Αρρίγκο Μπόιτο
Ιταλός συνθέτης, ποιητής και λιμπρεττίστας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρρίγκο Μπόιτο (Arrigo Boito, 24 Φεβρουαρίου 1842 - 10 Ιουνίου 1918) ήταν Ιταλός συνθέτης, ποιητής και λιμπρετίστας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αρρίγκο Μπόιτο | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Arrigo Boito (Ιταλικά) |
Ψευδώνυμο | Tobia Gorrio |
Γέννηση | 24 Φεβρουαρίου 1842[1][2][3] Πάντοβα[4][5][6] |
Θάνατος | 10 Ιουνίου 1918[1][7][2] Μιλάνο[8][5][9] |
Τόπος ταφής | Μνημειακό Νεκροταφείο του Μιλάνου |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Ιταλίας (1861–1918) |
Εκπαίδευση | διδάκτωρ μουσικής[10] |
Σπουδές | Ωδείο του Μιλάνου |
Ιδιότητα | λιμπρετίστας[9], συνθέτης[11], ποιητής[12][13][9], δημοσιογράφος, σεναριογράφος, πολιτικός και συγγραφέας[14] |
Γονείς | Silvestro Boito |
Κίνημα | Scapigliatura |
Είδος τέχνης | όπερα και κλασική μουσική |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Scapigliatura |
Σημαντικά έργα | Nerone και Μεφιστοφελής |
Βραβεύσεις | Τάγμα των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Σπούδασε μουσική στο Ωδείο του Μιλάνου και νέος ακόμη διακρίθηκε ως ποιητής που επένδυε ο ίδιος μουσικά τις συνθέσεις του.
Έγραψε δύο μόνο όπερες εκ των οποίων επιζεί σήμερα ο Μεφιστοφελής σε λιμπρέτο δικό του, βασισμένη στον Φάουστ του Γκαίτε. Η πρεμιέρα της το 1868 στην Σκάλα ήταν μια αποτυχία και προκάλεσε επεισόδια και επέμβαση της αστυνομίας. Ο Μπόιτο την επανεπεξεργάστηκε και η όπερα ανέβηκε τον Απρίλιο του 1875 στην Μπολόνια με επιτυχία. Είναι ένα έργο που παίζεται τακτικά μέχρι σήμερα.
Εκεί που ευτύχησε περισσότερο ο Μπόιτο ήταν στην συγγραφή λιμπρέτων. Εκτός από τις άλλες συνεργασίες του, γνωστότερη των οποίων ήταν η Τζοκόντα του Πονκιέλλι, ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν αυτή με τον Βέρντι. Έγραψε τους στίχους του Inno delle nazioni (Ύμνου των εθνών) και τα έξοχα λιμπρέτα των δύο τελευταίων και σπουδαίων έργων του Βέρντι, Οθέλλος και Φάλσταφ, βασισμένα το μεν πρώτο στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, το δε δεύτερο στα έργα του ίδιου ποιητή Οι εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ και (εν μέρει) Ερρίκος Δ΄.