From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ελληνικό εκλογικό σύστημα είναι το σύστημα με το οποίο κατανέμονται οι βουλευτικές έδρες στα κόμματα, τους συνασπισμούς κομμάτων, τους συνασπισμούς μεμονωμένων υποψηφίων και τους μεμονωμένους υποψηφίους με βάση τις ψήφους που έλαβαν στις βουλευτικές εκλογές. Ρυθμίζεται από ειδικό νόμο, που ονομάζεται εκλογικός νόμος. Το ισχύον εκλογικό σύστημα ανήκει στην κατηγορία της ενισχυμένης αναλογικής, συνδυάζοντας στοιχεία απλής αναλογικής και πλειοψηφικού.[1]
Ο ισχύων εκλογικός νόμος είναι ο νόμος 4654/2020 "Εκλογή βουλευτών".[2]
Στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία ο σχηματισμός κυβέρνησης προϋποθέτει ψήφο εμπιστοσύνης 151 από τους 300 βουλευτές. Στην αρχή της μεταπολίτευσης ο εκλογικός νόμος ήταν ενισχυμένη αναλογική.[3][4][5]
Επίσης, στις πρώτες εκλογές το πρώτο κόμμα ενισχυόταν έμμεσα, καθώς:
Ο εκλογικός νόμος του 1985 επέτρεψε στα μικρά κόμματα να εισέρχονται πιο εύκολα στην Βουλή.[5] Το 1989 με τον νόμο 1847/1989 του Άκη Τσοχατζόπουλου, η κατανομή των εδρών ανά κόμμα έγινε με απλή αναλογική.[εκκρεμεί παραπομπή] Το πρώτο κόμμα εξέλεξε μόλις 150 βουλευτές και αδυνατούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Μετά από αλλεπάλληλες εκλογές, έγιναν δύο αλλαγές μεταβαίνοντας από την απλή στην ενισχυμένη αναλογική:
Με την πάροδο του χρόνου τα ποσοστά των μεγάλων κομμάτων μειώνονταν, ώστε 20 έδρες να μην είναι πλέον αρκετές. Αρχικά, οι έδρες αυξήθηκαν σε 40 και μετέπειτα σε 50. Μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση υπήρχε κόμμα με 151 έδρες, οπότε υπήρχαν μονοκομματικές κυβερνήσεις. Επίσης, θεσπίστηκε η μη εφαρμογή του εκλογικού νόμου στις επόμενες εκλογές, ώστε να μην μπορεί μια κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί το εκλογικό νόμο υπέρ της στις επόμενες.
Το 2012 τα ποσοστά των κομμάτων κατέρρευσαν και είχαν όλα κάτω από 20%. Ακόμα και η ομολογουμένως μεγάλη ενίσχυση (το 1/6 του συνόλου) δεν ήταν επαρκής για το σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Στην κυβέρνηση συνεργασίας που προέκυψε το πρώτο κόμμα είχε αδίκως μεγάλη επιρροή, καθώς οι μισοί σχεδόν βουλευτές είναι λόγω της ενίσχυσης.
Η επόμενη κυβέρνηση επανέφερε την απλή αναλογική δεχόμενη σφοδρή κριτική. Η εφαρμογή αυτού του νόμου θα οδηγούσε με βεβαιότητα μόνο σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες από τη φύση τους είναι πιο ασταθείς, καθώς η κυβέρνηση είναι υπόλογη σε περισσότερους του ενός πόλους εξουσίας. Η κυβέρνηση προσπάθησε να καταργήσει το πλαφόν του 3%, αλλά δεν το πρότεινε λόγω της αντίδρασης κυβερνητικού εταίρου.
