Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα
Πολεμική επιχείρηση της ναζιστικής Γερμανίας στον Β' Π.Π / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πολεμική επιχείρηση της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Ελλάδας, που υπαγορεύτηκε, αφενός μεν από το Χαλύβδινο Σύμφωνο, μετά και την πλήρη αποτυχία που σημείωσε η μεγάλη ιταλική εαρινή επίθεση, του έτερου μέλους του Άξονα, και αφετέρου δε από την παρουσία βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, που θα μπορούσαν έτσι να απειλήσουν τα μετόπισθεν στην επικείμενη επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, γνωστή ως «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα».
Γερμανική εισβολή | |||
---|---|---|---|
Μέρος της Βαλκανικής Εκστρατείας του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου | |||
Η επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας στην Ελλάδα | |||
Χρονολογία | 6 Απριλίου – 1 Ιουνίου 1941 | ||
Τόπος | Ελλάδα | ||
Έκβαση | Νίκη των δυνάμεων του Άξονα. Τριπλή κατοχή της Ελλάδας | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Απώλειες | |||
|
Η εισβολή αυτή εκτελέστηκε με δύο επιχειρήσεις, την Επιχείρηση Μαρίτα, που αφορούσε τις επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα και την μετέπειτα Επιχείρηση Ερμής που αφορούσε την αεραπόβαση και κατάληψη της Κρήτης γνωστότερη ως μάχη της Κρήτης. Η Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και ειδικότερα της Βαλκανικής Εκστρατείας, ενώ επίσης -αλλά και για την Ελλάδα- συνέχεια και παραλληλία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940, καθώς και προηγούμενο της βουλγαρικής εισβολής και της τριπλής κατοχής που ακολούθησε.
Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, με την επίθεση γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Δύο γερμανικά σώματα στρατού επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας, η οποία έπεσε και παραδόθηκε άνευ όρων, υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απειλούσε τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων. Στις 9 Απριλίου παραδόθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με αρκετούς όμως να υπερασπίζονται μαχόμενοι τα οχυρα και μετά την απόφαση αυτή και εν τέλει τους Γερμανούς να εκφράζουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους για την ανδρεία και μαχητικότητα των Ελλήνων.
Στις 9 Απριλίου ξεκίνησε η γερμανική προέλαση προς νότια, με ταυτόχρονη κίνηση δυνάμεων από την Έδεσσα και από την περιοχή της Φλώρινας. Στη γραμμή άμυνας στη Δυτική Μακεδονία, οι συνδυασμένες δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κατά πολύ καλύτερα εξοπλισμένες και αριθμητικά υπέρτερες σαφώς Γερμανικές δυνάμεις. Το ρήγμα στην άμυνα που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Κλεισούρας υποχρέωσε σε σύμπτυξη τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις, αλλά στις 16 Απριλίου οι Γερμανοί κατάφεραν να παρεμβληθούν μεταξύ των ελληνικών και κοινοπολιτειακών δυνάμεων.
Η γρήγορη κίνηση των γερμανικών δυνάμεων στην ελληνική ενδοχώρα έθεσε σε κίνδυνο και τους Έλληνες που μάχονταν κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Έτσι, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 20 Απριλίου συνθηκολόγησε αυτοβούλως πρώτα με τους Γερμανούς, παρά τις αντίθετες διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και αργότερα με τους ηττημένους Ιταλούς. Η Γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με καθολική γερμανική νίκη με την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή και ηρωική αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες.
Στις 20 Μαΐου 1941 ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης. Επίλεκτα γερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν με αεραποβατική ενέργεια στο νησί το οποίο υπερασπίζονταν δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Οι σκληρές μάχες που έγιναν τις επόμενες δώδεκα μέρες ανέδειξαν νικητές τους Γερμανούς. Όμως το τίμημα της νίκης τους ήταν τόσο βαρύ, ώστε οι αλεξιπτωτιστές, μέχρι το τέλος του πολέμου να μην επαναλάβουν παρόμοια επιχείρηση σε τέτοια κλίμακα.
Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν τη γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε μεγάλη ή και καμιά επιρροή στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και χαρακτηρίζουν την Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή ακόμα και ένα «σαφές στρατηγικό σφάλμα».[11]
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος
« | Ο Χίτλερ πάντα με φέρνει αντιμέτωπο με τετελεσμένα γεγονότα. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβαν την Ελλάδα.[12] |
» |
—Ο Μπενίτο Μουσολίνι μιλώντας στον Κόμη Τσιάνο |
Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς επεδίωξε να διατηρήσει πολιτική ουδετερότητας. Όμως η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση από την Ιταλία, η οποία κορυφώθηκε με τον τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού πλοίου Έλλη από το Ιταλικό υποβρύχιο Delfino, στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940.[13] Ο Μουσολίνι ήταν ενοχλημένος με τον ηγέτη των Ναζί Αδόλφο Χίτλερ, καθώς δεν τον είχε συμβουλευτεί, όπως πράγματι προέβλεπε το «Χαλύβδινο Σύμφωνο», για την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία. Ο Ιταλός δικτάτορας επεδίωκε να καθιερώσει την ανεξαρτησία τουα[›] με μια στρατιωτική επιτυχία αντίστοιχη των γερμανικών, επιτυγχάνοντας θριαμβευτική νίκη σε βάρος της Ελλάδας, χώρα την οποία θεωρούσε εύκολο αντίπαλο.[14] Στις 15 Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ελλάδα.β[›] Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι (Emanuele Grazzi) παρουσίασε στον Μεταξά τελεσίγραφο τρίωρης διάρκειας με το οποίο απαιτούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων προκειμένου να καταλάβουν μη καθορισμένα στρατηγικά σημεία εντός της Ελληνικής επικράτειας.[15] Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο, όμως προτού ακόμα εκπνεύσει ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Αλβανία.γ[›] Η κύρια ιταλική επίθεση πραγματοποιήθηκε στην οροσειρά της Πίνδου, κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων και αρχικά σημείωσε σημαντική πρόοδο. Οι Ιταλοί στη συνέχεια πέρασαν τον ποταμό Θύαμι (Καλαμάς), όμως η επίθεση τους αναχαιτίστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και εκδιώχθηκαν πίσω στην Αλβανία. Μέσα σε τρεις εβδομάδες η ελληνική επικράτεια ήταν ελεύθερη από εισβολείς, ενώ σε εξέλιξη βρισκόταν και η επιτυχημένη ελληνική αντεπίθεση.[16] Αρκετές πόλεις της Βορείου Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας κατελήφθησαν από τις Ελληνικές δυνάμεις και ούτε η αλλαγή στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων, ούτε η άφιξη σημαντικών ενισχύσεων κατόρθωσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση υπέρ των Ελλήνων.[17]
Αρχική ιταλική επίθεση 28 Οκτωβρίου - 13 Νοεμβρίου 1940. |
Ελληνική αντεπίθεση και εαρινή επίθεση 14 Νοεμβρίου 1940 - Μάρτιος 1941. |
Μετά από εβδομάδες άκαρπων χειμερινών συγκρούσεων, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν ευρείας κλίμακας αντεπίθεση κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου στις 9 Μαρτίου 1941 η οποία, παρά την ανωτερότητα των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων, απέτυχε. Έπειτα από μία εβδομάδα συγκρούσεων και απώλειες 12.000 ανδρών, ο Μουσολίνι ανακάλεσε την αντεπίθεση και εγκατέλειψε την Αλβανία δώδεκα μέρες αργότερα.[18] Σύγχρονοι αναλυτές θεωρούν ότι η ιταλική εκστρατεία απέτυχε επειδή ο Μουσολίνι και οι στρατηγοί του διέθεσαν αρχικά πενιχρές δυνάμεις στην εκστρατεία -μία εκστρατευτική δύναμη 55.000 ανδρών (Οκτώβριος 1940) που έφτασε τους 585.000 (Μάιος 1941)-,[19] απέτυχαν να αναγνωρίσουν το μέτωπο το φθινόπωρο και εξαπέλυσαν επίθεση χωρίς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και χωρίς τη βοήθεια των Βουλγάρων.[20] Ακόμα και βασικές προφυλάξεις από ιταλικής πλευράς δεν είχαν ληφθεί, όπως η διάθεση χειμερινού ιματισμού στους στρατιώτες,[21] ενώ δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι συστάσεις της ιταλικής Επιτροπής Πολεμικής Παραγωγής, η οποία προειδοποιούσε ότι η Ιταλία δεν θα ήταν σε θέση να εμπλακεί σε ένα πλήρη χρόνο πολεμικών επιχειρήσεων τουλάχιστον μέχρι το 1949.[22]
Κατά τη διάρκεια των εξάμηνων μαχών εναντίον της Ιταλίας, οι επιτυχίες του Ελληνικού στρατού οφείλονταν στην εξάλειψη εχθρικών θυλάκων. Παρόλα αυτά η Ελλάδα δεν διέθετε ικανή αμυντική βιομηχανία και η προμήθεια τόσο του εξοπλισμού όσο και των πυρομαχικών εξαρτιόταν από τα αποθέματα που αιχμαλώτιζαν οι Βρετανικές δυνάμεις από τους Ιταλούς στη Βόρεια Αφρική. Προκειμένου να τροφοδοτηθεί η μάχη της Αλβανίας η Ελληνική διοίκηση αναγκάστηκε να αποσύρει δυνάμεις από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Η αναμονή μίας γερμανικής επίθεσης επίσπευσε την ανάγκη να αντιστραφεί αυτή η τακτική, καθώς οι διαθέσιμες δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς να προβάλουν αντίσταση σε δύο μέτωπα. Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να διατηρήσει τη μεγάλη επιτυχία της στην Αλβανία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση λόγω γερμανικής επίθεσης από τα βουλγαρικά σύνορα.[23]
