Δυνάμεις του Άξονα
συμμαχία εθνών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι δυνάμεις του Άξονα (γερμανικά: Achsenmächte, ιταλικά: Potenze dell'Asse, ιαπωνικά: 枢軸国), επίσης γνωστές ως Άξονας ή Άξονας Ρώμης-Βερολίνου-Τόκιο,[1] ήταν τα έθνη που πολέμησαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στις Συμμαχικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του Άξονα συμφωνούσαν ως προς την αντίθεσή τους στους Συμμάχους, αλλά δεν συντόνιζαν πλήρως τη δραστηριότητά τους.
Ο Άξονας εξελίχθηκε από τις διπλωματικές προσπάθειες της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, με σκοπό να εξασφαλίσει τα δικά τους επεκτατικά συμφέροντα στα μέσα της δεκαετίας του '30. Το πρώτο βήμα ήταν η συνθήκη που υπογράφτηκε από τη Γερμανία και την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1936. Ο Μπενίτο Μουσολίνι δήλωσε την 1η Νοεμβρίου ότι όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα περιστρέφονταν γύρω από τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου, δημιουργώντας έτσι τον όρο «Άξονας».[2] Το σχεδόν ταυτόχρονα δεύτερο βήμα ήταν η υπογραφή, τον Νοέμβριο του 1936, του Συμφώνου κατά της Κομιντέρν, μιας αντικομμουνιστικής συνθήκης μεταξύ Γερμανίας και Ιαπωνίας. Η Ιταλία εντάχθηκε στο Σύμφωνο το 1937. Ο «Άξονας Ρώμης-Βερολίνου» έγινε στρατιωτική συμμαχία το 1939, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Χαλύβδινου Συμφώνου», με το Τριμερές Σύμφωνο του 1940 να οδηγεί στην ενσωμάτωση των στρατιωτικών στόχων της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άξονας προέδρευε εδάφη που κατείχαν μεγάλα τμήματα της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Ασίας. Δεν υπήρξαν τριμερείς συναντήσεις κορυφής και η συνεργασία και ο συντονισμός ήταν ελάχιστες, με λίγο περισσότερο μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας. Ο πόλεμος τελείωσε το 1945 με την ήττα των δυνάμεων του Άξονα και τη διάλυση της συμμαχίας τους. Όπως και στην περίπτωση των Συμμάχων, η ένταξη στον Άξονα ήταν ρευστή, με κάποια έθνη να αλλάζουν πλευρά ή να αλλάζουν τον βαθμό στρατιωτικής τους εμπλοκής κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο όρος «άξονας» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιταλογερμανική σχέση από τον Ιταλό πρωθυπουργό Μπενίτο Μουσολίνι τον Σεπτέμβριο του 1923, όταν έγραψε στον πρόλογο τού Γερμανική Δημοκρατία του Ρομπέρτο Σούστερ ότι "δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή ο άξονας της ευρωπαϊκής ιστορίας περνάει από το Βερολίνο" (non v'ha dubbio che in questo momento l'asse della storia europea passa per Berlino)[3]. Την εποχή εκείνη επιδίωκε συμμαχία με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Γαλλίας στη διαμάχη για το Ελεύθερο Κράτος του Φιούμε[4].
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Γκιούλα Γκέμπες, όταν υποστήριζε μια συμμαχία της Ουγγαρίας με τη Γερμανία και την Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι προσπάθειες του Γκέμπες επηρέασαν πράγματι τα Ιταλοουγγρικά Πρωτόκολλα της Ρώμης, αλλά ο αιφνίδιος θάνατός του το 1936, ενώ διαπραγματευόταν με τη Γερμανία στο Μόναχο, και η έλευση του διαδόχου του Kάλμαν Ντάρανι έδωσαν τέλος στην εμπλοκή της Ουγγαρίας στην επιδίωξη τριμερούς άξονα. Οι επίμαχες διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο και του Γερμανού πρέσβη Ούλριχ φον Χάσελ οδήγησαν σε ένα Πρωτόκολλο Δεκαεννέα Σημείων, που υπογράφτηκε από τον Τσιάνο και τον Γερμανό ομόλογό του Κόνσταντιν φον Νόιρατ το 1936. Όταν ο Μουσολίνι ανακοίνωσε δημοσίως την υπογραφή του την 1η Νοεμβρίου, διακήρυξε τη δημιουργία άξονα Ρώμης-Βερολίνου [4].