Η μεθεπόμενη κυβέρνηση επανέφερε την ενισχυμένη αναλογική με τον αυτόν τον εκλογικό νόμο. Η βασική διαφορά με όλους τους προηγούμενους νόμους, η ενίσχυση είναι αναλογική, και καθιστά όλους τους προηγούμενους νόμους ειδικές περιπτώσεις του. Διατυπώθηκε σαν ιδέα πρώτα από το Ποτάμι, και υιοθετήθηκε από τη ΝΔ στην προσπάθειά της για άνοιγμα στην κεντροαριστερά.[6]
Ο νόμος ψηφίστηκε στις 24 Ιανουαρίου του 2020 με τις ψήφους του κυβερνώντος κόμματος ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης, ενώ καταψήφισε η υπόλοιπη αντιπολίτευση. [2]
Θεωρείται ότι δεν θα προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας με την απλή αναλογική, άρα θα γίνουν σχεδόν άμεσα εκλογές με την ενισχυμένη. Έχουν ήδη εκφραστεί απόψεις για αύξηση της ενίσχυσης, ή ακόμα και επαναφορά της σταθερής ενίσχυσης 50 εδρών.[1][εκκρεμεί παραπομπή]
Ο εκλογικός νόμος προβλέπει τα εξής:
Το όριο του 3% αποτρέπει την είσοδο στην Βουλή σε μικρά κόμματα. Αυτό αποτρέπει την είσοδο τοπικιστικών κομμάτων, όπως κομμάτων της Θράκης που είναι επιρρεπή σε Τουρκική επιρροή. Αφετέρου ένα σημαντικό ποσοστό μικρών κομμάτων (20% περίπου στις τελευταίες εκλογές) μένει εκτός Βουλής. Αυτό αποτελεί μια έμμεση ενίσχυση στα υπόλοιπα κόμματα και περισσότερο στο πρώτο. Είναι ενδεικτικό, ότι όσο μεγαλύτερο είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων εκτός Βουλής, τόσο μικρότερο εκλογικό ποσοστό χρειάζεται από το πρώτο κόμμα, για να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση.[1]
Αυτός ο εκλογικός νόμος όπως και όλοι οι προηγούμενοι κατανέμουν τις έδρες με στρογγυλοποίηση των δεκαδικών αριθμών προς τα κάτω. Έχει δειχθεί ότι αυτή η πρακτική ωφελεί γενικά τα μεγάλα κόμματα. Η εναλλακτική είναι η στρογγυλοποίηση των εδρών προς τα πάνω με ταυτόχρονη μείωση του εκλογικού μέτρου στις περιφέρειες, μια πρακτική που ωφελεί τα μικρά κόμματα.
Η κατανομή εδρών σε κόμμα μπορεί να γίνει σε επίπεδο εκλογικών περιφερειών, ή σε επίπεδο επικρατείας. Το πρώτο ωφελεί τα μεγάλα κόμματα, ενώ το δεύτερο τα μικρά. Ο λόγος είναι ότι τα πιο μικρά κόμματα σπανίως ξεπερνούν το τεχνικό όριο στις μικρές περιφέρειες, για παράδειγμα σε μια τετραεδρική εκλογική περιφέρεια ένα κόμμα χρειάζεται περίπου 25%, για να εκλέξει βουλευτή.
Ο νέος εκλογικός νόμος επιτρέπει τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης με ενίσχυση αν το πρώτο κόμμα λάβει λίγο λιγότερο από 40% ή αν το συνολικό ποσοστό των μικρότερων του 3% κομμάτων είναι μεγάλο. Αυτό επέτρεπαν οι περισσότεροι εκλογικοί νόμοι της μεταπολίτευσης. Ωστόσο αν το πρώτο κόμμα λάβει την ενίσχυση πλήρως αλλά έχει χαμηλά ποσοστά, δεν μπορεί να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση. Στην κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει αποκτά άνισο πλεονέκτημα, όπως συνέβη στις εκλογές του 2012. Ο νέος νόμος αντιμετωπίζει αυτήν την ειδική περίπτωση, η ενίσχυση είναι ανάλογη του ποσοστού του πρώτου κόμματος. Αν το πρώτο κόμμα έχει μικρότερο ποσοστό λαμβάνει μικρότερη ενίσχυση. Αν το πρώτο κόμμα λάβει πολύ μικρό ποσοστό, ο νόμος ταυτίζεται με απλή αναλογική.[1]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.