Κοιτασματολογία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κοιτασματολογία είναι κλάδος της Γεωλογίας, ο οποίος ασχολείται με την ανεύρεση κοιτασμάτων. Σήμερα επικρατεί ο όρος Οικονομική Γεωλογία. Συγγενεύει με την Ορυκτολογία και την Πετρολογία.
Με τον όρο κοίτασμα ονομάζουμε κάθε φυσική συγκέντρωση ορυκτών υλών η οποία είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμη με βάση τις σημερινές συνθήκες. Σε αντίθετη περίπτωση, αν λόγω μεγέθους ή περιεκτικότητας δεν είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμη, τότε μιλάμε για εμφάνιση.[1] Αν από τα περιεχόμενα συστατικά του κοιτάσματος μπορούν με κατάλληλη επεξεργασία να παραχθούν μεταλλουργικά προϊόντα (π.χ. μέταλλα ή ενώσεις μετάλλων), η συγκέντρωση ονομάζεται μετάλλευμα ή μεταλλοφόρο κοίτασμα (Ore, Mineral, Erz) . Τα ορυκτά τα οποία συνυπάρχουν μαζί με τα εκμεταλλεύσιμα συστατικά σε ένα κοίτασμα ή σε μια εμφάνιση και δεν παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον καλούνται σύνδρομα ορυκτά ("gangue minerals").