Η απόφαση του Χίτλερ να επιτεθεί στην Ελλάδα
Ήθελα, πάνω από όλα, να σας ζητήσω να αναβάλετε την επιχείρηση μέχρι μια πιο βολική εποχή, σε κάθε περίπτωση μετά τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική. Σε κάθε περίπτωση, θέλησα να σας ζητήσω να μην αναλάβετε αυτή την ενέργεια, χωρίς την προηγούμενη διεξαγωγή μίας επιχείρησης της μορφής του κεραυνοβόλου πολέμου στην Κρήτη. Για το σκοπό αυτό σκοπεύω να κάνω πρακτικές προτάσεις σχετικά με την ανάπτυξη μίας μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και μίας αερομεταφερόμενης μεραρχίας. |
Από ένα γράμμα του Αδόλφου Χίτλερ προς τον Μουσολίνι στις 20 Νοεμβρίου 1940[24] |
Είναι γεγονός πως μέχρι το καλοκαίρι του 1940 τα Βαλκάνια δεν συμπεριλαμβάνονταν στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς του Χίτλερ, με δεδομένο ότι ήδη αποτελούσαν για τη Γερμανία μια πλούσια πηγή πρώτων υλών. Έτσι δεν συνηγορούσε κανένας λόγος διαφοροποίησης της υφιστάμενης κατάστασης.[25]
Ο Χίτλερ παρενέβη στις 4 Νοεμβρίου του 1940, μετά από πληροφορίες που είχε για αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα.δ[›][26] Ο Φύρερ διέταξε το επιτελείο του να προετοιμαστεί για εισβολή στη Βόρεια Ελλάδα μέσω της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Τα σχέδιά του για την εκστρατεία κατάληψης της Βόρειας Ελλάδας εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο που είχε σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις μεσογειακές τους βάσεις ώστε να εξαλειφθεί η απειλή για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές αλλά και να δώσει έμμεση βοήθεια στους Ιταλούς, με τη δημιουργία αντιπερισπασμού στις ελληνικές δυνάμεις που μάχονταν στην Ήπειρο.[27] Εκτός αυτών, μια βρετανική βάση στην Ελλάδα θα αποτελούσε διαρκή απειλή για το δεξιό άκρο της επικείμενης επιχείρησης στη Σοβιετική Ένωση, ενώ ξυπνούσαν μνήμες φθοράς και ήττας που οι γερμανικές δυνάμεις είχαν υποστεί στη συγκεκριμένη περιοχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[28] Στις 12 Νοεμβρίου η Γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 18, στην οποία προγραμματίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1941. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ συνάντησε τον βασιλιά της Βουλγαρίας και προσπάθησε να τον πείσει να συμμετάσχουν βουλγαρικές δυνάμεις στην επίθεση κατά της Ελλάδας. Αν και ο Χίτλερ απέτυχε στον σκοπό του, τελικά κατάφερε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από τη Βουλγαρία. Έτσι διέταξε, την 19η Νοεμβρίου, την Ανωτάτη Διοίκηση Στρατού να ετοιμάσει σχέδιο για ευρείας εκτάσεως επιχείρηση κατά της Ελλάδας μόνο με γερμανικές δυνάμεις. Η επιχείρηση αυτή έλαβε την κωδική ονομασία Μαρίτα.[29]
Στις 5 Δεκεμβρίου, σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Χίτλερ με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, συζητήθηκαν οι επιχειρήσεις Μαρίτα και Μπαρμπαρόσα. Ο Ανώτατος Διοικητής του Στρατού, φον Μπράουχιτς, εξέθεσε τα σχέδια της επιχείρησης Μαρίτα και υπολόγισε ότι η έναρξη της δεν θα ήταν πριν τις αρχές Μαρτίου, ενώ η διάρκειά της θα ήταν τρεις ως τέσσερις εβδομάδες. Αμέσως μετά μίλησε ο Χίτλερ και υποστήριξε ότι η επιχείρηση δεν μπορούσε να ξεκινήσει πριν από τις αρχές Μαρτίου και θα διαρκούσε ίσως μέχρι τέλος Απριλίου. Επομένως η γερμανική διοίκηση υπολόγιζε τη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα το λιγότερο τέσσερις και το περισσότερο οκτώ εβδομάδες.[30]
Όμως, τον Δεκέμβριο του 1940, τα γερμανικά σχέδια για τη Μεσόγειο ανατράπηκαν από την απόφαση του Ισπανού στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο να απορρίψει τα σχέδια για την επίθεση στο Γιβραλτάρ.[31] Ως επακόλουθο, η γερμανική επίθεση στην Νότια Ευρώπη περιορίστηκε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 20 στις 13 Δεκεμβρίου 1940. Το έγγραφο περιέγραφε την εκστρατεία κατά της Ελλάδας με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και αφορούσε σχέδια για τη γερμανική κατοχή των βόρειων ακτών του Αιγαίου μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Παράλληλα, περιείχε σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας, εφόσον αυτό κρίνονταν αναγκαίο.[32] Η 12η Στρατιά έπρεπε να αναλάβει τη διεξαγωγή της επιχείρησης. Η Στρατιά αυτή αποτελούνταν από πέντε Γενικές Διοικήσεις και 18 Μεραρχίες.
