From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κραυγαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Clanga pomarina και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό) [2]
Κραυγαετός | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος κραυγαετός | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Clanga pomarina (Κλαγγός ο πομερανικός) [ii] (C. L. Brehm, 1831) | ||||||||||||||||
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Clanga, είναι εκλατινισμένη απόδοση της αρχαίας ελληνικής λέξης κλαγγός < κλαγγή «οξεία και διαπεραστική φωνή» < κλάγγω «θρηνώ, κράζω»,[4] με αναφορά στη χαρακτηριστική φωνή του πτηνού.[5]
Για την προέλευση του όρου pomarina στην επιστημονική ονομασία του είδους, υπάρχουν δύο εκδοχές: Σύμφωνα με την πρώτη, όχι τόσο πιθανή εκδοχή, η λατινική λέξη pomarina πιθανόν να είναι γλωσσικό δάνειο από τις ελληνικές λέξεις «πώμα» + «ρίς (ρινός)», [εκκρεμεί παραπομπή] διότι και στην αγγλική γλώσσα, η λέξη pomarine σημαίνει «αυτός που έχει καλυμμένα τα ρουθούνια με λεπιοειδή προσαρτήματα (scales)».[6]
Σύμφωνα με τη δεύτερη και επικρατέστερη εκδοχή, η λέξη προέρχεται από την πρώην πρωσική επαρχία της Πομερανίας, όπου και περιγράφηκε ο ολότυπος του είδους.[5][7]
Η αγγλική ονομασία του είδους, αποτελεί ευθεία αναφορά στο κηλιδωτό πτέρωμα του πτηνού αλλά και στη σχέση μεγέθους του με τον συγγενικό στικταετό: ‘Greater Spotted Eagle’ o στικταετός, ‘Lesser Spotted Eagle’ ο κραυγαετός.
Η ελληνική, λαϊκή ονομασία του πτηνού αναφέρεται στη χαρακτηριστική οξεία φωνή του, που συμπεριλαμβάνει μικρές κραυγές σαν «γαβγίσματα»,[8] πράγμα που συμβαίνει, ωστόσο, και στον στικταετό.
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), ως Aquila Pomarina (Πομερανία, 1831). Εμφανίζει προβληματική ταξινομική στο επίπεδο του γένους, καθόσον μέχρι το 2013, κατατασόταν στο Aquila, δηλαδή στους γνήσιους αετούς. Ωστόσο, μαζί με τον στικταετό, μεταφέρθηκαν στο γένος Clanga,[9][10][11] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η νέα κατάσταση είναι στατική, με τα διάφορα στοιχεία -κυρίως χρωμοσωμικά- να προκαλούν διαρκείς ανακατατάξεις.
Επίσης, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το είδος περιελάμβανε 2 υποείδη, τα C. p. pomarina και C. p. hastata,[12] αλλά νέα δεδομένα βασισμένα σε μελέτες γενετικού υλικού, έδειξαν ότι τα taxons αυτά πρέπει να ταξινομηθούν ως ξεχωριστά είδη. Ο κραυγαετός έχει το είδος Αquila clanga (στικταετό), ως τον πλησιέστερο συγγενή του. Ο κοινός τους πρόγονος φαίνεται να είχε εμφανιστεί γύρω στη μέση Πλειόκαινο Περίοδο, από τους προγόνους του σημερινού Aquila hastata, που ζει στο Ιράν, το Πακιστάν και την Ινδία. Αυτός ο «πρωτο-κραυγαετός» πιθανώς ζούσε στην ευρύτερη περιοχή του Αφγανιστάν, και διασπάστηκε σε ένα βόρειο και ένα νότιο κλάδο, όταν, τόσο οι παγετώνες όσο και οι έρημοι επικράτησαν στην Κ. Ασία όταν άρχισε η τελευταία εποχή των παγετώνων. Ο βόρειος κλάδος, με τη σειρά του, διαχωρίστηκε σε ανατολικό (Aquila clanga) και δυτικό (Aquila pomarina) παρακλάδι του σήμερα, πιθανώς γύρω στην Πλειόκαινο-Πλειστόκαινο Εποχή.[13]
Ο κραυγαετός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, που απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο, (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Ινδομαλαϊκή και Αφροτροπική), ιδιαίτερα στην Κ. και Α. Παλαιαρκτική. Η θερινή ζώνη αναπαραγωγής του έχει τα δυτικά της όρια σε μία γραμμή που ξεκινάει από τη Β. Ελλάδα, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Πολωνία και, επεκτείνεται ανατολικότερα προς τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία, τις χώρες του Καυκάσου και τις δυτικές ακτές της Κασπίας και, βορειότερα στις χώρες της Βαλτικής και την ευρωπαϊκή Ρωσία. Εκεί, η ζώνη διακόπτεται, για να συνεχιστεί στην Ινδία και στις χώρες κοντά στα Ιμαλάια, όπου ο κραυγαετός είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός.)
