Ιαπωνικός κινηματογράφος
Κινηματογράφος στην Ιαπωνία / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιαπωνικός κινηματογράφος (Ιαπωνικά:日本 映 画, Nihon eiga) έχει μια ιστορία που εκτείνεται σε περισσότερα από 100 χρόνια. Η Ιαπωνία έχει μια από τις παλαιότερες και μεγαλύτερες κινηματογραφικές βιομηχανίες στον κόσμο, και το 2021, ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη βάσει του αριθμού των μεγάλων ταινιών που παρήγαγε.[4] Το 2011 η Ιαπωνία παρήγαγε 411 ταινίες μεγάλου μήκους που κέρδισαν το 54,9% του συνολικού εγχώριου box office των 2,338 δισεκατομμυρίων δολαρίων.[5] Οι ταινίες στην Ιαπωνία άρχισαν να παράγονται από το 1897, όταν έφτασαν οι πρώτοι ξένοι κινηματογραφιστές.
Ιαπωνικός κινηματογράφος | |
---|---|
Κινηματογραφική αίθουσα στη συνοικία Γκίνζα του Τόκιο | |
No. κινηματογραφικών αιθουσών | 3,583 (2019)[1] |
• Αίθουσες κατά κεφαλήν | 2.8 ανά 100,000 (2017)[2] |
Κύριοι διανομείς | Toho (33.7%) Walt Disney (13.6%) Toei Company (10.5%)[3] |
Αριθμός καταχωρημένων (2019)[1] | |
Συνολικά | 194,910,000 |
Gross box office[1] | |
Συνολικό | 261.180 δισ. γιέν (2.39 δισ. δολάρια)[1] |
Εγχώριες ταινίες | 142.192 δισ. γιέν (54.4%) |
Η ταινία Tokyo Story (1953) κατετάγη νούμερο τρία στην λίστα της Sight & Sound «με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών» [6] και ήταν επίσης στην κορυφή της δημοσκόπησης των σκηνοθετών του Sight & Sound του 2012 «με τις 50 κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών», αποθρονίζοντας τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς, [7][8] ενώ Οι Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα (1954) ψηφίστηκε ως η καλύτερη ξενόγλωσση ταινία όλων των εποχών σε μια δημοσκόπηση του BBC του 2018 που πήραν μέρος 209 κριτικοί κινηματογράφου από 43 χώρες.[9]
Η Ιαπωνία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας μεγάλου μήκους, [Σημ 1] τέσσερις φορές,[Σημ 2] περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ασιατική χώρα.
Τα τέσσερα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο της Ιαπωνίας είναι τα Toho, Toei, Shochiku και Kadokawa, τα οποία είναι μέλη του Ένωσης Κινηματογραφικών Παραγωγών Ιαπωνίας (αγγλικά: Motion Picture Producers Association of Japan). Τα ετήσια βραβεία της Ιαπωνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου θεωρούνται τα ιαπωνικά ισοδύναμα των Βραβείων Όσκαρ των ΗΠΑ.
Η ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία, δομημένη σε μεγάλους οίκους παραγωγής, όπως το Χόλυγουντ, είχε μια πρώιμη χρυσή εποχή στις δεκαετίες το 1920 και 1930, με μια εξαιρετικά πλούσια παραγωγή [12] και έφτασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1950, [13] όταν η παραγωγή έφτασε στη μέγιστη παραγωγικότητά της, παράγοντας πάνω από 500 ταινίες το χρόνο.[14] Ταινίες εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας από ορισμένους σεναριογράφους, όπως ο Ακίρα Κουροσάβα και ο Κέντζι Μιζογκούτσι, έκαναν τους ανθρώπους της Δύσης να ανακαλύψουν, μέσω των φεστιβάλ, την ύπαρξη του ιαπωνικού κινηματογράφου, ξεκινώντας από την ταινία Ρασομόν (1950), η οποία και κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του '50 και των αρχών της δεκαετίας του '60, ο ιαπωνικός κινηματογράφος επηρεάστηκε επίσης από το διεθνές φαινόμενο των Νέων Κυμάτων (nouvelles vagues) και εμφανίστηκαν νέοι σκηνοθέτες διεθνούς αναγνώρισης, όπως οι Ναγκίσα Όσιμα και Σόχει Ιμαμούρα. Στη δεκαετία του '60, ωστόσο, το σύστημα παραγωγής ταινιών υπέστη τον αξεπέραστο ανταγωνισμό της τηλεόρασης και πήρε το δρόμο της παρακμής, με τη σταδιακή μείωση του αριθμού των ταινιών που παράγονται, των κινηματογραφικών αιθουσών και των θεατών.[15]