Αρχικές προτάσεις Γερμανοϊταλικής συμμαχίας
Η Ιταλία υπό τον Ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι είχε επιδιώξει μια στρατηγική συμμαχία της Ιταλίας με τη Γερμανία εναντίον της Γαλλίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.[5] Πριν γίνει επικεφαλής της κυβέρνησης στην Ιταλία, ως ηγέτης του Ιταλικού Φασιστικού κινήματος, ο Μουσολίνι είχε υποστηρίξει μια συμμαχία με την πρόσφατα ηττημένη Γερμανία μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού του 1919 και τις συνθήκες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[5] Πίστευε ότι η Ιταλία θα μπορούσε να επεκτείνει την επιρροή της στην Ευρώπη με τη συμμαχία της με τη Γερμανία εναντίον της Γαλλίας [5]. Στις αρχές του 1923, ως χειρονομία καλής θέλησης προς τη Γερμανία, η Ιταλία παρέδωσε μυστικά όπλα στον Γερμανικό Στρατό, που τελούσε υπό αφοπλισμό σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών[5].
Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο Μουσολίνι πρότεινε στον Γερμανό Καγκελάριο Γκούσταβ Στρέζεμαν μια «κοινή πολιτική»: ζήτησε τη γερμανική στρατιωτική υποστήριξη ενάντια στην πιθανή γαλλική στρατιωτική επέμβαση στη διπλωματική διαμάχη της Ιταλίας με τη Γιουγκοσλαβία για το Φιούμε, σε περίπτωση που τυχόν κατάληψη του Φιούμε από την Ιταλία οδηγούσε σε πόλεμο με τη Γιουγκοσλαβίς. Ο Γερμανός πρεσβευτής στην Ιταλία το 1924 ανέφερε ότι ο Μουσολίνι έβλεπε μια εθνικιστική Γερμανία ως βασικό σύμμαχο της Ιταλίας ενάντια στη Γαλλία και έλπιζε να αξιοποιήσει την επιθυμία του Γερμανικού Στρατού και της γερμανικής Δεξιάς για έναν πόλεμο εκδίκησης εναντίον της Γαλλίας.
Επί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η γερμανική κυβέρνηση δεν σεβόταν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που είχε πιεστεί να υπογράψει, και διάφοροι τότε κυβερνητικοί παράγοντες απέρριπταν τα γερμανικά σύνορα, που είχαν καθοριστεί με αυτή. Ο Στρατηγός Χανς φον Ζέεκτ (επικεφαλής της διοίκησης του Reichswehr από το 1920 έως το 1926) υποστήριζε μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης για να εισβάλουν και να διαμοιράσουν την Πολωνία μεταξύ τους και να αποκαταστήσουν τα Γερμανορωσικά σύνορα του 1914.[6] Ο Γκούσταβ Στρέζεμαν, ως Γερμανός υπουργός Εξωτερικών το 1925 δήλωσε ότι η επανενσωμάτωση των εδαφών που είχαν χαθεί υπέρ της Πολωνίας και του Ντάντσιχ με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν βασικός στόχος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής[6]. Το μνημόνιο του Υπουργείου του Reichswehr του 1926 δήλωσε την πρόθεσή του να επιδιώξει την επανενσωμάτωση των γερμανικών εδαφών που είχαν χαθεί υπέρ της Πολωνίας ως την πρώτη του προτεραιότητα, που θα ακολουθείτο από την επιστροφή του εδάφους του Σάαρ, την προσάρτηση της Αυστρίας και την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας [6].
Από τη δεκαετία του 1920 η Ιταλία είχε προσδιορίσει το έτος 1935 ως το κρίσιμο για την προετοιμασία ενός πολέμου κατά της Γαλλίας, καθώς ήταν το έτος κατά το οποίο οι υποχρεώσεις της Γερμανίας βάσει της συνθήκης των Βερσαλλιών είχαν προγραμματιστεί να λήξουν [7].
Το 1924 πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο συναντήσεις μεταξύ του Ιταλού Στρατηγού Λουίτζι Καπέλο και επιφανών παραγόντων του γερμανικού στρατού, όπως ο φον Ζέεκτ και ο Έριχ Λούντεντορφ, για τη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας. Οι συζητήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να επιθυμούν έναν πόλεμο εκδίκησης εναντίον της Γαλλίας, αλλά υστερούσαν σε εξοπλισμό και έλπιζαν ότι η Ιταλία θα μπορούσε να βοηθήσει τη Γερμανία[8].
