Κυπριακό (ζήτημα)
Πολιτικό και φυλετικό ζήτημα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Κυπριακό ζήτημα ή Κυπριακό πρόβλημα και, συνηθέστερα, απλώς «Κυπριακό» είναι το ζήτημα που σχετίζεται με το μέλλον των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου. Σύμφωνα με τους Ελληνοκύπριους, το Κυπριακό ζήτημα μετά την τουρκική εισβολή του 1974 είναι ζήτημα διεθνούς δικαίου που οφείλεται στην παράνομη στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.[1] Σύμφωνα με τους Τουρκοκύπριους, το Κυπριακό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Συνταγματικής τάξης με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963.
Αρχικά το Κυπριακό ήταν αποικιακό ζήτημα, που δημιουργήθηκε όταν η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στις 5 Νοεμβρίου 1914 καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Οι Ελληνοκύπριοι, ανέπτυξαν έντονα τον εθνικό πόθο για Ένωση με τη "μητέρα πατρίδα", την Ελλάδα, η οποία ήταν μέρος της Μεγάλης Ιδέας του Έθνους. Οι Τουρκοκύπριοι ανέπτυξαν τον δικό τους εθνικισμό με αίτημα την αυτοδιάθεση του λαού τους, προτάσσοντας τη διχοτόμηση του νησιού και τον διαχωρισμό δυο πληθυσμών του Ελληνικού και του Τουρκικού στα πλαίσια εθνοκάθαρσης.[2] Οι Τουρκοκύπριοι αισθάνονταν άβολα με την πιθανότητα της Ένωσης, επειδή αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ταυτότητα τους και την ύπαρξη τους ως χωριστή εθνοτική ομάδα. Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη του εθνικισμού στον μεσοπόλεμο τους οδήγησε στη δημιουργία του αφηγήματος τους, πως, ως ξεχωριστός λαός από τους Ελληνες, δικαιούνται την αυτοδιάθεσή τους.[3]
Το Κυπριακό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες (ορισμένοι από αυτούς μεταβάλλονται κατά τη μακρόχρονη πορεία του),όπως είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στο πέρασμα από την Ευρώπη στη Μέση Ανατολή (έχει χαρακτηριστεί το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» από τον Νιχάτ Ερίμ, στα νότια της Τουρκίας). Είναι βέβαιο ότι η θέση της Κύπρου καθιστούσε τον έλεγχο του εδάφους της θέμα ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του Κυπριακού προβλήματος και η συχνά οξεία αντιπαράθεση γύρω από τις διάφορες πτυχές του στη διεθνή και εσωτερική πολιτική σκηνή, τα κόμματα και τον καθημερινό τύπο των εμπλεκόμενων χωρών, συχνά με εθνικιστικά, απολογητικά, συνωμοσιολογικά ή άλλα ιδεολογικά πρόσημα, δυσχεραίνουν ως σήμερα την επιστημονική ιστορική μελέτη του και τη νηφάλια αποτίμηση του ρόλου των πρωταγωνιστών του.
Τουρκοκρατία
Το 1570 οι οθωμανοί κατέκτησαν την Κύπρο παρά τη σημαντική αντίσταση στη Λευκωσία και Αμμόχωστο. Μετά την κατάληψη του νησιού ακολούθησαν σφαγές χριστιανών, Ελλήνων και Αρμενίων.[4] Η πρώτη σημαντική δημογραφική αλλαγή παρουσιάστηκε καθώς οι στρατιώτες των Οθωμανών που πολέμησαν για κατάκτηση της Κύπρου (περίπου 60 χιλιάδες) εγκαταστάθηκαν στο νησί, μαζί με Τούρκους τεχνίτες και άλλους που ήρθαν από την Ανατολία.[5] Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν το φεουδαρχικό σύστημα και εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλιέτ, σύμφωνα με το οποίο τη διακυβέρνηση των κατακτημένων μη μουσουλμάνων ασκούσαν οι δικές τους θρησκευτικές αρχές. Αυτό αναβάθμισε την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και οδήγησε στη σμίκρυνση της σημαντικής (επί Φραγκοκρατίας και Ενοτοκρατίας) Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας.[6] Η δημογραφική αναλογία δεν ήταν σταθερή. Το 1777–78 υπήρχαν 47,000 μουσουλμάνοι, οι οποίοι ήταν πλειοψηφια σε σχέση με τους 37,000 χριστιανούς.[7] Το 1872,στο νησι υπήρχαν 44,000 μουσουλμάνοι και 100,000 χριστιανοί.[8]
Αγγλοκρατία
Με το τέλος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου 1877-1878 και την ήττα της Τουρκίας, πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου εως 13 Ιουλίου 1878). Αγγλία και Τουρκία προχώρησαν σε συμμαχία κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, η οποία, μεταξύ άλλων, προνοούσε την παραχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους. Η συμφωνία αυτή επισημοποιήθηκε με την Συνθηκη της Κωνσταντινούπολης το 1878. Η κυριαρχία, πάντως,παρέμενε de jure οθωμανική, μέχρι τις 5 Νοεμβριου 1914, όταν η απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων οδήγησε την Αγγλία να ανακηρύξει την Κύπρο ως προτεκτοράτο[9]
Στις 16 Οκτωβρίου 1915 η Μεγάλη Βρετανία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών, των Τούρκων και των Βουλγάρων. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εθνικού διχασμού και η κυβέρνηση Ζαῒμη, μαζί με τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο Α', απέρριψε την προσφορά στις 17 Οκτωβρίου 1915. Το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης η νεαρή Τουρκική Δημοκρατία παραιτήθηκε από κάθε διεκδίκηση πρώην οθωμανικών περιοχών.[10] Επίσημα, η Κύπρος ανακηρύχθηκε αποκία της Βρετανίας το 1925.
