Βενζοδιαζεπίνη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι βενζοδιαζεπίνες αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων με ηρεμιστικές, υπνωτικές, αγχολυτικές, αντισπασμωδικές, αναισθητικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται συχνά για να προσφέρουν ανακούφιση σύντομης διάρκειας στις καταστάσεις σοβαρού άγχους ή αϋπνίας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία των σπασμωδικών κρίσεων και συμβάλλουν στην επαγωγή της αναισθησίας. Η χρήση τέτοιων ουσιών μπορεί να είναι προβληματική μακροπρόθεσμα λόγω ανάπτυξης ανοχής και μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση, σωματική και ψυχική. Οι βενζοδιαζεπίνες δεν είναι αγωνιστές των GABA υποδοχέων (γ-αμινοβουτυρικό οξύ), δηλαδή δεν προκαλούν οι ίδιες ενεργοποίηση τους, αλλά αλλοστερικοί διαμορφωτές τους, δηλαδή μεταβάλλουν την δράση τους συνδεόμενες σε διαφορετικό μέρος του νευρώνα (βενζοδιαζεπινικός υποδοχέας). Έτσι αυξάνουν την διαπερατότητα των ιόντων χλωρίου στους GABAεργικούς νευρώνες, αυξάνοντας την δραστικότητα των πραγματικών αγωνιστών.[1] Οι βενζοδιαζεπίνες επιδρούν κυρίως στην υποομάδα α των GABA υποδοχέων.
Λόγω της αποτελεσματικότητάς τους και του μειωμένου αριθμού παρενεργειών, σε σύγκριση με τα βαρβιτουρικά, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν καθιερωθεί ως το επιλεγμένο φάρμακο για τη θεραπεία των διαταραχών που οφείλονται στο άγχος και την αϋπνία.
Η δομή των βενζοδιαζεπινών αποτελείται από έναν αρωματικό δακτύλιο (βενζολικό) και από έναν διαζεπινικό δακτύλιο που αποτελείται από επτά άτομα: πέντε άτομα άνθρακα και δυο αζώτου με μια φαινυλική ρίζα στη θέση 5.