Εκστρατεία κατά του εμπορίου όπλων (CAAT)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Εκστρατεία κατά του εμπορίου όπλων (CAAT) «Campaign Against Arms Trade (CAAT)» είναι ένας μη-κυβερνητικός οργανισμός με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.). Στόχος της είναι ο η εκστρατεία για την κατάργηση του διεθνούς εμπορίου όπλων. Ιδρύθηκε το 1974 από έναν ευρύ συνασπισμό ειρηνευτικών οργανώσεων. Η CAAT πρεσβεύει ότι οι βιομηχανία και το εμπόριο όπλων έχουν καταστροφικό αντίκτυπο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ασφάλεια. Οι μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές προμήθειες και οι εξωγωγές όπλων ενισχύουν την μιλιταριστική προσέγγιση στα διεθνή προβλήματα.
Οι προτεραιότητες της CAAT είναι οι εξής:
- να σταματήσει την προμήθεια ή εξαγωγή όποτε αυτά είναι δυνατόν να επιδεινώσουν μια σύγκρουση, να υποστηρίξουν την επιθετικότητα, να αυξήσουν τις εντάσεις, να υποστηρίξουν καταπιεστικά καθεστώτα, να υπομνομεύσουν την δημοκρατία, ή να απειλήσουν το κοινωνικό κράτους μέσω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών
- να τερματίσει κάθε κυβερνητική πολιτική και οικονομική υποστήριξη στις εξαγωγές όπλων
- να προωθήσει την σταδιακή αποστρατιωτικοποίηση εντός των χωρών-παραγωγών όπλων.
Η θέση της ΕΚΕΟ έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια χάρη σε μερικές εκστρατείες υψηλού προφίλ. Σημαντικότερη ήταν η νομική δράση το 2007 κατά του Γραφείου για τις Σοβαρές Περιπτώσεις Διαφθοράς στο Η.Β. (Serious Fraud Office), όταν αυτό αποφάσισε να αναστείλει την έρευνά του για τα συστήματα της πολεμικής βιομηχανίας BAE Systems.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012, το Σουηδικό Κοινοβούλιο απένειμε στην CAAT το Βραβείο Ορθής Διαβίωσης (γνωστό και ως εναλλακτικό Νόμπελ) για τον «καινοτόμο και αποτελεσματικό τρόπο με τον οποίον διεξάγει τις εκστρατείες της»[1].