Ο πόθος των Ελληνοκυπρίων για Ένωση
Οι Ελληνοκύπριοι αντιμετώπισαν θετικά τη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αγγλοκρατία. Πίστευαν πως θα οδηγούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η "Ένωσις" ήταν ενταγμένη στη Μεγάλη Ιδέα, μια ευρύτερη φιλοδοξία ώστε το Ελληνικό κράτος να προσαρτήσει περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν Έλληνες, όπως την Κύπρο, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη. Την ιδέα αυτή προωθούσε η Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είχε πολλά μέλη της εκπαιδευμένα στην Ελλάδα.[11][12] Οι Ελληνοκύπριοι, εξάλλου, θεωρούσαν πως το νησί ήταν ιστορικά ελληνικό και πίστευαν πως η ένωση με την Ελλάδα ήταν φυσικό δικαίωμα.[13]
Οι ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων
Αρχικά, οι Τουρκοκύπριοι αντιμετώπισαν και οι ίδιοι θετικά τη μετάβαση στην Αγγλοκρατία.[14] Αργότερα, όμως, βλέποντας την επιδίωξη της πολιτικής της Ένωσης και υπο τον φόβο να επαναληφθεί η ίδια ιστορία όπως με την Ένωση Κρήτης-Ελλάδας, που οδήγησε στη φυγή των Τουρκο-Κρητικών, υπηρξαν αρκετά ανήσυχοι.[15][16] και υποστήριζαν μια πολιτική διαίρεσης του νησιού.[2] Έβλεπαν, άλλωστε, πως είναι ξεχωριστή εθνοτική ομάδα και είχαν ως εκ τούτου δικαίωμα στην αυτονομία τους από τους Ελληνοκύπριους.[13]
Εν τω μεταξύ, στην Τουρκία ο Μεντερές θεωρούσε την Κύπρο ως "επέκταση της Ανατολίας" και αρνούνταν τη διαίρεση και τον διαμοιρασμό του νησιού. Αντιθέτως, υποστήριζε την προσάρτηση όλης της Κύπρου στην Τουρκία, με το κυβερνών κόμμα να διακηρύττει πως η Κύπρος είναι τουρκική και αναπόσπαστο κομμάτι της μητέρας πατρίδας. Με τη συνειδητοποίηση, όμως, πως μόνο το 20% του πληθυσμού του νησιού είναι Τουρκοκύπριοι, η επίσημη πολιτική άλλαξε υπέρ του διαχωρισμού των κοινοτήτων. Έτσι, το σύνθημα "η Κύπρος είναι Τουρκική" μετατράπηκε σε "Διαίρεση ή Θάνατος".[17][18]
Διασκεπτική Συνέλευση
Η Αποικιακή κυβέρνηση νοιώθοντας την πίεση για Ένωση, με δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Κριτζ Τζόουνς στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1946, αποφάσισε να αναθέσει την εκπόνηση του Συντάγματος στην Διασκεπτική Συνέλευση, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι του πληθυσμού του νησιού. [19] Η πρόταση δίχασε τους Ελληνες της Κύπρου, αφού από τη μια η Δεξιά παράταξη, με σύνθημα «Ενωσις και μόνον Ενωσις», προσέγγισε αρνητικά τις προθέσεις του Λονδίνου με τους εκπροσώπους της να αρνούνται να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνέλευσης, ενώ από την άλλη, η Αριστερά, με σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση - Ενωση» αποδέχθηκε την πρόταση των Βρετανών με τους εκπροσώπους της να συμμετέχουν στη Διασκεπτική Συνέλευση. Στην Συνέλευση συμμετείχαν τελικά 18 από τα 32 άτομα που προσκλήθηκαν: δέκα Ελληνοκύπριοι, επτά Τουρκοκύπριοι (όλοι όσοι προσκλήθηκαν) και ένας Μαρωνίτης, ωστόσο εξ αιτίας της απροθυμίας των βρεττανών για παραχώρηση αυτοδιάθεσης, η Διασκεπτική Συνέλευση ναυάγησε το 1948.[20]
Ωστόσο, η Διασκεπτική, αποσαφήνισε τους διαφορετικούς πολιτικούς στόχους των ομάδων: Από τη μια πλευρά, ήταν οι αριστεροί Ελληνες της Κύπρου που οι επιδιώξεις τους επικεντρώνονταν στην εφαρμογή πλήρους Συντάγματος αυτοκυβέρνησης που, όπως υποστήριζαν, θα έθετε τις βάσεις για διεκδίκηση στο μέλλον του αιτήματος της αυτοδιάθεσης. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοκύπριοι, επιθυμούσαν τη μη ουσιώδη τροποποίηση της συνταγματικής κατάστασης στο νησί. Επιπλέον, η Ελληνική Δεξιά της Κύπρου που είχε απορρίψει την αυτοκυβέρνηση, εμμένοντας στην καταβολή κάθε προσπάθειας για εκπλήρωση του στόχου της Ένωσης.[20]
Ενωτικό Δημοψήφισμα
Τον Ιανουάριο του 1950 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε το Ενωτικό Δημοψήφισμα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν οι Ελληνοκύπριοι μόνο. Παρόλο που υπήρχαν κατά τόπους οργανωτικά προβλήματα, το αποτέλεσμα έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση[21][22][23][24] Οι τουρκοκύπριοι προβαλανε έντονη αντίδραση στο δημοψηφισμα και το ενδεχόμενο της Ένωσις με ογκώδεις διαδηλώσεις.[25]