Οι κραυγαετοί παραμένουν στην εκάστοτε περιοχή αναπαραγωγής τους, γύρω στους 5 μήνες (μέσα Απριλίου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου). Εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το γυροπέταγμα, άρα από τα ανοδικά θερμικά ρέυματα, αποφεύγοντας τις μεγάλες υδάτινες μάζες. Το είδος μεταναστεύει μέσω της Τουρκίας, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, του Σουδάν, της Ουγκάντας και της Τανζανίας, για να περάσει τον χειμώνα στην κεντρική και νότια Αφρική: στο Ν. Ζαΐρ, τη Β. Ναμίμπια, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα νότια, προς την Μποτσουάνα και τη Β. Νότια Αφρική.[16] Στην Τουρκία και το Ισραήλ, ο κραυγαετός είναι αποδημητικό, διαβατικό είδος. Οι αριθμοί των πληθυσμών που διήλθαν από το Ισραήλ κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, μεταξύ του 1982 και του 1996, κυμάνθηκαν από 50.000 έως 140.000 πουλιά.[17]
Σημαντικές περιοχές αποδημητικής «συμφόρησης» (bottle-neck) κατά τη μετανάστευση περιλαμβάνουν το Μπουργκάς (Βουλγαρία), τον Βόσπορο (Ελλάδα, Μικρά Ασία,[18] το πέρασμα Belen (Τουρκία), τον Λίβανο, το Ισραήλ, το Σουέζ και Borcka / Arhavi (Καύκασος, Τουρκία). Ένα (1) νεαρό άτομο που έφερε δορυφορικό κολάρο, κάλυψε 6.000 χιλιόμετρα από τη Λετονία στο Σουδάν σε μόλις ένα (1) μήνα, παραμένοντας εκεί για πάνω από 6 εβδομάδες, πριν συνεχίσει προς την Κένυα. ΟΙ ενήλικες επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής τον Απρίλιο.[19]
Ο κραυγαετός, όπως και ο συγγενικός του στικταετός, είναι δασόβιο αρπακτικό και μάλιστα προτιμάει περιοχές στα δασοόρια, με εδάφη πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία και μακριά από την ανθρώπινη παρουσία.[27] Στα βόρεια της επικράτειάς του (Γερμανία, Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Ρωσία) συχνάζει ευρέως σε υγρές, πεδινές περιοχές με φυλλοβόλα και μικτά δάση και παρακείμενες βαλτώδεις περιοχές. Από το ύψος της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας και νοτιότερα, προτιμάει τα φυλλοβόλα δάση μεγαλύτερου υψομέτρου, που εναλλάσσονται με λιβάδια, ξηρούς λόφους και βουνά. Έτσι, για παράδειγμα, στη Ρουμανία βρίσκεται σε υψόμετρα μεταξύ 300 και 1600 μέτρων, ενώ στη Βουλγαρία μέχρι τα 1400 μέτρα. Στην ινδική υποήπειρο απαντά σε πεδινές δασικές εκτάσεις, εναλλασσόμενες με καλλιέργειες. Στα αφρικανικά εδάφη διαχείμασης, προτιμάει την υγρή ανοικτή ή διάσπαρτη με δένδρα σαβάνα, συχνά μαζί με τον στεπαετό.[27]
Ο κραυγαετός είναι μετρίου μεγέθους ευρωπαϊκός αετός και, κατ’ ουσίαν, μόνον ο σταυραετός είναι μικρότερος από αυτόν. Σε γενικές γραμμές είναι παρόμοιος στην εμφάνιση με τον κοντινό συγγενή του στικταετό, με τον οποίο μάλιστα, μοιράζεται μέρος της επικράτειάς του και είναι δύσκολο στην παρατήρηση πεδίου να τους ξεχωρίσει ένα μη-έμπειρο μάτι, ιδιαίτερα όταν πετάει. Αυτό, δημιουργεί προβλήματα στη συγκέντρωση δεδομένων, που είναι τόσο απαραίτητα για την καταγραφή των πληθυσμών του.
