενός σημαντικού συστατικού του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης που μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη II,[3] και υδρολύει τη βραδυκινίνη.[1] Ως εκ τούτου, οι αναστολείς ΜΕΑ μειώνουν τον σχηματισμό της αγγειοτενσίνης II, ενός αγγειοσυσταλτικού, και αυξάνουν το επίπεδο της βραδυκινίνης, ενός πεπτιδικού αγγειοδιασταλτικού.[3][1] Αυτός ο συνδυασμός είναι συνεργιστικός στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.[3][1] Ως αποτέλεσμα της αναστολής του ενζύμου ΜΕΑ στο σύστημα βραδυκινίνης, τα φάρμακα αναστολέα ΜΕΑ επιτρέπουν αυξημένα επίπεδα βραδυκινίνης τα οποία κανονικά θα αποικοδομούνταν. Αυτός ο μηχανισμός μπορεί να εξηγήσει τις δύο πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται με τους αναστολείς ΜΕΑ: αγγειοοίδημα και βήχας. Η βραδυκινίνη παράγει προσταγλανδίνη.