Πριν από την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950, από τα 619 χωριά της Κύπρου, 393 ήταν αποκλειστικά ή κυρίως ελληνοκυπριακά, 120 τουρκοκυπριακά και 106 μικτά. Οι μεγάλες πόλεις ήταν μικτές, με τις δύο κοινότητες να κατοικούν σε χωριστές συνοικίες. Η κάθε κοινότητα είχε τη γλώσσα και τη θρησκεία της, δικό της σύστημα εκπαίδευσης καθώς και δικό της Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο[26].
Η νέα βρετανική διοίκηση βελτίωσε σημαντικά τομείς κρατικής ευθύνης όπως η δικαιοσύνη, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και οι υποδομές. Ωστόσο η συνεχιζόμενη φορολογική αφαίμαξη του πληθυσμο δημιουργούσε εντάσεις στην Αγγλική Διοίκηση, ενώ και η αντίθεση της βρετανίας στη διατήρηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων που είχε αποκτήσει η Εκκλησία κατά την Οθωμανική κυριαρχία συνέβαλλαν στην επιδίωξη του αιτήματος για Ένωση από την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα[27].
Ως το 1914, η πάγια βρετανική απάντηση ήταν ότι η Κύπρος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι η συνθήκη του 1878 δεν επέτρεπε ενέργειες προς την κατεύθυνση της ένωσης. Όταν η Τουρκία βγήκε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στη βρετανική επικράτεια το 1914 και την προσέφερε ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα στην περίπτωση που λάμβανε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ[28]. Η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη υπό την επιρροή του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ όμως προτίμησε να κρατήσει ουδέτερη στάση και να μην απαντήσει[29].
Με την άφιξή τους, οι Άγγλοι σύστησαν στην Κύπρο το Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν 9 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων, 3 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων και 6 διορισμένα μέλη. Η αναλογία ήταν τέτοια, ώστε οι ψήφοι των Τουρκοκυπρίων και των Άγγλων να ισούνται με αυτές των Ελληνοκυπρίων. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων Βρετανός Αρμοστής της Κύπρου είχε τη βαρύνουσα ψήφο, ενώ είχε και τη δυνατότητα με βασιλικά διατάγματα να παρακάμπτει εντελώς τις αποφάσεις του σώματος[30]. Αυτό ακριβώς έγινε τον Οκτώβριο του 1931, όταν ο Βρετανός Κυβερνήτης επεχείρησε να θέσει σε εφαρμογή νέο φορολογικό νομοσχέδιο που είχαν καταψηφίσει οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές και ένας Τουρκοκύπριος βουλευτής. Τότε ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές, κατά τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ο Ε. Βενιζέλος δήλωσε ότι το Κυπριακό ήταν εσωτερική υπόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης και αρνήθηκε να αναμειχθεί[31]. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, ενώ με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε αξίωση επί της Κύπρου[32], δεν ήθελαν να δουν το νησί να ενσωματώνεται στην Ελλάδα, όπως συνέβη με την Κρήτη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν η ελληνική πλειοψηφία κατάφερε πρώτα να αυτονομηθεί το 1898 και στη συνέχεια να ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1913.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το 1947 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της ένωσης και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος»[33]. Το 1948 επίσης εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κιτίου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος) και πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την ανεξαρτησία. Τον Ιανουάριο του 1950, ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οργάνωσε δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών[34][35]. Το 95,7% αυτών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής υπόγραψαν υπέρ της ένωσης. Το ίδιο έτος εξελέγη ο ίδιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Το 1949 τάχθηκε και το Α.Κ.Ε.Λ. ανοιχτά υπέρ της ένωσης. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα»[36]. Ωστόσο οι ιδεολογικές διαφορές με την Εκκλησία απέτρεψαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων οργανώσεων του κυπριακού Ελληνισμού. «Οπαδοί δογμάτων αντίθετων προς τον Χριστιανισμό» διαγράφηκαν από τους ενοριακούς καταλόγους τις παραμονές των αρχιεπισκοπικών εκλογών και επίσης αποκλείστηκαν από το Εθναρχικό Συμβούλιο[37]. Το Α.Κ.Ε.Λ. απήχε καταγγέλοντας τις εκλογές ως «εκλογικό πραξικόπημα» και «μαύρη σελίδα της ιστορίας της Εκκλησίας»[38].