Ωστόσο τότε ο Μουσολίνι τόνισε μια σημαντική προϋπόθεση που η Ιταλία έπρεπε να επιδιώξει σε μια συμμαχία με τη Γερμανία: ότι η Ιταλία "πρέπει ... να τους ρυμουλκεί, να μην ρυμουλκείται από αυτούς" [5]. Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Ντίνο Γκράντι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 υπογράμμισε τη σημασία του «αποφασιστικού βάρους», που αφορούσε τις σχέσεις της Ιταλίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, αναγνωρίζοντας ότι η Ιταλία δεν ήταν ακόμη μεγάλη δύναμη, αλλά διέβλεπε ότι η Ιταλία είχε αρκετά ισχυρή επιρροή για να αλλάξει την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, προσφέροντας το βάρος της υποστήριξής της στη μία ή την άλλη πλευρά[9]. Ωστόσο ο Γκράντι τόνισε ότι η Ιταλία πρέπει να προσπαθήσει να αποφύγει να γίνει «σκλάβος της κυριαρχίας των τριών» προκειμένου να επιδιώξει τα συμφέροντά της, ισχυριζόμενος ότι, αν και υπήρχαν σημαντικές ιταλογαλλικές εντάσεις, η Ιταλία δεν θα δεσμευόταν άνευ όρων σε μια συμμαχία με τη Γερμανία, όπως ποτέ δεν θα δεσμευόταν άνευ όρων σε μια συμμαχία με τη Γαλλία λόγω ενδεχομένων ιταλογερμανικών εντάσεων[10]. Οι προσπάθειες του Γκράντι να διατηρήσει μια διπλωματική ισορροπία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας τέθηκαν σε δοκιμασία το 1932 από την πίεση των Γάλλων, που είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν μια συμμαχία με τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια στην απειλή μιας ρεβανσιστικής Γερμανίας [11]. Η Γαλλική κυβέρνηση προειδοποίησε την Ιταλία ότι έπρεπε να επιλέξει αν θα βρεθεί στο πλευρό των υπέρ των Βερσαλλιών δυνάμεων ή των εναντίων των Βερσαλλιών ρεβανσιστών[11]. Ο Γκράντι απάντησε ότι η Ιταλία θα ήταν διατεθειμένη να προσφέρει στη Γαλλία υποστήριξη κατά της Γερμανίας αν η Γαλλία έδινε στην Ιταλία την εντολή της για το Καμερούν και επέτρεπε στην Ιταλία ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία [11]. Η Γαλλία αρνήθηκε την ανταλλαγή υποστήριξης που πρότεινε η Ιταλία, καθώς πίστευε ότι τα αιτήματα της Ιταλίας ήταν απαράδεκτα και ότι η απειλή από τη Γερμανία δεν ήταν ακόμη άμεση[11].
Στις 23 Οκτωβρίου 1932 ο Μουσολίνι δήλωσε την υποστήριξή του για ένα Διευθυντήριο Τεσσάρων Δυνάμεων, που θα περιλάμβανε τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, για να επιφέρει μια μεθοδική αναθεώρηση των συνθηκών, πέραν της θεωρούμενης από αυτόν ξεπερασμένης Κοινωνίας των Εθνών [11][12]. Το προτεινόμενο Διευθυντήριο είχε σχεδιαστεί στην ουσία για να μειώσει τη γαλλική ηγεμονία στην ηπειρωτική Ευρώπη, προκειμένου να μειώσει τις εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και βραχυπρόθεσμα για να εξαγοράσει την ανακούφιση της Ιταλίας από την πίεση μιας συγκεκριμένης πολεμικής συμμαχίας, ενώ παράλληλα θα της επέτρεπε να επωφεληθεί από τις διπλωματικές συμφωνίες αναθεώρησης των συνθηκών.