Σε γενικές γραμμές, είναι λίγο μεγαλύτερος και πιο ανοικτόχρωμος από τον στικταετό, με σχετικά μακρύτερη, στρογγυλεμένη ουρά και πιό λεπτές πτέρυγες, ενώ το κεφάλι και ο λαιμός μοιάζουν με της γερακίνας.[30] Επίσης, το χαρακτηριστικό ανοικτόχρωμο «μπάλωμα» που διαθέτουν και τα δύο είδη στη βάση της ουράς τους, είναι πιο αχνό στον κραυγαετό. Τέλος, η λεπτή ταινία στα δευτερεύοντα ερετικά φτερά, που διακρίνεται σχετικά καλά στον στικταετό, στον κραυγαετό σχεδόν δεν διακρίνεται. Κατά τα άλλα, έχει τα χαρακτηριστικά μοτίβα του στικταετού. Το σύνολο του σώματος, το κεφάλι, η άνω επιφάνεια των πτερύγων και τα κάτω καλυπτήρια των πτερύγων είναι ανοικτά καφέ, μερικές φορές καφεκίτρινα [30] και κάνουν αντίθεση με το συνολικό σκούρο καφέ-γκρι των πτερύγων και της ουράς. Επίσης, δύο αχνά, λευκά σημάδια, ημισεληνοειδούς σχήματος, ή κόμματος (‘comma’) μπορεί να υπάρχουν στο κάτω μέρος της πτέρυγας, στη βάση των εξωτερικών πρωτευόντων ερετικών φτερών.[30]
Η ίριδα είναι πορτοκαλί-κίτρινη, το κήρωμα και τα δάκτυλα των ποδιών έχουν μια κίτρινη απόχρωση. Οι ταρσοί είναι φουντωτά πτερωμένοι (tight ‘trousers’ [27]. Η βάση του ράμφους είναι γκρίζα, ενώ το κύριο μέρος του είναι μαύρο. Τα ρουθούνια, όπως και στον στικταετό, είναι στρογγυλά.[30][31]
Τα νεαρά άτομα, έχουν ασπροκίτρινες κηλίδες στο πάνω μέρος του πτερώματός τους που, τα διαφοροποιεί άμεσα από τα ενήλικα άτομα, αλλά δεν είναι τόσο πολλές (συνήθως μόνο δύο [32]) και έντονες όσο στους νεαρούς στικταετούς.[33] Επίσης, τα καλυπτήρια στις πτέρυγες είναι πιο ανοικτόχρωμα και το λευκό χρώμα στο ουροπύγιο συνήθως δεν υπάρχει.[33] Από κοντινή απόσταση διακρίνεται κιτρινομπέζ «μπάλωμα» στην πίσω πλευρά του στέμματος.[30][34]
Τα φύλα είναι όμοια στη μορφολογία, αλλά τα θηλυκά είναι λίγο μεγαλύτερα και αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά, περίπου κατά 10%.[27]
Πηγές:[19][27][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40][41]
Η διατροφή του κραυγαετού περιλαμβάνει μία μεγάλη γκάμα από σπονδυλόζωα του εδάφους στο μέγεθος λ.χ. ενός λαγού, αλλά και ασπόνδυλα ή και θνησιμαία -αλλά όχι συχνά όπως ο στικταετός-. Σε γενικές γραμμές τρέφεται με μικρά θηλαστικά, ιδιαίτερα τρωκτικά (π.χ. νυφίτσες), αμφίβια, ερπετά (φίδια), μεγάλα έντομα και μετρίου μεγέθους πτηνά.[22]
Ειδικά στο δάσος της Δαδιάς, στη ΒΑ. Ελλάδα, ανάλυση των αποβαλλομένων, άπεπτων σφαιριδίων (pellets) έδειξε ότι το διαιτολόγιο του κραυγαετού αποτελείται κατά σειράν ποσόστωσης από ερπετά, πτηνά, σαύρες, έντομα και μικρά τρωκτικά, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι υπάρχει και σημαντικό ποσοστό αμφιβίων (μη ανιχνευόμενο στα pelets).[42]