Ως τα 1950, η μαχητικότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος των Τούρκων για την Κύπρο ήταν ένα ψήφισμα των φοιτητών της Κωνσταντινούπολης που εξέφραζε την αντίθεσή τους στην προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και την απειλή έκρηξης ταραχών[39]. Toν Αύγουστο του 1954 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής μειονότητας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, (αργότερα ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) δήλωνε ότι η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία και να αφήσουν οι Άγγλοι στους Τούρκους τη διαχείριση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση[40]. Δήλωνε ότι η Κύπρος είναι ιδιοκτησία της Τουρκίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική θέληση των κατοίκων του νησιού ωσάν να πρόκειται για αγοραπωλησία ακινήτων[40].
Ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας (1955-59)
Το 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ με εντεταλμένο αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή», η οποία έθετε ως στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελληνικό κράτος («Ένωσις»). Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, τάχθηκαν κατά της αυτοδιάθεσης (που θα οδηγούσε στην προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα) και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Η βρετανική πολιτική εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν παρότρυνε τον τουρκικό παράγοντα να εμπλακεί στο ζήτημα του μέλλοντος της Κύπρου[41]. Έτσι η Τουρκία, επικαλούμενη την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος επιδιώκοντας να αποτρέψει την ένωση και τη συνακόλουθη επέκταση της ελληνικής επικράτειας στα νότια θαλάσσια σύνορά της[42]. Ήδη από το 1956, η Βρετανική Κυβέρνηση άρχισε να συζητά για χωριστή αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ελπίζοντας να αποτρέψει την ένωση με την Ελλάδα[43]. Όταν άρχισε να διαγράφεται η πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης, οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν το αίτημα για διαίρεση του νησιού σε δύο κράτη («taksim», διχοτόμηση) και η νέα Βρετανική Κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν από τον Ιανουάριο του 1957 άρχισε να προετοιμάζει τη διχοτόμηση επιδιώκοντας ουσιαστικά να αναγκάσει τους Ελληνοκυπρίους να εγκαταλείψουν το αίτημα για αυτοδιάθεση[44]. Το 1955 ο Φαζίλ Κιουτσούκ είχε ιδρύσει το κόμμα «Η Κύπρος είναι Τουρκική» στην Κύπρο.
Οι Βρετανοί ενοχλημένοι από τη δράση της εκκλησίας εξόρισαν στις 9 Μαρτίου 1956 τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για έναν χρόνο. Κατόπιν τους επετράπη να φύγουν από τις Σεϋχέλλες, όχι όμως και να γυρίσουν στην Κύπρο. Παράλληλα, οι ελληνικές κυβερνήσεις δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με την Αγγλία λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύματα εναντίον των κομμουνιστών από την απελευθέρωση και μετά. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού»[45]. Η κοινή γνώμη όμως και η Εκκλησία ήταν στο πλευρό των Ελληνοκυπρίων, γεγονός που δημιουργούσε πίεση στους πολιτικούς.
Οι πρώτες διακοινοτικές ταραχές (1958)
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξελίχθηκε το 1958 σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Επεισόδια είχαν σημειωθεί και παλιότερα, το 1912 και το 1956-1957, το καλοκαίρι του 1958 όμως η κλίμακα της εθνοτικής βίας ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε[46]. Η κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων δημιουργούσε επίσης την εντύπωση στο εξωτερικό ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν αδύνατη[47].
Οι Τουρκοκύπριοι είχαν ήδη δημιουργήσει τις δικές τους μυστικές ένοπλες οργανώσεις, όπως τη Volkan ("Ηφαίστειο"). Αυτές το 1958 αντικαταστάθηκαν από την οργάνωση Τ.Μ.Τ. (Türk Mükavemet Teşkilatι, "Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση"), η οποία ιδρύθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Τουρκικού Στρατού με αξιωματικούς και όπλα του τουρκικού στρατού και Τουρκοκύπριους εθελοντές[48]. Συνθήματα της ΤΜΤ ήταν "Η Κύπρος είναι τουρκική" και " Διχοτόμηση ή θάνατος"[47].