Στις 25 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητά της, αλλά και αποτρέποντας τη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Επιπλέον οι Γερμανοί υποσχέθηκαν την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Γιουγκοσλαβία, στο πλαίσιο της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια.[33] Κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης σύσκεψης του επιτελείου του Χίτλερ μετά το αναπάντεχο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας στις 27 Μαρτίου 1941, εκδόθηκαν διαταγές για μελλοντική επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, μαζί με αλλαγές στα σχέδια της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να δεχθούν επίθεση στις 6 Απριλίου.[34] Ο αποφασιστικός παράγοντας για την επίθεση στην Ελλάδα ήταν το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία στις 27 Μαρτίου, όταν ο στρατηγός Σίμοβιτς ανέτρεψε την κυβέρνηση που πιο πριν είχε υπογράψει συμφωνία με τις δυνάμεις του Άξονα.[35] Σύμφωνα με τον Λίντελ Χαρτ η εκστρατεία κατά της Ελλάδας δεν υπήρξε η αιτία της αναβολής της εκστρατείας στη Ρωσία όπως συνήθως τονίζεται. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει τελικά την κατάληψη μόνο της Βόρειας Μακεδονίας για να ανακόψει τυχόν διείσδυση των Βρετανών προς της πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Παράλληλα με τις στρατιωτικές προετοιμασίες, ξεκίνησαν κάποιες γερμανικές μεσολαβητικές προτάσεις για τη λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Αυτές οι επαφές γίνονταν ανεπίσημα, κυρίως μέσω διαφόρων μεσολαβητών, διπλωματών τρίτων δυνάμεων και μυστικών υπηρεσιών και όχι μέσω των διπλωματών Ελλάδας και Γερμανίας. Οι επαφές που έγιναν με γερμανική πρωτοβουλία είχαν ως στόχο τη συγκράτηση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο και το κέρδος πολύτιμου χρόνου για την προπαρασκευή της επιχείρησης Μαρίτα.[36]
Η Βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα
Η Βρετανία δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη του 1939, η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της ελληνικής ή ρουμανικής ανεξαρτησίας, «…η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση […] κάθε δυνατή βοήθεια».[38] Η διακήρυξη αυτή δεν ήταν δέσμευση από καμιά συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών για την εγγύηση της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας. Περισσότερο ήταν μια ηθική υποχρέωση για ενίσχυση της Ελλάδας σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη.[39] Η πρώτη βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του Τζων ντ' Άλμπιακ (John d' Albiac), οι οποίες εστάλησαν τον Νοέμβριο του 1940.[40]
Στις 17 Νοεμβρίου 1940 ο Μεταξάς πρότεινε στη Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα ελληνικά προπύργια της Νότιας Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων ώστε να λήξει νικηφόρα ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και να αποτραπεί η γερμανική επέμβαση. Αυτό όμως απαιτούσε την παρουσία στην Ελλάδα ισχυρής βρετανικής στρατιωτικής δύναμης. Η Βρετανία ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή.[41] Ο Μεταξάς σταθερά απέρριπτε τις βρετανικές προτάσεις για αποστολή ανεπαρκών δυνάμεων από τον φόβο ότι αυτές, χωρίς να προσφέρουν σοβαρή ενίσχυση, απλώς θα προκαλούσαν τους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δέσμευε ένα μεγάλο μέρος των ιταλικών δυνάμεων που ήταν χρήσιμες στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, ενώ η πιθανή εμπλοκή των Γερμανών στα Βαλκάνια θα κατακερμάτιζε τα γερμανικά στρατεύματα και θα ελάττωνε τον κίνδυνο απόβασης τους στην Αγγλία.[42]
Κατά τη διάρκεια συσκέψεων των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα, από τις 13 ως 16 Ιανουαρίου 1941, ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς εννέα πλήρως εξοπλισμένες μεραρχίες και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας. Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, Στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέιβελ, ανέφερε στον Παπάγο ότι είχε εντολή από το Λονδίνο να προσπαθήσει να πείσει τους Έλληνες να δεχθούν τη βοήθεια που τους δίνονταν. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη γερμανική επίθεση χωρίς να παράσχει σημαντική βοήθεια.ε[›] Ο Ουέιβελ ένιωθε ανακουφισμένος που απορρίφθηκε η βοήθεια γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει την προέλασή του στο Τομπρούκ.[43] Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν τον Δούναβη, από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία.[44]
Το ασθενές σημείο της πολιτικής μας είναι ότι δεν εμμένουμε ποτέ στα σχέδια που κάνουμε. Αν ποτέ είχαμε σκεφθεί να βοηθήσουμε την Ελλάδα, θα έπρεπε προ πολλού να είχαμε καταρτίσει τα σχέδιά μας αναλόγως. Αντί γι΄ αυτό, εσκεμμένα, αποφασίσαμε το αντίθετο, και εκ των υστέρων επανήλθαμε «στην πολιτική βοήθειας», αυτοσχεδιάζοντας σε βάρος της αεροπορικής μας ισχύος. Τα μεγάλα λόγια απλώς χειροτερεύουν τα πράγματα. |