Πάντως, η διατροφή των νεοσσών ποικίλλει πολύ. Σε μελέτες που έγιναν κατόπιν ερευνών, βρέθηκαν αρκετά διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με την περιοχή. (βλ. Αναπαραγωγή).
Ο κραυγαετός είναι ευκίνητος και ανάλαφρος κυνηγός, που πετάει χαμηλά πάνω από τις κορυφές των δένδρων και τα ξέφωτα.[22] Ο κραυγαετός χρησιμοποιεί τρεις μεθόδους κυνηγιού: βάδισμα στο έδαφος, έφοδο από κρυψώνα και έφοδο από αέρα. Την πρώτη μέθοδο χρησιμοποιεί, όταν η περιοχή έχει γρασίδι ή σε χωράφια και είναι κάτι που το κάνει πολύ καλά, καθώς βαδίζει πολύ καλά. Στη δεύτερη περίπτωση, χρησιμοποιεί δένδρα, φράχτες ή θημωνιές ενώ στην τρίτη, πετάει κάνοντας κύκλους (soaring), σχετικά χαμηλά και πολλές φορές κόντρα στον άνεμο, για να εποπτεύει τη λεία του.
Οι πτέρυγες του κραυγαετού, όπως στον στικταετό, διατηρούνται ίσιες κατά την πτήση όταν γυροπετάει, αλλά οι άκρες τους είναι ελαφρά γερμένες προς τα κάτω στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων, όταν πλανάρει (gliding).[35] Ωστόσο, η ουρά δείχνει μακρύτερη και οι πτέρυγες λεπτότερες.[34] Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα [30] αλλά μάλλον ασθενικά και, από μικρή απόσταση, διακρίνονται 6 «δάκτυλα» (ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά), αντί για 7 στον στικταετό.[34] Το πέταγμά του είναι επίσης πιο «κομψό» και ανάλαφρο, όχι τόσο βαρύ και «νωθρό» όσο του στικταετού,[43] με πιο «ρηχά» φτεροκοπήματα.[32]
Το κάλεσμα του κραυγαετού μοιάζει με εκείνο του στικταετού, σαν λεπτό «γάβγισμα» κουταβιού (sic) είναι όμως πιο υψίσυχνο.[33][44]
Από μελέτες μέσω τηλεμετρίας, φάνηκε ότι ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για ένα ζευγάρι αναπαραγωγής, ήταν κατά μέσο όρο, 27,1 τ. χλμ. στη Γερμανία και μόλις 11,4 τ. χλμ. στη Λεττονία, προφανώς λόγω της αφθονότερης τροφής στις πεδιάδες της βαλτικής χώρας.[45]
Ο κραυγαετός φθάνει στις περιοχές αναπαραγωγής στα μέσα της άνοιξης, περίπου, και η αναζήτηση ταιριού αρχίζει αμέσως. Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους [36] στο δάσος, συνήθως στα δασοόρια και όχι τόσο συχνά κοντά σε νερό, όπως κάνει ο στικταετός. Βρίσκεται πάνω σε δέντρα, σε ύψη που ποικίλλουν από 6-25 μέτρα από το έδαφος, αλλά όχι στην κορυφή τους.[46] Έχουν μεγέθη που ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και τα χρόνια επαναχρησιμοποίησής τους -οι παλιές είναι πολύ μεγαλύτερες-. Για παράδειγμα, στη Λιθουανία, ο μέσος όρος διαμέτρου είναι 90 εκατοστά και το ύψος 61 εκατοστά, περίπου.[47] Το υλικό επίστρωσης είναι χορτάρι και πράσινα κλαδιά, που επαναπροστίθενται κατά την επώαση.