Η συμμαχία του Δούναβη και η διένεξη για την Αυστρία
Το 1932 ο Γκιούλα Γκέμπες και το Κόμμα Εθνικής Ενότητας ανέβηκαν στην εξουσία στην Ουγγαρία και αμέσως επιδίωξαν συμμαχία με την Ιταλία. Ο Γκέμπες προσπάθησε να αλλάξει τα σύνορα της Ουγγαρίας μετά τη Συνθήκη του Τριανόν, αλλά γνώριζε ότι μόνη της η Ουγγαρία δεν ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις της Μικρής Αντάντ (Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία), παρά μόνο σχηματίζοντας μια συμμαχία με την Αυστρία και την Ιταλία. Ο Μουσολίνι ενθουσιάστηκε με την προσφορά του Γκέμπες για συμμαχία με την Ιταλία και συνεργάστηκαν προσπαθώντας να πείσουν τον Αυστριακό Καγκελάριο Ένγκελμπερτ Ντόλφους να συμμετάσχει σε τριμερή οικονομική συμφωνία με την Ιταλία και την Ουγγαρία. Κατά τη συνάντηση του Γκέμπες με τον Μουσολίνι στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου 1932, προέκυψε το ζήτημα της κυριαρχίας της Αυστρίας σε σχέση με την προβλεπόμενη άνοδο στην εξουσία στη Γερμανία του Ναζιστικού Κόμματος. Ο Μουσολίνι ανησυχούσε για τις φιλοδοξίες των Ναζί για την Αυστρία και τόνισε ότι τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα δεσμευόταν να διατηρήσει την Αυστρία ως κυρίαρχο κράτος. Η Ιταλία εξέφρασε ανησυχίες για μια Γερμανία, που θα συμπεριλάμβανε την Αυστρία, που ήγειρε εδαφικές αξιώσεις για την κατοικούμενη από Γερμανούς περιοχή του Νότιου Τυρόλου (γνωστό και ως Άλτο Άντιτζε) εντός της Ιταλίας, που συνόρευε με την Αυστρία με το πέρασμα του Μπρέννερο. Ο Γκέμπες απάντησε στον Μουσολίνι ότι, καθώς οι Αυστριακοί προσδιορίζονταν πρωτίστως ως Γερμανοί, το Ανσλους της Αυστρίας στη Γερμανία ήταν αναπόφευκτο και τον συμβούλεψε ότι θα ήταν καλύτερο για την Ιταλία να έχει μια φιλική Γερμανία πέρα από το πέρασμα του Μπρέννερο παρά μια εχθρική Γερμανία με την τάση να βγει στην Αδριατική. Ο Μουσολίνι δήλωσε ότι έλπιζε ότι το Ανσλους θα μπορούσε να αναβληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι την έκρηξη ενός Ευρωπαϊκού πολέμου που εκτιμούσε ότι θα ξεκινούσε το 1938.
Το 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ και το Ναζιστικό Κόμμα ήρθαν στην εξουσία στη Γερμανία. Ο πρώτος διπλωματικός του επισκέπτης ήταν ο Γκέμπες. Σε μια επιστολή προς τον Χίτλερ την επομένη του διορισμού του ως Καγκελαρίου, ο Γκέμπες έλεγε στον Ούγγρο πρεσβευτή στη Γερμανία να υπενθυμίσει στον Χίτλερ «ότι πριν από δέκα χρόνια, με βάση τις κοινές μας αρχές και ιδεολογία, ήμασταν σε επαφή μέσω του Δρ. Σόιμπνερ-Ρίχτερ "[12] Ο Γκέμπες είπε στον Ούγγρο πρεσβευτή να ενημερώσει τον Χίτλερ για τις προθέσεις της Ουγγαρίας «να συνεργαστούν οι δύο χώρες στην εξωτερική και οικονομική πολιτική».
Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας από τη δεκαετία του 1920.[13] Λίγο μετά τον διορισμό του ως Καγκελάριου ο Χίτλερ έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Μουσολίνι, δηλώνοντας «θαυμασμό και σεβασμός» και την προσδοκία του για τις προοπτικές της γερμανοϊταλικής φιλίας και ακόμη και συμμαχίας [14]. Ο Χίτλερ γνώριζε ότι η Ιταλία είχε ανησυχίες σχετικά με πιθανές γερμανικές εδαφικές αξιώσεις στο Νότιο Τιρόλο και διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι η Γερμανία δεν ενδιαφερόταν για το Νότιο Τιρόλο. Ο Χίτλερ στο Mein Kampf του είχε αναφέρει ότι το Νότιο Τιρόλο ήταν μη-ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζε από μια γερμανοϊταλική συμμαχία. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η πρόταση της Ιταλίας για Διευθυντήριο των Τεσσάρων Δυνάμεων εξετάστηκε με ενδιαφέρον από τη Βρετανία, αλλά ο Χίτλερ δεν είχε δεσμευτεί γι 'αυτό, με αποτέλεσμα ο Μουσολίνι να παροτρύνει τον Χίτλερ να εξετάσει τα διπλωματικά πλεονεκτήματα που θα αποκτούσε η Γερμανία σπάζοντας την απομόνωσή της μπαίνοντας στο Διευθυντήριο και αποφεύγοντας την άμεση ένοπλη σύγκρουση[15] [16]. Η πρόταση για Διευθυντήριο των Τεσσάρων Δυνάμεων περιείχε τον όρο ότι η Γερμανία δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να διαθέτει περιορισμένα όπλα και ότι θα αποκτούσε το δικαίωμα επανεξοπλισμού υπό ξένη εποπτεία σταδιακά.[16]. Ο Χίτλερ απέρριψε εντελώς την ιδέα του ελεγχόμενου επανεξοπλισμού υπό ξένη εποπτεία.