Από το Ημερολόγιο του Άντονι Ήντεν[45] |
Ο Τσώρτσιλ επέμεινε στη φιλοδοξία του για τη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας[46] και διέταξε τον Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) και τον Σερ Τζων Ντιλ (Sir John Dill) να αρχίσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις με την Ελληνική κυβέρνηση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1941 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα μεταξύ του Ήντεν και της ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του Βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, που διαδέχθηκε τον Μεταξά ο οποίος είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου. Στη τοποθέτησή του ο Κορυζής ρώτησε τον αριθμό και τη σύνθεση των στρατευμάτων που θα μπορούσαν να στείλουν οι Βρετανοί για να ενισχύσουν τους Έλληνες εναντίον της γερμανικής εισβολής και επισήμανε ότι ακόμη και μόνη της η Ελλάδα θα πολεμούσε για τη Μακεδονία. Στη συνέχεια μίλησε ο Ήντεν και υποστήριξε ότι το σύνολο των στρατιωτών που προορίζονταν για την Ελλάδα έφτανε τους 100.000 άνδρες. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η απόφαση για την αποστολή της εκστρατευτικής δύναμης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.στ[›][47]
Στις 3 Απριλίου, στη διάρκεια συνάντησης μεταξύ των Βρετανών, των Γιουγκοσλάβων και των Ελλήνων, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποκλείσουν την κοιλάδα του Στρυμόνα σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στο έδαφός τους.[48] Στη διάρκεια της συνάντησης ο Παπάγος επεσήμανε τη σημασία μίας κοινής ελληνο-γιουγκοσλαβικής επίθεσης εναντίον των Ιταλών όταν οι Γερμανοί θα επιτίθονταν στις δύο χώρες.ζ[›] Μέχρι τις 24 Απριλίου περισσότεροι από 62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν στην Ελλάδα, σχηματίζοντας το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) ή «Δύναμη W», από τον διοικητή τους Αντιστράτηγο Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον.(Sir Henry Maitland Wilson).η[›] Από αυτούς τους στρατιώτες, όμως, μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες.[3]
Τοπογραφία
Προκειμένου να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο Γερμανικός Στρατός ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την οροσειρά της Ροδόπης, η οποία διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Δύο περάσματα εντοπίστηκαν δυτικά του Κιουστεντίλ (Kyustendil) και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς τα νότια. Ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι ποταμοί Στρυμόνας και Νέστος διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά οχυρά, τμήματα της ευρύτερης Γραμμής Μεταξά. Αυτό το σύστημα από τσιμεντένια πολυβολεία και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και βασιζόταν σε παρόμοιες αρχές με αυτές που εφαρμόστηκαν στη Γραμμή Μαζινό. Η ισχύς της γραμμής ήταν η δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο του εδάφους προς τις οχυρωματικές θέσεις.[49]
Στρατηγικοί παράγοντες
Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι της Ροδόπης, της Ηπείρου, της Πίνδου και του Ολύμπου προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα. Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την Αλβανία μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από τον Βορρά.[50]
Οι βρετανικές ενισχύσεις μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Στην πρώτη τοποθεσία το ασθενές σημείο ήταν το τμήμα του Μπέλες όπου η οχύρωση δεν είχε ολοκληρωθεί. Μια εχθρική ενέργεια από την κοιλάδα Στρούμνιτσα προς τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο τμήμα Μπέλες, θα μπορούσε να υπερκεράσει ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία και να αποκόψη από την υπόλοιπη Ελλάδα όλες τις δυνάμεις που μάχονταν στην Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη. Επομένως η εκκένωση της Γραμμής Μεταξά και η μεταφορά της άμυνας στην τοποθεσία Καϊμακτσαλάν-Βέρμιο-Αλιάκμονας (τοποθεσία Βερμίου) ήταν από στρατιωτική άποψη η πλέον ενδεδειγμένη. Όμως η εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της Μακεδονίας- συμπεριλαμβανόμενης και της Θεσσαλονίκης- εκτός του ότι θα είχε σοβαρό ηθικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, συνδέονταν άμεσα με τη στάση της Γιουγκοσλαβίας.[51]
Στις 22 Φεβρουάριου ο Παπάγος δέχτηκε την εκκένωση των ελληνικών στρατευμάτων από την περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού και τη μεταφορά τους στην τοποθεσία Βερμίου, στην οποία θα τάσσονταν και οι βρετανικές δυνάμεις, εφόσον όμως χανόταν κάθε ελπίδα συμμαχίας με τη Γιουγκοσλαβία για την αντιμετώπιση της γερμανικής επίθεσης.[52] Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και στις 2 Μαρτίου άρχισαν να κινούνται εντός της Βουλγαρίας. Καθώς η στάση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε αποσαφηνιστεί και οι Γερμανοί βρίσκονταν στη Βουλγαρία, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος έκρινε ότι η εκκένωση ανατολικά του Αξιού ήταν άκαιρη και ασύμφορη.[53]