Η γέννα πραγματοποιείται συνήθως στις αρχές μέχρι τα μέσα Μαΐου, σπάνια στα τέλη Απριλίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος, αν και μπορεί να αναπληρωθεί, κάποιες φορές, εάν καταστραφεί.[48] Αποτελείται από (1-) 2 (-3) ελαφρώς υποελλειπτικά, μη-γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 62.9 Χ 50,8 χιλιοστών,[48] είναι δηλαδή μικρότερα από του στικταετού. Στη Λιθουανία σε 37 δείγματα, βρέθηκε 1 αβγό 8 φορές, 3 αβγά 1 φορά, και 2 αβγά 28 φορές (76%), ενώ στην Ουγγαρία οι αντίστοιχοι αριθμοί σε 72 δείγματα, ήσαν, 1/20, 3/1 και 2/51 (71%).[49]
Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά τριών ημερών μεταξύ τους.[50] Η επώαση, που γίνεται κατά κύριο λόγο από το θηλυκό, ξεκινάει από το 1ο αβγό και διαρκεί 38 έως 41 ημέρες.[36] Σε αντίθεση με τον στικταετό, ο καϊνισμός είναι είναι υποχρεωτικός και, σχεδόν πάντοτε, επιβιώνει μόνον ο πρώτος νεοσσός διότι σκοτώνει με ραμφίσματα τον δεύτερο. Σημειωτέον ότι, το φαινόμενο του καϊνισμού είναι έμφυτο και δεν υπαγορεύεται από τις εκάστοτε διατροφικές ανάγκες των νεοσσών. Από βιντεοσκόπηση σε φωλιά, στη Γερμανία (Mecklenburg-Vorpommern), φάνηκε ότι ο πρώτος νεοσσός άρχισε να επιτίθεται στον δεύτερο από την ημέρα που εκκολάφθηκε και, μόλις 2,5 ημέρες αργότερα κατάφερε να τον θανατώσει και χρησιμοποιήθηκε ως τροφή για τον ίδιο.[51]
Η διατροφή του νεοσσού που επιβιώνει, ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με την περιοχή αναπαραγωγής. Έτσι, από παρακολούθηση φωλιάς στη Γερμανία (Mecklenburg-Vorpommern), το 90% της παρεχομένης από τους γονείς τροφής, ήταν μικρά θηλαστικά, ενώ το υπόλοιπο ήταν αμφίβια, σαύρες και ωδικά πτηνά. Στη Λευκορωσία, το 62% ήταν αμφίβια, με κύρια λεία τον κοινό βάτραχο, ενώ στην Ουγγαρία, το 79,7% ήταν θηλαστικά, με βασική λεία τους χωραφοπόντικες και τα λέμινγκς.[49][52]
Στις περιοχές διαχείμασης, στην αφρικανική σαβάνα, η διατροφή των νεοσσών, όπως είναι φυσικό, εμπλουτίζεται με τερμίτες, ακρίδες και στρουθιόμορφα του γένους Quelea.[53]
Η πτέρωση επιτυγχάνεται στις 20 με 24 ημέρες, περίπου, ο δε νεοσσός αρχίζει να τρέφεται μόνος του στις 33 ημέρες. Το πρώτο πέταγμα γίνεται στις 50 έως 55 (-58) ημέρες, ενώ τα νεαρά πουλιά παραμένουν κοντά στη φωλιά για 3 εβδομάδες ακόμη.[48] Αποκτούν το πλήρες πτέρωμα των ενηλίκων στα 3 χρόνια.[54]
