Εξαΰλωση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Εξαΰλωση ετυμολογικά σημαίνει απλά η εξαφάνιση υλικού σώματος[1] (ύλη → τίποτε), το αντίθετο της υλοποίησης (= τίποτε → ύλη).
Στη φυσική, η λέξη (ως ορολογία) χρησιμοποιείται για να ονομάσει το φαινόμενο της σύγκρουσης ενός υποατομικού σωματιδίου ύλης μάζας m και ενός αντίστοιχου αντιύλης (επίσης μάζας m)[2]. Αφού η ενέργεια και η ορμή πρέπει να διατηρηθούν, τα σωματίδια στην πραγματικότητα δεν μπορούν να μετατραπούν στο τίποτε, αλλά να σχηματίσουν νέα σωματίδια. Τα αντισωματίδια (δηλαδή σωματίδια αντιύλης) έχουν ακριβώς τους αντίθετους κβαντικούς αριθμούς από τα (αντίστοιχά τους) σωματίδια (ύλης). Άρα το άθροισμα των αντίστοιχων κβαντικών αριθμών ενός ζεύγους (σωματιδίου - αντίστοιχου αντισωματιδίου) είναι μηδέν (0). Όμως, κάθε σύνολο σωματιδίων μπορεί επίσης να δώσει συνολικό άθροισμα των κβαντικών αριθμών μηδέν (0), εφόσον ισχύουν (οι αρχές) διατήρησης της ενέργειας και της ορμής.
Στην πράξη, κατά τη διάρκεια χαμηλής ενέργειας εξαΰλωσης παρατηρείται η αναμενόμενη από τη θεωρία έκλυση φωτονίων μόνο, αλλά κατά τη διάρκεια υψηλής ενέργειας εξαΰλωσης παρατηρείται επιπλέον η παραγωγή μιας μεγάλης ποικιλίας «εξωτικών» (δηλαδή εντελώς ασυνήθιστων) βαρέων σωματιδίων.