Ένα από τα πολλά συμβάντα σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου 1958, όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι σκότωσαν οκτώ Ελληνοκύπριους χωρικούς στο Κιόνελι.
Στις 18 Οκτωβρίου 1959, ακταιωρός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού συνέλαβε ανοικτά της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», που μετέφερε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών από την Τουρκία[49]. Αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα τουρκοκυπριακά σχέδια διχοτόμησης και την ενεργή ανάμειξη της Τουρκίας σε αυτά, το επεισόδιο του «Ντενίζ» ενέτεινε τους φόβους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Από τον Ιανουάριο του 1959, παράλληλα με τα άλλα τουρκικά πλοιάρια που ήδη διεκπεραίωναν επί έξι μήνες οπλισμό, ξεκίνησε τις μυστικές μεταφορές οπλισμού και ένα 25 τόνων αλιευτικό τουρκικό πλοίο, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα «ΝΤΕΝΙΖ» και που, στα επιχειρησιακά σχέδια της ΤΜΤ, έφερε το κωδικό όνομα «Ελμάς». Το «ΝΤΕΝΙΖ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή τον μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση[50].
Με διαταγή του «εγκέφαλου» της ΤΜΤ ταγματάρχη Ισμαήλ Τάνσου (μέσω ασυρμάτου από την Άγκυρα) το πλήρωμα του «ΝΤΕΝΙΖ» προκάλεσε την αυτοβύθιση του σκάφους, ώστε «να μην ξεσπάσει διεθνές σκάνδαλο που θα έφερνε σε δύσκολη κατάσταση την τουρκική κυβέρνηση», όπως είπε ο ταγματάρχης Τάνσου. Όμως, η αγγλική ακταιωρός (mine-sweeper HMS Burmaston) πρόλαβε να περιμαζέψει από το αμπάρι του βυθιζόμενου «ΝΤΕΝΙΖ» δύο κιβώτια πυρομαχικών και να συλλάβει το τριμελές πλήρωμα του «αλιευτικού». Με παρέμβαση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού προς τον Άγγλο ομόλογό του, διευθετήθηκε ώστε οι τρεις συλληφθέντες, αφού παραδεχτούν τις κατηγορίες που διαμόρφωσε ο Άγγλος εισαγγελέας και καταδικαστούν από το αγγλικό δικαστήριο της Κύπρου σε 9 μηνών φυλάκιση, να αποσταλούν αυθημερόν στην Τουρκία προς «έκτιση της ποινής τους». Καθησυχάζοντας τον ταγματάρχη Τάνσου για την «σύλληψη» του «ΝΤΕΝΙΖ», ο υπουργός Ζορλού τον βεβαίωσε ότι «η αποκάλυψη της μεταφοράς οπλισμού ίσως συνετίσει τους Άγγλους να είναι πιο συγκαταβατικοί απέναντι στους Τούρκους»[50].
Οι εκκλήσεις του Μακαρίου και του Κιουτσούκ στις κοινότητές τους να παραδώσουν τα όπλα τους, δεν βρήκαν ανταπόκριση στους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα έδωσαν την ευκαιρία στον Ραούφ Ντενκτάς να εναντιωθεί στον Κιουτσούκ και να αυξήσει την επιρροή της συγκρουσιακής μερίδας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.[46].
Φαινόμενα ενδοκοινοτικής βίας επίσης δεν έλειψαν. Με αφορμή δυο σοβαρά επεισόδια μεταξύ αριστερών και ανταρτών της ΕΟΚΑ που άφησαν δυο οπαδούς της Αριστεράς νεκρούς, το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1958 μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες κατήγγειλε την ΕΟΚΑ για οργανωμένες επιθέσεις με στόχο το ίδιο το αριστερό κίνημα, και ζήτησε την παρέμβαση του Μακαρίου αλλά επανέλαβε παράλληλα την προσήλωσή του στον στόχο της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης. Η ίδια η ΕΟΚΑ με ανακοινώσεις της απορρίπτει τις κατηγορίες, δικαιολογεί τη στάση των ανταρτών λέγοντας ότι ενήργησαν ενώ βρίσκονταν σε αυτοάμυνα και αναφέρει ότι στόχοι της ΕΟΚΑ είναι μόνο πρόσωπα που υποσκάπτουν τον Αγώνα ανεξαρτήτως ιδεολογίας.[51]. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διχάζει έντονα την κυπριακή κοινωνία.
Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου
Τελικά οι Βρετανοί ενέδωσαν στον ελληνοκυπριακό αγώνα και συναίνεσαν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Τον Φεβρουάριο 1959 υπεγράφησαν μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρυόταν ανεξάρτητο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από μια δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο, ενδεικτική των δυσκολιών στην εφαρμογή τους, κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο[52].Η μεγάλη μερίδα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας θεώρησε αυτή την εξέλιξη ως ένα οδυνηρό συμβιβασμό, που δεν ικανοποιούσε τους εθνικούς της πόθους και το αίτημα για αυτοδιάθεση και ένωση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους της ή ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα καμιάς από τις δύο εθνικές κοινότητες και υποσκαπτόταν και από τις δύο.
Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Οι ΗΠΑ τέλος έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά την ανεξαρτησία δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχισαν τη δράση τους, και οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Η Τ.Μ.Τ. πραγματοποίησε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους[53]. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ο Μακάριος με πρωην αγωνιστές της ΕΟΚΑ και τότε μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ίδρυσε την ένοπλη μυστική οργάνωση Ακρίτας.[54]
Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση, δύναμης 5.000 μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960 ο οπλισμός που μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο, εξόπλιζε δύναμη 10.000. Σ’ αυτό το σημείο, είναι σημαντικά τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν 47 χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Μάνου Ηλιάδη «Το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο» - 2007. (ΚΥΠ: Η ελλαδική «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών»). Το βιβλίο περιέχει αντίγραφα γραπτών υπηρεσιακών εκθέσεων, που έστελνε το κλιμάκιο της ελλαδικής ΚΥΠ από την Κύπρο στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ στην Αθήνα και που επιβεβαιώνουν με πλήθος λεπτομερειών πολλά στοιχεία για την ΤΜΤ, όπως τα αφηγούνται οι Τούρκοι πρωταγωνιστές και τουρκικές πηγές. Επί του θέματος των μυστικών τουρκικών εξοπλισμών, περιέχει και τα εξής στοιχεία: «Εκ των μέχρι τούδε υφισταμένων στοιχείων προκύπτει ότι, εκτός των εις χείρας των Τουρκοκυπρίων αστυνομικών και επικουρικών αστυνομικών περιστρόφων της βρετανικής διοικήσεως, η τουρκοκυπριακή μαχητική οργάνωσις ΤΜΤ διέθετε την εποχή της συνάψεως των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου μόνον 950 πιστόλια και περίστροφα. Ταύτα η ΤΜΤ. επρομηθεύθη, αρχομένου του 1957, και κατά τη διάρκειαν του 1958 εκ Τουρκίας, μέρος δε τούτων επωλήθησαν επιτοπίως υπό των Βρεττανών εις τας τουρκικάς οργανώσεις ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ. Εν συμπεράσματι, την εποχήν της συνάψεως των περί Κύπρου Συμφωνιών, η ΤΜΤ δεν διέθετε άνω των 1.000 πιστολίων και περιστρόφων. Κατά το εξάμηνον διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 1959 – Ιουλίου 1959 λαθραίως εισήχθησαν υπό των Τουρκοκυπρίων 6.000 όπλα, ήτοι βαρέα πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τυφέκια, πιστόλια και περίστροφα, ως και όλμοι των 2 και τριών ιντσών, ανελθόντος, ούτω, κατά Ιούνιον 1959 του αριθμού των υπό της τουρκικής κοινότητος κατεχομένων όπλων εις 7.000, μετά μεγάλου αριθμού σφαιρών. Μετά τον Ιούλιον 1959 μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1960 εσυνεχίσθη εις μεγάλην κλίμακα η λαθραία εισαγωγή όπλων και πυρομαχικών υπό Τουρκοκυπρίων, ώστε σήμερον να πιστεύεται ότι οι Τουρκοκύπριοι διαθέτουν όπλα ανερχόμενα εις 10.000 τεμάχια…». Οι Τούρκοι εξοπλίζονταν μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας 16 Αυγούστου 1960[55].
Πολιτειακές δυσλειτουργίες
Το πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο και στηριζόταν όχι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα, αλλά στη δυαδική αρχή[56], δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθέναν από τους δύο να έχει δικαιώματα αναπομπής ή ακόμα και αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του[57]. Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού[58]. Έτσι, δεν άργησαν να έρθουν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα.
- Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε μάλιστα τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων Χωρών στο Βελιγράδι παρά τις αντιρρήσεις του Κιουτσούκ[59].
- Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, η Κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στον διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα. Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων
- Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά αμιγείς περιοχές Τουρκοκυπρίων [60]. Στο θέμα αυτό χρησιμοποίησε το δικαίωμα βέτο για πρώτη φορά ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ[61].
- Στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Τουρκίας επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων και τον γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού ώστε να έχουν στα χέρια του κάποιους φορείς κρατικής εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν πρόσβαση οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και στο νέο Σύνταγμα είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις. Ωστόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις[62]. Μετά από απόρριψη σχετικού νομοσχεδίου από τους Τουρκοκυπρίους, η Κυβέρνηση διαλύει στα τέλη του 1963 τους Δήμους, αναλαμβάνει την περιουσία τους και διορίζει Συμβούλια Βελτιώσεως στη θέση τους[63].
- Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα[64]. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας[65].
Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων διαφωνιών ήταν τελικά να μην λειτουργούν κρίσιμοι τομείς κρατικής ευθύνης και κατ' επέκταση το κράτος και το πολίτευμα. Στο μεταξύ ο Μακάριος, με δημόσιες δηλώσεις του δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς της Ζυρίχης αλλά και για την αποτυχία του ενωτικού αγώνα. Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να είχαν ως στόχο την ικανοποίηση του αισθήματος των οπαδών του, ενέτειναν όμως την καχυποψία των Τουρκοκυπρίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Η Τουρκική προπαγάνδα[66][67][68][69] παρουσιάζει τον Μακάριο να έχει διακηρύξει σε ομιλία που δήθεν έδωσε στη γενέτειρα του Παναγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 την εθνοκάθαρση της Τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η αναφορά αυτή όμως είναι ανυπόστατη αφού δεν επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε πρωτογενή πηγή ενώ από τον ελληνοκυπριακό τύπο της εποχής[70] ο οποίος παρακολουθούσε στενά τις δραστηριότητες και κινήσεις του Μακαρίου προκύπτει ότι ο Μακάριος δεν είχε επισκεφθεί την Παναγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 ούτε και είχε εκφώνηση οποιαδήποτε ομιλία τη μέρα εκείνη. Την ίδια περίοδο ο Ντεκτάς διακήρυττε προκλητικά σε ομιλία του στο χωριό Μορά στις 3 Νοεμβρίου 1962: «Αυτοί που λεν ότι η Κύπρος είναι Ελληνική ξέρουν καλά ότι είναι Τουρκική και βαμμένη με Τουρκικό αίμα»[71] ενώ σε άλλη ομιλία του στην τελετή αποκατάστασης του τεμένους του Μπαϊρακατάρη στη Λευκωσία στις 28 Δεκεμβρίου 1962 δήλωνε: «Καταστήσατε αυτά τα χώματα μέρος της μητέρας πατρίδας και μας διδάξατε πως να πεθαίνουμε για αυτή. Η Τουρκική νεολαία έχει ορκιστεί στους τάφους σας να μην επιτρέψει ποτέ να κυματίσει άλλη σημαία από την Τουρκική»[71].
Σχέδιο Ακρίτας- Κυβερνητικό Σχέδιο για Ένωση.
Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα "Πατρίς", φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο "Σχέδιο Ακρίτας"[72], το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας» [73]. Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την Κυπριακή Κυβέρνηση[74]. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο μέχρι πρότινος Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος.
Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε δηλαδή να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα όφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων.
Οι Τουρκοκύπριοι εξέλαβαν το κείμενο αυτό ως κατευθυντήριες γραμμές για την γενοκτονία των Τ/κ, με κυβερνητική μάλιστα πρωτοβουλία.
Τουρκοκυπριακό σχέδιο
Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963, στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του αντιπροέδρου Κιουτσούκ βρέθηκαν μυστικά έγγραφα που περιέγραφαν τα σχέδια των Τουρκοκυπρίων[75]. Το πρώτο από αυτά είχε υποβληθεί στον αντιπρόεδρο και περιέγραφε ένα «εθνικό πλάνο» «για να αποκτήσουν» οι Τουρκοκύπριοι «την πλήρη ελευθερία τους». Μεταξύ άλλων, το έγγραφο χαρακτήριζε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό» που έγινε αποδεκτός επειδή «αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο» και επέτρεπαν στους Τουρκοκυπρίους να ετοιμαστούν ώστε «να εκμεταλλευθούν τις γκάφες και τα λάθη των Ελλήνων» περιμένοντας «τη μέρα που θα αποφασίσουν να καταγγείλουν τις συμφωνίες, οπότε θα αποκτήσουμε την πλήρη ελευθερία μας». Για μια σειρά επώνυμους Τουρκοκυπρίους που αντιδρούσαν στη διχαστική πολιτική, το έγγραφο ανέφερε ότι «αν δεν πιστεύουν στον εθνικό αγώνα μας, πρέπει να τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν».
Στο χρηματοκιβώτιο του Κιουτσούκ βρέθηκε και άλλο έγγραφο με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς. Το έγγραφο προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και προέβλεπε ότι «Οι Έλληνες ίσως καταγγείλουν ή προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το σύνταγμα». Το ενδεχόμενο αυτό θα έπρεπε να απαντηθεί από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με την «εγκαθίδρυση μιας Τουρκικής Δημοκρατίας». Μεταξύ άλλων βημάτων προβλεπόταν επίσης ότι «όταν αρχίσει η σύγκρουση, η διασκορπισμένη σ' όλο το νησί τουρκική κοινότητα πρέπει να συγκεντρωθεί διά της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθεί να την υπερασπίσει». Η εγκαθίδρυση χωριστού κράτους συστήνεται όμως και για την περίπτωση που «οι Έλληνες συνεχίσουν την ... de facto κατάργηση του συντάγματος». Στη συνέχεια εξετάζονται τρόποι ώστε «να κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη στους Έλληνες την εφαρμογή του συντάγματος σε κάθε τομέα» και προτείνεται επίσης «ν' αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». Το έγγραφο κλείνει με τη βεβαιότητα πως θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα συνταγματική κρίση και πως «μέχρι τότε, οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ' συτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους».