Το είδος παραμένει σχετικά σταθερό, διότι οι παλαιότερες καταμετρήσεις ήσαν κατά μεγάλο ποσοστό ελλιπείς, επειδή πολλές χώρες δεν έδιναν στοιχεία. Σήμερα η IUCN, εντάσσει τον κραυγαετό στην κατηγορία Ελαχίστης Ανησυχίας (LC),[3] αυτό όμως αφορά στον παγκόσμιο πληθυσμό και όχι στα επί μέρους κράτη, όπου μπορεί να παρουσιάζεται πρόβλημα (όπως λ.χ. η Ελλάδα). Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί στην Α. Ευρώπη (μέχρι 3.000 ζευγάρια), βρίσκονται στη Λευκορωσία, τη Ρουμανία, τη Λεττονία και την Πολωνία, ενώ αντίθετα στα δυτικά (Γερμανία Σλοβενία), είναι πολύ μικροί (κάτω από 150 ζευγάρια).[55]
Για την Ελλάδα, ο κραυγαετός αποτελεί καλοκαιρινό αναπαραγόμενο επισκέπτη (από Απρίλιο μέχρι Σεπτέμβριο). Παλαιότερα φώλιαζε σε όλα τα μακεδονικά δάση, ενώ είχε αναφερθεί και στη Στερεά Ελλάδα (Βιοωτία, Ακαρνανία).[56] Σήμερα φωλιάζει στην Κ. (Θεσσαλία, Ήπειρος) και Β. Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη), με σποραδικές εμφανίσεις στα νησιά (Κρήτη, Ν. Πελοπόννησος), κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, σε αριθμούς που μειώνονται συνεχώς. Ο αναπαραγόμενος πληθυσμός είναι μόλις 67-90 ζευγάρια με μειωτικές τάσεις.[28]
Οι κύριες αιτίες είναι περιβαλλοντικές: αποψίλωση των πεδινών δασών, εκχέρσωση φυτοφρακτών, αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και εντατική υλοτομία.[28][57] Παρά τη λαθροθηρία, που πάντοτε είναι πρόβλημα, δεν φαίνεται αυτή να είναι η κύρια αιτία μείωσης του πληθυσμού του, ίσως όμως να είναι τα φυτοφάρμακα, ιδιαίτερα στις περιοχές διατροφής του (έλη, υγρά λιβάδια), οι οποίες και πρέπει να διαφυλαχθούν.[56] Τοπικά, απειλείται από ανθρώπινες επεμβάσεις στα ενδιαιτήματα φωλιάσματος, κυρίως από τη λειτουργία λατομείων και τη διάνοιξη δρόμων.[28] Για τους προαναφερθέντες λόγους, ειδικά στην Ελλάδα, το είδος έχει ενταχθεί στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable).[28][58]
Ο κραυγαετός είναι προστατευόμενο είδος με την πλειονότητα του αναπαραγόμενου πληθυσμού να βρίσκεται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Απαιτούνται διαχειριστικά σχέδια και αποτελεσματική προστασία των περιοχών όπου αναπαράγεται, κυρίως όμως των ενδιαιτημάτων τροφοληψίας του. Χρειάζεται επίσης συστηματική παρακολούθηση των πληθυσμών του.[59]
Ο Κραυγαετός είναι πιθανότατα, ο Νηττοφόνος, ή Μορφνός, ή Πλάγγος των αρχαίων.[60] Στην Κύπρο αποκαλείται Κράχτης [24] και Φλυαρογεράκα.[61]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.