Βεσσαραβία
ιστορική περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης / From Wikipedia, the free encyclopedia
Βεσσαραβία (ρουμανικά: Basarabia, ουκρανικά: Бесарабія, ρωσικά: Бессарабия, βουλγαρικά: Бесарабия, τουρκικά: Besarabya) είναι ιστορική περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης που οριοθετείται από τους ποταμούς Δνείστερο ανατολικά και Προύθο δυτικά. Το μεγαλύτερο μέρος της Βεσσαραβίας είναι σήμερα τμήμα της Μολδαβίας, ενώ οι βορειότερες περιοχές της, καθώς και οι νοτιότερες, που συνορεύουν με τη Μαύρη Θάλασσα (Μπουντζάκ), είναι τμήμα της Ουκρανίας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στον απόηχο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, 1806–1812 και της Συνθήκης του Βουκουρεστίου που ακολούθησε, τα ανατολικά τμήματα του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, φόρου υποτελούς στους Οθωμανούς, μαζί με κάποιες περιοχές που προηγουμένως ήταν υπό την άμεση Οθωμανική κυριαρχία, παραχωρήθηκαν στην Αυτοκρατορική Ρωσία. Το απόκτημα αυτό ήταν από τις τελευταίες επεκτάσεις της Αυτοκρατορίας που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη (το τελευταίο ήταν το Βασίλειο της Πολωνίας, που ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία μεταξύ 1815 και 1817). Τα νεοαποκτηθέντα εδάφη οργανώθηκαν ως Διοίκηση της Βεσσαραβίας, υιοθετώντας ένα όνομα που προγενέστερα χρησιμοποιείτο για τις νότιες πεδιάδες, μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Δούναβη. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, το 1856, οι νότιες περιοχές της Βεσσαραβίας επιστράφηκαν στην κυριαρχία της Μολδαβίας. Η Ρωσική εξουσία αποκαταστάθηκε σε όλη την περιοχή το 1878, οπότε η Ρουμανία, προϊόν της ένωσης της Μολδαβίας με τη Βλαχία, πιέστηκε να ανταλλάξει αυτά τα εδάφη με τη Δοβρουτσά.
Το 1917, στον απόηχο της Ρωσικής Επανάστασης, η περιοχή συγκροτήθηκε ως Λαϊκή Δημοκρατία της Μολδαβίας, αυτόνομη δημοκρατία, τμήμα ενός δημιουργούμενου ομόσπονδου Ρωσικού κράτους. Η Μπολσεβικική αναταραχή στα τέλη του 1917 και τις αρχές του 1918 προκάλεσαν την επέμβαση του Ρουμανικού Στρατού, με το πρόσχημα να ειρηνεύσει την περιοχή. Λίγο αργότερα η κοινοβουλευτική συνέλευση διακήρυξε την ανεξαρτησία και στη συνέχεια την ένωση με το Βασίλειο της Ρουμανίας. Η νομιμότητα όμως των ενεργειών αυτών αμφισβητήθηκε, εμφανέστατα από τη Σοβιετική Ένωση, που θεώρησε την περιοχή ως κατεχόμενη από τη Ρουμανία.
Το 1940, αφού εξασφάλισε τη συναίνεση της Ναζιστικής Γερμανίας μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, η Σοβιετική Ένωση πίεσε τη Ρουμανία να αποχωρήσει από τη Βεσσαραβία, επιτρέποντας στον Κόκκινο Στρατό να καταλάβει την περιοχή, που ενσωματώθηκε επίσημα στη Σοβιετική Ένωση : ο πυρήνας ενώθηκε με τμήματα της ΑΣΣΔ της Μολδαβίας για να αποτελέσουν τη ΣΣΔ της Μολδαβίας, ενώ τα εδάφη που κατοικούντο από Σλαβικές πλειοψηφίες στα βόρεια και στα νότια της Βεσσαραβίας μεταβιβάστηκαν στη ΣΣΔ της Ουκρανίας. Η σύμμαχος του Άξονα Ρουμανία ανακατέλαβε για λίγο την περιοχή το 1941, κατά τη Ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αλλά την έχασε το 1944, καθώς άλλαξε η έκβαση του πολέμου. Το 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων, που τερμάτισε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγνωρίστηκαν διεθνώς τα σοβιετορουμανικά σύνορα κατά μήκος του Προύθου.
Κατά τη διαδικασία διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης οι ΣΣΔ Μολδαβίας και Ουκρανίας ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 1991 και έγιναν τα σύγχρονα κράτη Μολδαβίας και Ουκρανίας, διατηρώντας τον υπάρχοντα διαμελισμό της Βεσσαραβίας. Μετά από ένα σύντομο πόλεμο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Υπερδνειστερία αυτοανακηρύχθηκε Υπερδνειστεριακή Μολδαβική Δημοκρατία, αποχωριζόμενη την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, επεκτείνοντας την εξουσία της επίσης στον δήμο του Μπέντερ της Βεσσαραβίας. Τμήμα των περιοχών που κατοικούνται από τους Γκαγκαούζους στη νότια Βεσσαραβία οργανώθηκε το 1994 ως αυτόνομη περιοχή εντός της Μολδαβίας.