Διατραπεζική αγορά
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η διατραπεζική αγορά (αγγλικά: Interbank market) είναι η κορυφαία αγορά συναλλάγματος, όπου πάνω από 1000 τράπεζες ή άλλου είδους πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να ανταλλάξουν διαφορετικά συναλλάγματα. Οι τράπεζες μπορούν είτε να πραγματοποιούν συναλλαγές άμεσα η μία με την άλλη, είτε μέσω ηλεκτρονικής μορφής πλατφόρμες(Electronic Brokering Services, EBS), που παίζουν το ρόλο μεσάζοντα. Στις συναλλαγές αυτές δεν συμμετέχουν επενδυτές του λιανικού εμπορίου και μικρότερου μεγέθους εμπορικές ομάδες. Μπορούμε να την περιγράψουμε αλλιώς σαν ένα δίκτυο τραπεζών, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους συναλλάγματα.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: αντιβικιπαιδικό ύφος και κυρίως έλλειψη εσωτερικών συνδέσμων |
Η κύρια διαφορά μεταξύ της διατραπεζικής και της λιανικής αγοράς είναι το επιτόκιο των δανειζόμενων ποσών. Το επιτόκιο εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα χρημάτων στην αγορά, από την επικρατούσα κατάσταση των επιτοκίων και από τους συγκεκριμένους όρους της σύμβασης, όπως είναι η προθεσμία του δανείου. Από τη στιγμή που οι εμπορικές τράπεζες έχουν πρόσβαση στην κεντρική τράπεζα του έθνους, έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν δάνεια σε πολύ χαμηλότερο κόστος, από όσο θα κατάφερνε ο τελικός καταναλωτής. Οι τράπεζες περνάνε τα χρήματα που αποκτούν με ευνοϊκούς όρους της κεντρικής τράπεζας στους καταναλωτές και έτσι επιτυγχάνουν κέρδος και παραμένουν στο εμπόριο. Η διατραπεζική αγορά είναι επίσης το μέσο, όπου συμβαίνει η συντριπτική πλειοψηφία των forex (foreign exchange market) συναλλαγών. Καθημερινά λαμβάνουν χώρα πάρα πολλές συναλλαγές, επομένως οι συμμετέχοντες στην διατραπεζική αγορά χρησιμοποιούν ενιαία, δηλαδή ομοιόμορφη τιμολογιακή πολιτική. Με άλλα λόγια, αν "παγώναμε" το χρόνο, οι διαθέσιμες τιμές για δύο προϊόντα συναλλάγματος θα ήταν πανομοιότυπες από τράπεζα σε τράπεζα.
Ιδρύματα που εξυπηρετούν τη λιανική αγορά και έχουν πρόσβαση μέσα από μεσιτικές συμφωνίες σε μία ή περισσότερες τράπεζες που αναμειγνύονται, ονομάζονται forex dealers. Ο έμπορος ή διαπραγματευτής λαμβάνει την τρέχουσα τιμολόγηση για κάθε "ζευγάρι" από τις τράπεζες με τις οποίες έχουν σχέση . Η τιμή, που βλέπει ένας έμπορος, είναι η ίδια που βλέπουν και οι υπόλοιποι, επειδή όλοι έχουν πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά. Στην πραγματικότητα, πολλοί διαπραγματευτές χρησιμοποιούν τις ίδιες κορυφαίες τράπεζες για να έχουν πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά. Ένας forex dealer στέλνει τις τελικές αυτές τιμές μέσω των λιανικών εμπόρων στους καταναλωτές. Οι διαπραγματευτές, αποκομίζουν χρήματα μέσω των σπρεντ (spreads). Τo σπρεντ (περιθώριο) είναι η διαφορά επιτοκίου (της απόδοσης που προσφέρεται στους επενδυτές) μεταξύ των ομολόγων δύο διαφορετικών χωρών.