Ο Μουσολίνι δεν εμπιστευόταν τις προθέσεις του Χίτλερ σχετικά με το Ανσλους ούτε την υπόσχεση του ότι δεν υπάρχουν εδαφικές αξιώσεις στο Νότιο Τιρόλο. Πληροφόρησε τον Χίτλερ ότι ήταν ικανοποιημένος από την παρουσία της αντιμαρξιστικής κυβέρνησης του Ντόλφους στην Αυστρία και τον προειδοποίησε ότι ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στο Ανσλους. Ο Χίτλερ απάντησε με περιφρόνηση στον Μουσολίνι ότι σκόπευε "να πετάξει το Ντόλφους στη θάλασσα". Με αυτή τη διαφωνία σχετικά με την Αυστρία οι σχέσεις μεταξύ του Χίτλερ και του Μουσολίνι γίνονταν σταθερά πιο απόμακρες.[17]
Ο Χίτλερ προσπάθησε να άρει το αδιέξοδο με την Ιταλία για την Αυστρία, στέλνοντας τον Χέρμαν Γκαίρινγκ να διαπραγματευτεί με τον Μουσολίνι το 1933 για να τον πείσει να πιέσει την Αυστριακή κυβέρνηση να διορίσει μέλη των Ναζί Αυστρίας στην κυβέρνηση. Ο Γκαίρινγκ ισχυρίστηκε ότι η ναζιστική κυριαρχία στην Αυστρία ήταν αναπόφευκτη και ότι η Ιταλία έπρεπε να το δεχτεί, αλλά και επανέλαβε στον Μουσολίνι την υπόσχεση του Χίτλερ να «θεωρήσει το ζήτημα των συνόρων του Νότιου Τιρόλου οριστικά λυμένο από τις ειρηνευτικές συνθήκες». Αντιδρώντας στην επίσκεψη του Γκαίρινγκ στον Μουσολίνι ο Ντόλφους πήγε αμέσως στην Ιταλία για να αντικρούσει κάθε γερμανική διπλωματική πρωτοβουλία. Ο Ντόλφους ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του αντιμετώπισε δραστικά τους μαρξιστές στην Αυστρία και ότι μετά την ήττα των μαρξιστών στην Αυστρία, αυτή η υποστήριξη προς τους Ναζί της Αυστρίας θα μειωνόταν.
Το 1934 ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Βενετία. Η συνάντηση δεν εξελίχθηκε φιλικά. Ο Χίτλερ ζήτησε από τον Μουσολίνι να συμβιβαστεί για την Αυστρία, πιέζοντας τον Ντόλφους να διορίσει Αυστριακούς Ναζί στην κυβέρνησή του, αίτημα που ο Μουσολίνι απέρριψε ρητά. Απαντώντας ο Χίτλερ υποσχέθηκε ότι θα αποδεχόταν την ανεξαρτησία της Αυστρίας προς το παρόν, λέγοντας ότι λόγω των εσωτερικών εντάσεων στη Γερμανία (αναφερόμενος σε τμήματα των Ναζιστικών SA που ο Χίτλερ θα δολοφονούσε σύντομα στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών) δεν μπορούσε να προκαλέσει την Ιταλία.[18] Ο Γκαλεάτσο Τσιάνο δήλωσε στον Τύπο ότι οι δύο ηγέτες είχαν κάνει μια «συμφωνία κυρίων» να αποφευχθεί η παρέμβαση στην Αυστρία.[19]
Λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντηση της Βενετίας, στις 25 Ιουλίου 1934, οι Αυστριακοί Ναζί δολοφόνησαν τον Ντόλφους.[20] Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε επειδή θεώρησε τον Χίτλερ άμεσα υπεύθυνο για τη δολοφονία που παραβίασε την υπόσχεσή του, πριν από λίγες εβδομάδες, να σεβαστεί την Αυστριακή ανεξαρτησία.[21] Ο Μουσολίνι ανέπτυξε γρήγορα αρκετά στρατιωτικά τμήματα και αεροπορικές μοίρες στο Πέρασμα του Μπρέννερο και προειδοποίησε ότι μια γερμανική κίνηση εναντίον της Αυστρίας θα οδηγούσε σε πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας.[22] Ο Χίτλερ απάντησε τόσο αρνούμενος την ευθύνη των ναζιστών για τη δολοφονία όσο και εκδίδοντας εντολές να διαλυθούν όλοι οι δεσμοί μεταξύ του γερμανικού ναζιστικού κόμματος και του αυστριακού παραρτήματός του, που η Γερμανία υποστήριξε ότι ήταν υπεύθυνο για την πολιτική κρίση.[23]
Η Ιταλία διέκοψε τις διπλωματικές τις σχέσεις με τη Γερμανία, ενώ στράφηκε στη Γαλλία για να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία της Γερμανίας υπογράφοντας μια γαλλοϊταλική συμφωνία για την προστασία της Αυστριακής ανεξαρτησίας.[24] Το γαλλικό και το ιταλικό στρατιωτικό επιτελείο συζήτησαν πιθανή στρατιωτική συνεργασία που περιλάμβανε πόλεμο με τη Γερμανία, αν ο Χίτλερ τολμούσε να επιτεθεί στην Αυστρία. Μέχρι τον Μάιο του 1935 ο Μουσολίνι μιλούσε για την επιθυμία του να καταστρέψει τον Χίτλερ.
Οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας ανέκαμψαν λόγω της υποστήριξης του Χίτλερ της εισβολής της Ιταλίας στην Αιθιοπία το 1935, ενώ άλλες χώρες καταδίκασαν την εισβολή και υποστήριξαν κυρώσεις κατά της Ιταλίας.
Οι ρίζες της δημιουργίας του Άξονα εντοπίζονται στην οργή του Μουσολίνι από την αγγλική και γαλλική αντίδραση στην εισβολή που επιχείρησε στην Αιθιοπία. Το ξέσπασμα αυτής της οργής δεν άφηνε πλέον περιθώρια διατήρησης της συμμαχίας του με τις άλλες δύο χώρες, αλλά και αντίστροφα είχε μειωθεί η εμπιστοσύνη εκείνων απέναντί του ως συμμάχου. Ουσιώδες γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία του Άξονα υπήρξε αναμφίβολα ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε στις 18 Ιουλίου του 1936, δύο μήνες πριν τη συνομολόγηση της συμμαχίας αυτής. Στη σύναψη της συμμαχίας συνέβαλαν και πολιτικοί καθώς και κοινωνικοί παράγοντες (δεδομένου ότι ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι και το 1939). Η παρουσία του Μουσολίνι στη Συμφωνία του Μονάχου, με τα επακόλουθα αυτής, κραταίωσε ακόμα περισσότερο αυτόν τούτο τον "Άξονα" όπου και ακολούθησε, εύλογα πλέον και χωρίς απορίες, το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο.
Στην ουσία οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου - Ρώμης ήταν αυτές μεταξύ Χίτλερ και Μουσολίνι. Ο Χίτλερ φαινόταν πάντα να θαυμάζει τον Μουσολίνι, περισσότερο για τον πολιτικό του προσανατολισμό, (φασισμό) και να τον θεωρεί ακόμα και ισότιμο με αυτόν ηγέτη τρέφοντας αισθήματα αφοσίωσης. Ειδικότερα το 1937 το Γ΄ Ράιχ επεφύλαξε στον Ντούτσε μια ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή υποδοχή που ασφαλώς και κολάκευσε σε μεγάλο βαθμό τη ματαιοδοξία του. Κατά την επίσκεψη αυτή ο Χίτλερ κατάφερε να δημιουργήσει μαζί του μια ιδιαίτερη προσωπική σχέση που με τον χρόνο γινόταν ακόμα βαθύτερη. Γενικά όμως ο Μουσολίνι είχε περιοριστεί στον ρόλο του ακροατή, ίσως επειδή διαπίστωνε ότι στερούσε κατά πολύ και οικονομικά και σε εξοπλισμούς. Μάλιστα μετά από κάποιες συναντήσεις του με τον Χίτλερ είχε αποφανθεί ότι " οι Γερμανοί είναι ανυπόφοροι".
Καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, κάθε φορά που οι σχέσεις των δύο ηγετών για διάφορους λόγους δοκιμάζονταν, ο Χίτλερ πρώτος κατάφερνε την αποκατάστασή τους με προσωπικές συναντήσεις, ξανακερδίζοντας έτσι ασφαλώς την υπεροχή του. Αντίθετα όμως, το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο δεν έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν επί κατοχής της Ελλάδας, όπου οι Ιταλοί στρατιώτες ασκούσαν περισσότερο αστυνομικά χρέη. Τούτο το γνώριζε βέβαια ο Χίτλερ, ο οποίος όμως ήθελε να διατηρεί τον Μουσολίνι ως μεγάλο σύμμαχο προσφέροντάς του συνεχείς υποσχέσεις για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σημείο για το πόσο υστερούσε τότε η Ιταλία έναντι του Γ΄ Ράιχ.