Οι Βρετανοί ηγέτες περιέγραψαν τη συμπεριφορά του Παπάγου ως «αφιλόξενη και ηττοπαθή» και για να τον παρακάμψουν έπρεπε να ζητήσουν τη βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος ήταν «ήρεμος, αποφασιστικός και ήσυχος».[55] Ο Ντίλ υποστήριζε ότι το σχέδιο του Παπάγου παρέβλεπε το γεγονός ότι τα ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά, καθώς και οι παραδοσιακά καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα βορειοδυτικά σύνορα αφύλακτα σε μεγάλο βαθμό.[56] Ο Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Κορυζής φοβούμενοι μία αρνητική αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση ασυμφωνίας, πίεσαν τον Παπάγο να βρεθεί μία λύση. Ο Παπάγος συμφώνησε αναγκαστικά να διχοτομηθούν οι διαθέσιμες δυνάμεις του με τρεις μεραρχίες και μία ταξιαρχία στη Γραμμή Μεταξά και τρεις μεραρχίες στην τοποθεσία Βερμίου.[57]
Στις 4 Μαρτίου ο Ντιλ και ο Παπάγος συμφώνησαν στο σχέδιο άμυνας και στις 7 Μαρτίου το σχέδιο επικυρώθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση.[58] Τη διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι ελληνικές και βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.[50] Έτσι οι Βρετανοί μετακίνησαν τα στρατεύματά τους και κατέλαβαν μία θέση περίπου σαράντα χιλιόμετρα δυτικά του Αξιού, κατά μήκος της τοποθεσίας Βερμίου.[59] Ο κύριος σκοπός κατάληψης αυτής της θέσης ήταν να αποτρέψουν την πρόσβαση στους Γερμανούς προς την Κεντρική Ελλάδα.[60] Όμως η πιθανή διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας έκανε την παραπάνω τοποθεσία ακατάλληλη για άμυνα καθώς μια γερμανική ενέργεια στον άξονα Μοναστήρι- Φλώρινα θα απειλούσε όχι μόνο τα νώτα της τοποθεσίας Βερμίου αλλά και τα νώτα των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονταν στην Αλβανία.[61]
Η γερμανική στρατηγική βασιζόταν στην τακτική του αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg), η οποία είχε αποδειχθεί επιτυχημένη κατά τη διάρκεια των εισβολών στη δυτική Ευρώπη και επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά της κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία. Η γερμανική διοίκηση σχεδίαζε να συνδυάσει την επίθεση των πεζοπόρων στρατευμάτων και των τεθωρακισμένων με υποστήριξη από αέρος και να πραγματοποιήσει μία γρήγορη προέλαση στο εσωτερικό. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά θα αποτελούσαν τους επόμενους κύριους στόχους. Με την πτώση του Πειραιά και του ισθμού της Κορίνθου σε γερμανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων θα θέτονταν σε κίνδυνο.[50]
Αμυντικές και επιθετικές δυνάμεις
Η Πέμπτη Γιουγκοσλαβική Στρατιά έφερε την ευθύνη άμυνας του νοτιοανατολικού συνόρου μεταξύ της Κρίβα Παλάνκα (Kriva Palanka) και της Ελληνικής μεθορίου, στην κοιλάδα του Αξιού έως το Κιλκίς. Κατά το χρόνο της γερμανικής επίθεσης τα γιουγκοσλαβικά στρατεύματα δεν ήταν πλήρως κινητοποιημένα και υστερούσαν σε σύγχρονο οπλισμό προκειμένου να είναι αποτελεσματικά. Μετά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία η πλειοψηφία των ελληνικών στρατευμάτων αποσύρθηκε από τη Δυτική Θράκη.[62]
Οι ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την γερμανική επίθεση ήταν οι εξής:
- Στην Ανατολική Μακεδονία ήταν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, αποτελούμενο από τις XVIII, XIV, VII Μεραρχίες Πεζικού, την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, το Απόσπασμα Κρουσίων και ένα ενισχυμένο τάγμα Πεζικού.[63]
- Στη Δυτική Θράκη ήταν αναπτυγμένη η Ταξιαρχία Έβρου, η οποία υπάγονταν στο ΤΣΑΜ.[63]
- Στην τοποθεσία Βερμίου βρισκόταν το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα W υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον, αποτελούμενο από:[64]
- - το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Ιωάννη Κωτούλα (αντικαταστάθηκε στις 8/4/41 από το Υποστράτηγο Χρήστο Καράσσο) με τις 20ή, ΧΙΙ Μεραρχίες Πεζικού και το X Συνοριακό Συγκρότημα (τρεις λόχοι).
- - Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον το οποίο διέθετε το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατούθ[›] (6η Αυστραλιανή και 2η Νεοζηλανδική Μεραρχίες) και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.
- Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF) είχε πέντε σμήνη βομβαρδισμού και τρία σμήνη μονοκινητήριων καταδιωκτικών, συνολικά 99 αεροσκάφη, όμως μόνο τα 80 ήταν αξιόμαχα. Η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (EBA) διέθετε 44 καταδιωκτικά, 46 βομβαρδιστικά και μερικά αναγνωριστικά.
