Μοναρχία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μοναρχία είναι μια μορφή διακυβέρνησης (πολίτευμα), στο οποίο μόνο ένα άτομο, ο μονάρχης, κρατάει την υπέρτατη αρχή του κράτους, εκτελώντας εθιμοτυπικά καθήκοντα και ενσωματώνοντας την εθνική ταυτότητα της χώρας. Παρόλο που ορισμένοι μονάρχες εκλέγονται, στις περισσότερες περιπτώσεις η θέση του μονάρχη είναι κληρονομική και διαρκεί μέχρι τον θάνατο ή την παραίτησή του.[1] Στις περιπτώσεις αυτές, η βασιλική οικογένεια ή τα μέλη της δυναστείας συνήθως ασκούν επίσημα καθήκοντα. Η πολιτική εξουσία του μονάρχη ενδέχεται να διαφέρει κατά περιπτώσεις, από καθαρά συμβολική (εστεμμένη δημοκρατία), σε μερική και περιορισμένη (συνταγματική μοναρχία, βασιλευόμενη δημοκρατία), μέχρι εντελώς απολυταρχική (απόλυτη μοναρχία).[2]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πρώτη Εμφάνιση | Μετά τη Νεολιθική επανάσταση |
---|---|
Μορφές | |
Χώρες | Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Ιαπωνία και άλλες |
Αριθμός Πολιτικών Αρχηγών | Ένας |
Η μοναρχία ήταν η πιο κοινή μορφή διακυβέρνησης μέχρι τον 20ο αιώνα. Σήμερα, σαράντα πέντε κυριαρχικά έθνη στον κόσμο έχουν μονάρχες ως αρχηγούς των κρατών τους, δεκαέξι εκ των οποίων είναι Κοινοπολιτειακά βασίλεια με επικεφαλής τους τον βασιλιά Κάρολο Γ’.[3] Οι περισσότεροι σύγχρονοι μονάρχες είναι συνταγματικοί μονάρχες, οι οποίοι διατηρούν ένα ξεχωριστό νομικό και τελετουργικό ρόλο, αλλά ασκούν περιορισμένη ή ακόμη και καθόλου πολιτική εξουσία σύμφωνα με το σύνταγμα του κράτους τους. Σε ορισμένα έθνη, ωστόσο, όπως το Μπρουνέι, το Μαρόκο, το Ομάν, το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τη Σουαζιλάνδη, ο κληρονομικός μονάρχης έχει περισσότερη πολιτική επιρροή από οποιαδήποτε άλλη πηγή εξουσίας στο έθνος, είτε λόγω της παράδοσης είτε με συνταγματική εντολή.[4][5]