Άξονας Βερολίνου - Ρώμης είναι η επίσημη ονομασία της αρχικά μυστικής συμμαχίας που συνάφθηκε, με διμερές μυστικό σύμφωνο, μεταξύ της Ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας στις 25 Σεπτεμβρίου του 1936. Η πρώτη δημόσια αναφορά περί της ύπαρξής της έγινε μόλις λίγες ημέρες μετά, την 1 Νοεμβρίου από τον Μουσολίνι σε διακήρυξή του στο Μιλάνο όπου αναφέρθηκε σε "κάθετο άξονα της Ευρώπης"[25] που διερχόταν από το Βερολίνο και τη Ρώμη. Η συμμαχία αυτή αποτέλεσε τον έναν από τους δύο μεγάλους συνασπισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (τον άλλο αποτελούσαν οι Σύμμαχοι). Αν και οι δυνάμεις που τον αποτελούσαν είχαν αναλάβει συντονισμένη πολεμική δράση από το 1939, με το Χαλύβδινο Σύμφωνο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 συνομολογήθηκε η «Τριμερής Συνθήκη του Βερολίνου» με την είσοδο και της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας.
Το ενδιαφέρον για τη δημιουργία συμμαχίας στη Γερμανία και την Ιαπωνία ξεκίνησε όταν ο Ιάπωνας διπλωμάτης Οσίμα Χιρόσι επισκέφθηκε τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ στο Βερολίνο, το 1935. Ο Οσίμα ενημέρωσε τον φον Ρίμπεντροπ για το ενδιαφέρον της Ιαπωνίας για τη σύσταση γερμανοϊαπωνικής συμμαχίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο φον Ρίμπεντροπ επέκτεινε την πρόταση του Οσίμα υποστηρίζοντας ότι η συμμαχία έπρεπε να βασίζεται σε ένα πολιτικό πλαίσιο ενός συμφώνου για να αντιταχθεί στην Κομιντέρν.[26] Το προτεινόμενο σύμφωνο έγινε δεκτό με μικτά αισθήματα στην Ιαπωνία, με μια ομάδα υπερεθνικιστών στην κυβέρνηση να το υποστηρίζει, ενώ το Ιαπωνικό Ναυτικό και το Ιαπωνικό Υπουργείο Εξωτερικών ήταν σταθερά αντίθετοι.[27] Υπήρξε μεγάλη ανησυχία στην ιαπωνική κυβέρνηση ότι ένα τέτοιο σύμφωνο με τη Γερμανία θα μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις της Ιαπωνίας με τη Βρετανία, θέτοντας σε κίνδυνο χρόνια επωφελούς αγγλοϊαπωνικής συμφωνίας, που είχε επιτρέψει στην Ιαπωνία να ανέβει ψηλά στη διεθνή κοινότητα.[28] Το σύμφωνο έγινε δεκτό με εξ ίσου μικτά αισθήματα στη Γερμανία: ενώ το προτεινόμενο σύμφωνο ήταν δημοφιλές μεταξύ των ανώτερων στελεχών του Ναζιστικού Κόμματος, αντίθετοι ήταν πολλοί στο Υπουργείο Εξωτερικών, στον Στρατό, και στην επιχειρηματική κοινότητα που είχε οικονομικά συμφέροντα στην Κίνα, προς την οποία η Ιαπωνία ήταν εχθρική.
Μαθαίνοντας για τις γερμανοϊαπωνικές διαπραγματεύσεις η Ιταλία άρχισε επίσης να ενδιαφέρεται για τη σύναψη συμμαχίας με την Ιαπωνία. Η Ιταλία έλπιζε ότι λόγω των μακροχρόνιων στενών σχέσεων της Ιαπωνίας με τη Βρετανία μια ιταλοϊαπωνική συμμαχία θα μπορούσε να πιέσει τη Βρετανία να υιοθετήσει μια πιο συμβιβαστική στάση απέναντι στην Ιταλία στη Μεσόγειο. Το καλοκαίρι του 1936 ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο δήλωσε στον Ιάπωνα Πρέσβυ στην Ιταλία, Σουγκιμούρα Γιοτάρο, «Έχω ακούσει ότι έχει επιτευχθεί ιαπωνογερμανική συμφωνία σχετικά με τη Σοβιετική Ένωση και νομίζω ότι θα ήταν φυσικό να υπάρξει παρόμοια συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Ιαπωνία ». Αρχικά η στάση της Ιαπωνίας απέναντι στην πρόταση της Ιταλίας ήταν γενικά απορριπτική και θεωρούσε επιτακτική τη σύναψη μιας γερμανοϊαπωνικής συμμαχίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ η ιταλοϊαπωνική συμμαχία ήταν δευτερεύουσα, καθώς η Ιαπωνία προέβλεπε ότι μια ιταλοϊαπωνική συμμαχία θα ανταγωνιζόταν τη Βρετανία που είχε καταδικάσει την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία. Αυτή η στάση της Ιαπωνίας έναντι της Ιταλίας μεταβλήθηκε το 1937, όταν η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την Ιαπωνία για επιθετικότητα στην Κίνα και αντιμετώπισε διεθνή απομόνωση, ενώ η Ιταλία παρέμεινε ευνοϊκή προς την Ιαπωνία.[26] Αποτέλεσμα της υποστήριξης της Ιταλίας προς την Ιαπωνία ενάντια στη διεθνή καταδίκη ήταν η Ιαπωνία να λάβει θετικότερη στάση απέναντι στην Ιταλία και να της κάνει προτάσεις για σύμφωνο μη επιθετικότητας ή ουδετερότητας.[29]
Οι "δυνάμεις του Αξονα" πήραν επίσημα το όνομα αυτό μετά την υπογραφή του Τριμερούς Συμφώνου από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 στο Βερολίνο. Στο σύμφωνο προσχώρησαν στη συνέχεια η Ουγγαρία (20 Νοεμβρίου 1940), η Ρουμανία (23 Νοεμβρίου 1940), η Σλοβακία (24 Νοεμβρίου 1940) και η Βουλγαρία (1η Μαρτίου 1941).