Συνταγματική Κρίση - Τα «Δεκατρία Σημεία»
Η κρίση πράγματι ξέσπασε στα τέλη του 1963. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας[76]. Οι τουρκοκύπριοι το εξέλαβαν ως απόπειρα για μείωση της δικοινοτικότητας του κράτους.
Η Τουρκική Κυβέρνηση στις 17 Δεκεμβρίου επέδωσε υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία»[77]. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.
Λόγω των βίαιων γεγονότων που ακολούθησαν, με καταλυτικές συνέπειες στην πορεία του Κυπριακού, η πρόταση των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο αναλύσεων και κριτικής αποτίμησης. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να τη θεωρούν λανθασμένη κίνηση, τόσο στον χρόνο που εκδηλώθηκε όσο και στην ουσία της[78]. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε ο Μακάριος για την πρωτοβουλία του ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Στις 17 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία με τα ανάκτορα, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963[79]. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι παρατάθηκε η κυβερνητική αστάθεια στην Ελλάδα. Όταν έληξε, τον Φεβρουάριο του 1964, η Κύπρος βρισκόταν στη δίνη των διακοινοτικών ταραχών και των συνεπειών τους. Σε όσες διεθνείς διασκέψεις είχαν γίνει ως τότε για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Από την βρετανική πλευρά, ο Μακάριος έλαβε όχι μόνο την ενθάρρυνση του Ύπατου Αρμοστή (Πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο) Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος ενέκρινε τις προτάσεις του Μακαρίου, αλλά και ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα βοηθούσε να γίνουν δεκτές για συζήτηση στην Άγκυρα[80]. Ωστόσο, η βρετανική θέση για το θέμα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο απλή όσο πίστεψε ή ήθελε να πιστέψει ο Μακάριος[81].
Το ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο λήφθηκε η απόφαση για την πρόταση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και η λαϊκιστική καταδίκη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου τόσο από το Κέντρο και την Αριστερά στην Ελλάδα όσο και από τον Γρίβα και τους οπαδούς του στην Κύπρο[82]
Τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963
Τη συνταγματική κρίση διαδέχονται αιματηρές διακοινοτικές ταραχές με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, έφθασαν στον υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη βάσιμες πληροφορίες ότι επίκειται η διανομή 300 αυτόματων όπλων από τον τουρκοκυπριακό τομέα Λευκωσίας σε Τουρκοκύπριους εκτός της πόλης. Ο πληροφοριοδότης έδωσε και τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων[83]. Οι υποψίες ενισχύθηκαν όταν οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί πρότειναν ως μέτρο βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων τη διενέργεια αστυνομικών ελέγχων σε αυτοκίνητα μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο επέμεινε, ωστόσο, να διατηρηθούν οι μικτές περίπολοι και οι μικτοί έλεγχοι, ενώ ο διοικητής της Τ.Μ.Τ. Bozkurt έδωσε εντολή να μην σταματούν τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα ή να αρνούνται την έρευνα της αστυνομίας[84].
Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του υουρκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων αστυνομικών με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων[85]. Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη[86]. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα καθώς πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Οι αρχικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπρόεδρου Κιουτσούκ αγνοήθηκαν και μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα. Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στη Λευκωσία το επόμενο πρωί, όταν Ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχεται σφοδρή επίθεση από Τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αμμόχωστο όταν Τουρκοκύπριοι χωροφύλακες επιχειρούν να καταλάβουν το αρχηγείο της χωροφυλακής. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια[87].
Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιμάκωση με την ΤΟΥΡΔΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τη Συνθήκη Συμμαχίας) να βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συμμετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το Τουρκοκυπριακό χωριό Ορτάκιοϊ. Η ΕΛΔΥΚ εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων αλλά επιστρέφει σε αυτό όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων για εκτόνωση της κρίσης.[88] Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας.[89] Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους[90].
Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της[91]. Ως ειρηνευτική δύναμη παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Βρετανοί στρατιώτες των βάσεων αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή που επεδίωκαν εξαρχής. Ωστόσο, την 1 Ιανουαρίου 1964, ομάδα περίπου 12 Τούρκων επιτέθηκε στη Μονή Παναγίας Γαλακτοτροφούσας κοντά στο χωριό Κόρνο και δολοφόνησε 3 μοναχούς (εκ των οποίων ο ένας 12χρονος δόκιμος) και τραυμάτισε άλλα 6 άτομα.[92][93]