Απόστολος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος απόστολος σημαίνει πρωταρχικά «απεσταλμένος, πρεσβευτής», ενώ μια πιο ειδική σημασία και ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι «απεσταλμένος παρά του Θεού»[1].
Ο όρος απόστολος σημαίνει πρωταρχικά «απεσταλμένος, πρεσβευτής», ενώ μια πιο ειδική σημασία και ευρύτερα χρησιμοποιούμενη είναι «απεσταλμένος παρά του Θεού»[1].