Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου[3] (αλβανικά: Ushtria Çlirimtare e Kosovës, UÇK, /ut͡seˈka/), αναφερόμενος και ως ΟΥΤΣΕΚΑ,[4] ήταν Αλβανική εθνικιστική στρατιωτική οργάνωση που επιδίωκε την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) και τη Σερβία τη δεκαετία του 1990 για την ανεξάρτησια του Κοσσυφοπέδιου
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου | |
---|---|
Συμμετείχε στον Πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου | |
Διακριτικό του UÇK | |
Ίδρυση | 1991–1999 |
Περιοχή | Κοσσυφοπέδιο, Γιουγκοσλαβία |
Δύναμη | 12.000–20.000[1] ή 25.000–45.000[2] |
Εξελίχθηκε σε | Σώματα Προστασίας Κοσσυφοπεδίου |
Σύμμαχοι | Αλβανία, NATO |
Αντίπαλοι | Γιουγκοσλαβία |
Οι στρατιωτικοί πρόδρομοι του UÇK ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με ένοπλη αντίσταση στην προσπάθεια της Σερβικής αστυνομίας να φυλακίσει Αλβανούς ακτιβιστές[5]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίον αστυνομικών δυνάμεων και υπαλλήλων μυστικών υπηρεσιών, που κακοποίησαν Αλβανούς πολίτες[5]. Στα μέσα του 1998 ο UÇK είχε πλέον εμπλακεί σε μετωπικές μάχες, αν και υστερούσε τόσο σε αριθμό όσο και και εξοπλισμό[5]. Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν από το 1997 και μετά εξαιτίας των σφοδρών αντιποίνων του Γιουγκοσλαβικού στρατού στην περιοχή, που είχε ως αποτέλεσμα βία και πληθυσμιακές εκτοπίσεις[6] [7]. Η αιματοχυσία, η εθνοκάθαρση χιλιάδων Αλβανών που τις οδήγησαν σε γειτονικές χώρες και το ενδεχόμενο αυτές να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή προκάλεσαν την παρέμβαση διεθνών οργανισμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, το ΝΑΤΟ και διεθνών ΜΚΟ[8][9]. Το ΝΑΤΟ υποστήριξε τον UÇK και παρενέβη υπέρ αυτού το Μάρτιο του 1999.
Το Σεπτέμβριο του 1999, με τη λήξη των εχθροπραξιών και με μια διεθνή δύναμη στο Κοσσυφοπέδιο, ο UÇK διαλύθηκε επισήμως και χιλιάδες μέλη του εισήλθαν στο Σώμα Προστασίας του Κοσσυφοπεδίου, ένα πολιτικό όργανο προστασίας έκτακτης ανάγκης, που αντικατέστησε τον UÇK και την Αστυνομική δύναμη του Κοσσυφοπεδίου, όπως προβλεπόταν στην Απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ο τερματισμός του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ομάδων ανταρτών και πολιτικών οργανώσεων από τον UÇK, που συνέχιζαν τις ένοπλες συγκρούσεις στη νότια Σερβία (1999-2001) και τη βορειοδυτική πΓΔΜ (2001), που κατέληξαν σε ειρηνευτικές συνομιλίες και περισσότερα δικαιώματα για τους Αλβανούς[10]. Οι πρώην ηγέτες του UÇK εισήλθαν επίσης στην πολιτική, ορισμένοι από τους οποίους έφτασαν σε ανώτερα αξιώματα.
Ο UÇK έλαβε σημαντική οικονομική βοήθεια από οργανώσεις της Αλβανικής διασποράς. Υπήρξαν ισχυρισμοί ότι χρησιμοποίησε τη ναρκοτρομοκρατία για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της [11][12]και αναφορές για βιαιότητες και εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τον UÇK κατά τη διάρκεια και μετά τη σύγκρουση, όπως σφαγές αμάχων, στρατόπεδα εγκλεισμού και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς.[13] Τον Απρίλιο του 2014 το Κοινοβούλιο του Κοσόβου εξέτασε και ενέκρινε την ίδρυση ειδικού δικαστηρίου για την εκδίκαση υποθέσεων σχετικών με εγκλήματα και άλλες σοβαρές παραβιάσεις, που φέρεται ότι διαπράχθηκαν από μέλη του UÇK το 1999-2000[14]. Ο UÇK θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες ανταρσίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής και ως μοντέλο εξέγερσης, με τη γρήγορη επιτυχία του να οφείλεται κυρίως σε μια ασυνήθιστη σύνθεση γεωπολιτικών και λαϊκών συνθηκών[15].