Οι ελληνικές μονάδες στην Ανατολική Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη αριθμούσαν 65.110 άνδρες, εκ των οποίων μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες.[65] Επιπλέον ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν ανεπαρκής και απαρχαιωμένος. Τα αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όπως και τα διαθέσιμα βλήματα, ήταν λιγότερα από τα προβλεπόμενα, καθώς είχαν σταλθεί στο Αλβανικό μέτωπο. Επίσης τα πυρομαχικά για τα ελαφρά όπλα ήταν στο ένα τρίτο από τα προβλεπόμενα. Οι αξιωματικοί ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έφεδροι, ενώ υπήρχε έλλειψη σε επιτελικούς αξιωματικούς. Η δύναμη του κάθε τάγματος δεν ξεπερνούσε τους 500 άνδρες και πολλοί λόχοι διοικούνταν από ανθυπολοχαγούς που μόλις είχαν αποφοιτήσει από τις Σχολές τους ή ήταν έφεδροι. Τα μεταφορικά μέσα είχαν περιορισθεί στο ελάχιστο ενώ τα υλικά διαβιβάσεων ήταν ανεπαρκέστατα. Εξαίρεση ήταν η επαρκής επάνδρωση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά σε έμψυχο δυναμικό, όπως και το εσωτερικό και εξωτερικό δίκτυο διαβιβάσεων αυτών των οχυρών. Σε πολύ χαμηλό επίπεδο μαχητικής ικανότητας ήταν και οι ελληνικές δυνάμεις στο Βέρμιο[66], που δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους 15.000 μαχητές. Όμως, παρά αυτές τις αδυναμίες το ηθικό των ανδρών, και ιδιαίτερα αυτών που ήταν στα οχυρά και στις μονάδες προκαλύψεως, ήταν σε υψηλό επίπεδο.[67] Οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις που αποτελούνταν από δεκατέσσερις μεραρχίες πεζικού, τη Μεραρχία Ιππικού [en] και την 21η Ταξιαρχία βρισκόταν στην Αλβανία.[68]
Στις 28 Μαρτίου οι ελληνικές δυνάμεις στην Κεντρική Μακεδονία, οι XII και 20ή Μεραρχίες Πεζικού, τοποθετήθηκαν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Ουίλσον, ο οποίος κατέστησε το αρχηγείο του βορειοδυτικά της Λάρισας. Η νεοζηλανδική μεραρχία έλαβε θέση βόρεια του όρους Όλυμπος ενώ η αυστραλιανή μεραρχία απέκλεισε την κοιλάδα του Αλιάκμονα μέχρι την οροσειρά του Βέρμιου. Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχισε να επιχειρεί από αεροδρόμια στην κεντρική και νότια Ελλάδα, όμως λίγα αεροσκάφη μπορούσαν να αποσταλούν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Οι βρετανικές δυνάμεις βρίσκονταν σχεδόν σε πλήρη κινητοποίηση όμως ο εξοπλισμός τους ήταν περισσότερο κατάλληλος για πολεμικές επιχειρήσεις στην έρημο παρά στους απότομους ορεινούς δρόμους της Ελλάδας. Υπήρχε έλλειψη σε άρματα μάχης και αντιαεροπορικά όπλα και η γραμμές επικοινωνίας κατά μήκος της Μεσογείου ήταν ευάλωτες, καθώς κάθε νηοπομπή έπρεπε να πλεύσει κοντά από νησιά που τελούσαν υπό εχθρική κατοχή, παρά το γεγονός ότι το Βρετανικό Ναυτικό κυριαρχούσε στο Αιγαίο, Τα εφοδιαστικά αυτά προβλήματα επιτείνονταν από την περιορισμένη διαθεσιμότητα πλοίων και την περιορισμένη χωρητικότητα των ελληνικών λιμανιών.[69]
Η Γερμανική 12η Στρατιά, υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ (Wilhelm List), ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση της Επιχείρησης Μαρίτα. Οι δυνάμεις που διέθεσε αυτή η Στρατιά για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας ήταν:[70]
- Το XVIII (18o) Ορεινό Σώμα Στρατού (XVIII Gebirgskorps) υπό τον Αντιστράτηγο Φραντς Μπέμε (Franz Böhme), αποτελούμενο από τη 2η Μεραρχία Πάντσερ (Τεθωρακισμένη Μεραρχία), τις 5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες, το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού, και την 72η Μεραρχία Πεζικού.
- Το XXX (30ό) Σώμα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Ότο Χάρτμαν (Otto Hartmann) αποτελούμενο από τις 164η και 50ή Μεραρχίες Πεζικού.
- Το XL (40ό) Σώμα Πάντσερ (Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού), υπό τον Αντιστράτηγο Γκέοργκ Στούμμε (Georg Stumme), αποτελούμενο από την 9η Μεραρχία Πάντσερ (Τεθωρακισμένη Μεραρχία), την 73η Μεραρχία Πεζικού και το Μηχανοκίνητo Σύνταγμα (Leibstandarte SS Adolf Hitler) (αργότερα προστέθηκε και η 5η Μεραρχία Πάντσερ).
- Ως εφεδρεία υπήρχε μια Μεραρχία Πεζικού στην περιοχή της Φιλιππούπολης.