Ο πρωταρχικός στόχος των δυνάμεων του Άξονα ήταν η εδαφική επέκταση εις βάρος των γειτόνων τους.[30]. Σε ιδεολογικούς όρους, ο Άξονας περιέγραφε τους στόχους τους ως τη ρήξη της ηγεμονίας των πλουτοκρατικών Δυτικών δυνάμεων και την υπεράσπιση του πολιτισμού από τον κομμουνισμό. Ο Άξονας υποστήριξε διάφορες παραλλαγές φασισμού, μιλιταρισμού και αυταρχισμού.
Ο πληθυσμός των χωρών του Άξονα το 1938 ήταν 258,9 εκατομμύρια, ενώ ο πληθυσμός των Συμμαχικών χωρών (εξαιρουμένης της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών, που εντάχθηκαν στους Συμμάχους αργότερα) ήταν 689,7 εκατομμύρια [31]. Έτσι οι Συμμαχικές δυνάμεις υπερτερούσαν εκείνων του Άξονα κατά 2,7 προς 1.[32] Οι κυριότερες χώρες του Άξονα είχαν τους ακόλουθους πληθυσμούς: η Γερμανία 75,5 εκατομμύρια (από τα οποία 6,8 εκατομμύρια από την πρόσφατα προσαρτηθείσα Αυστρία), η Ιαπωνία 71,9 εκατομμύρια (εκτός από τις αποικίες) και η Ιταλία 43,4 εκατομμύρια (εξαιρουμένων των αποικιών της). Το Ηνωμένο Βασίλειο (με εξαίρεση τις αποικίες του) είχε πληθυσμό 47,5 εκατομμυρίων και η Γαλλία (εξαιρουμένων των αποικιών της) 42 εκατομμύρια.[31]
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) των χωρών του Άξονα κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν 911 δισεκατομμύρια δολάρια στο μέγιστό του το 1941 σε αγοραστική δύναμη σε τιμές του 1990. [33] Το ΑΕΠ των Συμμαχικών χωρών ήταν 1.798 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν 1.094 δισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερο από το σύνολο του Άξονα. [34]
Το βάρος του πολέμου στις χώρες που συμμετείχαν σ' αυτόν μετρήθηκε μέσω του ποσοστού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) που αναλώθηκε στις στρατιωτικές δαπάνες[35]. Σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Γερμανίας δεσμεύτηκε στην πολεμική προσπάθεια το 1939 και αυτό αυξήθηκε στα τρία τέταρτα του ΑΕΠ το 1944, πριν από την κατάρρευση της οικονομίας[35]. Το 1939 η Ιαπωνία διέθεσε το 22% του ΑΕΠ της στην πολεμική της προσπάθεια στην Κίνα, ποσοστό που αυξήθηκε στα τρία τέταρτα του ΑΕΠ το 1944.[35] Η Ιταλία δεν επιστράτευσε την οικονομία της. Το τμήμα του ΑΕΠ της, που δεσμεύτηκε για την πολεμική προσπάθεια, παρέμεινε στα προπολεμικά επίπεδα [35].
Η Ιταλία και η Ιαπωνία δεν είχαν βιομηχανική ισχύ. Οι οικονομίες τους ήταν μικρές, εξαρτιώνταν από το διεθνές εμπόριο κσι τις εισαγωγές καυσίμων και άλλων βιομηχανικών πόρων[35]. Έτσι η κινητοποίηση της Ιταλίας και της Ιαπωνίας παρέμεινε χαμηλή, ακόμη και το 1943.[35]
Μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων του Άξονα, η Ιαπωνία είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία είχαν επίπεδο εισοδήματος συγκρίσιμο με το Ηνωμένο Βασίλειο[36].