Δολάριο Ισπανίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το δολάριο Ισπανίας, γνωστό και ως κομμάτι των οκτώ (ρεάλ) (ισπανικά: Real de a ocho, Dólar, Peso duro (σκληρό), Peso fuerte (ισχυρό) ή Peso), ήταν ένα αργυρό νόμισμα διαμέτρου περίπου 38 χλστ. και αξίας οκτώ ρεάλ Ισπανίας. Κόπηκε στην Ισπανική Αυτοκρατορία μετά από μία νομισματική μεταρρύθμιση το 1497. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως το πρώτο διεθνές νόμισμα, λόγω της ομοιομορφίας του στα τυπικά χαρακτηριστικά και τα στοιχεία κατασκευής. Ορισμένες χώρες σφράγιζαν με επισημάνσεις το ισπανικό δολάριο, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως το τοπικό τους νόμισμα.
Το ισπανικό δολάριο ήταν το νόμισμα, στο οποίο βασίστηκε το πρώτο δολάριο ΗΠΑ και παρέμεινε νόμιμο χρήμα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τον νόμο περί νομισμάτων του 1857. Επειδή χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Ευρώπη, την Αμερική και την Άπω Ανατολή, έγινε το πρώτο παγκόσμιο νόμισμα στα τέλη του 18ου αι. Εκτός από το δολάριο ΗΠΑ, πολλά άλλα νομίσματα, όπως το δολάριο Καναδά, το γιεν Ιαπωνίας, το γουάν Κίνας, το πέσο Φιλιππίνων και πολλά νομίσματα στην υπόλοιπη Αμερική, βασίστηκαν αρχικά στο δολάριο Ισπανίας και σε άλλα νομίσματα των 8 ρεαλ. Διάφορες θεωρίες συνδέουν την προέλευση του συμβόλου "$" με τις δύο στήλες και τη λωρίδα, που εμφανίζονται στη μία πλευρά του δολαρίου Ισπανίας.
Ο όρος πέσο χρησιμοποιήθηκε στα Ισπανικά, για να γίνει αναφορά σε αυτό το νόμισμα, που έγινε η βάση για πολλά από τα νομίσματα στις πρώην Ισπανικές αποικίες, συμπεριλαμβανομένων του πέσο της Αργεντινής, Βολιβίας, Χιλής, Κολομβίας, Κόστα Ρίκας, Κούβας, Αγίου Δομινίκου, Εκουαδόρ, Γουατεμάλας, Ονδούρας, Μεξικού, Νικαράγουας, Παραγουάης, Φιλιππίνων, Πουέρτο Ρίκο, Περού, Σαλβαδόρ, Ουρουγουάης και Βενεζουέλας. Από αυτά, το «πέσο» παραμένει το όνομα τού επίσημου νομίσματος στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Κολομβία, την Κούβα, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Μεξικό, τις Φιλιππίνες και την Ουρουγουάη.
Εκατομμύρια δολάρια Ισπανίας κόπηκαν κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων. Ήταν από τα πιο ευρέως κυκλοφορούντα νομίσματα της αποικιακής περιόδου στην Αμερική και εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται στη Βόρεια Αμερική και στη Νοτιοανατολική Ασία τον 19ο αι.