- Το VIII Αεροπορικό Σώμα υπό τον Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν με περίπου 490 αεροσκάφη.[4]
Οι γερμανικές μονάδες, που αποτελούνταν από περίπου 180.000 άνδρες,ι[›] ήταν άριστα εξοπλισμένες και οργανωμένες. Μετά τις νίκες της Βέρμαχτ στην Πολωνία και στη Γαλλία, το ηθικό τους ήταν υψηλό. Το σύνολο του Μηχανικού, Πυροβολικού, Αντιαεροπορικών και άλλων μέσων της Στρατιάς διατέθηκαν για την εκστρατεία κατά της Ελλάδας.[71] Οι τεθωρακισμένες μονάδες, παρά την πρόσφατη μείωση των διατιθέμενων αρμάτων από 258 κατά μέσο όρο σε 150 ή και λιγότερα ανά μεραρχία, είχαν καλύτερης ποιότητας άρματα αλλά και καλύτερο επίπεδο διοίκησης έναντι των αντιπάλων τους.[72] Συνολικά ο αριθμός των αρμάτων μάχης που διέθεσε η 12η Στρατιά ήταν 501.[3]
Στις αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να συνδράμουν, μετά τη μεταπολίτευση στη Γιουγκοσλαβίας, ο 4ος Αεροπορικός Στόλος ανεβάζοντας τον αριθμό των διατιθέμενων αεροσκαφών εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας σε 1.000,[71] κάνοντας απόλυτη τη γερμανική αεροπορική υπεροχή.ια[›]
Το γερμανικό σχέδιο επίθεσης και η συγκέντρωση
Το γερμανικό σχέδιο επίθεσης διαμορφώθηκε βάσει της εμπειρίας που απέκτησε ο γερμανικός στρατός στη Μάχη της Γαλλίας. Η στρατηγική του βασιζόταν στη δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στο Αλβανικό μέτωπο, αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού από την άμυνα των γιουγκοσλαβικών και βουλγαρικών συνόρων. Χρησιμοποιώντας την τακτική της προώθησης τεθωρακισμένων σχηματισμών προς τα περισσότερο αδύναμα τμήματα της αμυντικής γραμμής, η διείσδυση προς την εχθρική περιοχή θα ήταν ευκολότερη και θα ακολουθούσαν οι δυνάμεις του πεζικού. Μόλις το αδύναμο αμυντικό σύστημα της Νότιας Γιουγκοσλαβίας κατέρρεε από την επέλαση των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων, η Γραμμή Μεταξά θα υπερκεράσονταν από τις ταχύτερα κινούμενες δυνάμεις που θα προήλαυναν προς το νότο από τη Γιουγκοσλαβία. Η κατοχή του Μοναστηριού και της κοιλάδας του Αξιού, που οδηγούσε προς τη Θεσσαλονίκη, κρίνονταν απαραίτητη για μία τέτοια στρατηγική.[73]
Το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε ξαφνική αλλαγή του σχεδίου επίθεσης και έφερε τη Δωδέκατη Στρατιά αντιμέτωπη με μία σειρά δύσκολων προβλημάτων. Σύμφωνα με την Οδηγία Νο. 25 της 28ης Μαρτίου, η 12η Στρατιά έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της με τέτοιο τρόπο ώστε μία ταχυκίνητη δύναμη να μπορεί να επιτεθεί προς το Βελιγράδι μέσω της Νις. Με μόνο εννέα μέρες από την ημέρα της επίθεσης κάθε ώρα ήταν σημαντική και κάθε νέα συγκέντρωση των στρατευμάτων χρειαζόταν χρόνο για να οργανωθεί. Το βράδυ της 5ης Απριλίου είχαν συγκεντρωθεί όλες οι επιθετικές δυνάμεις που προορίζονταν να επιτεθούν στη Νότια Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.[74]
Το ελληνικό σχέδιο άμυνας
Στην Ανατολική Μακεδονία το ΤΣΑΜ είχε ως αποστολή να αμυνθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος ποταμός. Όταν εξαντλούνταν κάθε προσπάθεια άμυνας στην παραπάνω τοποθεσία οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να συμπτυχθούν, ανάλογα με τις συνθήκες, αρχικά προς τη Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια προς τα δυτικά του Αξιού ή προς την Καβάλα και την Αμφίπολη Σερρών με σκοπό να μεταφερθούν δια θαλάσσης σε άλλα μέρη για τη συνέχιση του αγώνα. Η αποστολή του Συγκροτήματος Κρουσίων ήταν να καταλάβει την τοποθεσία Κρουσίων και να απαγορεύσει την εχθρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσία Μπέλες.[75]
Στη Δυτική Θράκη η Ταξιαρχία Έβρου έπρεπε να αμυνθεί κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων, ανατολικά της λίμνης Βιστωνίδας, και να επιδιώξει την εξασφάλιση του προγεφυρώματος Πυθίου. Αν δεν μπορούσε να διατηρήσει το προγεφύρωμα θα έπρεπε να συμπτυχθεί προς το τουρκικό έδαφος.[75]
Η αποστολή του Ελληνοβρετανικού Συγκροτήματος W ήταν να απαγορεύσει την εχθρική προσπάθεια προέλασης δυτικά και νότια της τοποθεσίας Καιμακτσαλάν-Βέρμιο-ποταμός Αλιάκμων.[75]