From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ίδρυση της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας το 1909 από το Νικόλαο Πολίτη σηματοδότησε την επίσημη καθιέρωση της επιστήμης της Λαογραφίας.
Παράλληλα η έναρξη των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα, δηλαδή η καθιέρωση της διδασκαλίας του αντικειμένου της Λαογραφίας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη αυτού του γνωστικού αντικειμένου.
Ήδη, από το 1890 ο Ν. Πολίτης δίδασκε ως καθηγητής της Ελληνικής Μυθολογίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η Λαογραφική Εταιρεία ξεκινώντας την μελέτη της από την αρχαιότητα (Αλεξανδρινοί χρόνοι, μαρτυρία Ιώσηπου), προσδιόρισε ως υποκείμενό της «τη σπουδή του λαού» συνθέτοντας τους όρους λαός + γράφω. Ταυτόχρονα αντιδιαστέλλει τις έννοιες της δημογραφίας και της εθνογραφίας[1]. Επίκεντρο ωστόσο του ενδιαφέροντος αποτέλεσε ο ορισμός της επιστήμης της Λαογραφίας, τον οποίο δημοσίευσε στον Α΄ τόμο της Λαογραφίας το 1909. Ο ορισμός αυτός έγινε και το κεντρικό αντικείμενο συζήτησης από τους μεταγενέστερους λαογράφους και κυρίως από τον μαθητή του, Στίλπωνα Κυριακίδη.
Ως προς το μεθοδολογικό μέρος, ο Πολίτης εφάρμοσε το σχήμα μιας «ιστορικοσυγκριτικής» μεθόδου. Η ιστορική μέθοδος του Πολίτη ανιχνεύει στο παρόν λείψανα του παρελθόντος [2]. Αυτό βέβαια δικαιολογείται από το μεγάλο βάθος της ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για μια οπτική που προϋποθέτει την αρχαιολογική μέθοδο. Εδώ φαίνεται όμως η εθνική διάσταση του έργου του. Ήταν στόχος του Πολίτη να αποδείξει την αδιάσπαστη συνέχεια της Ελληνικής ιστορίας και του Ελληνικού Πολιτισμού[3]. Η ιστορική συνέχεια βρισκόταν σε μία διαρκή αναζήτηση και γι’ αυτό έπρεπε να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον σε «εκείνα τα πολιτισμικά φαινόμενα που μπορούν αν αναχθούν στην πρώτη φάση του ελληνικού πολιτισμού» . Παράλληλα, το έργο του διέπνεε ο Μεγαλοϊδεατισμός, ο οποίος είχε επηρεάσει τα γράμματα και τις τέχνες εκείνης της εποχής. Βέβαια, οι «συγκριτικές» τάσεις, που θα φανούν κυρίως στα έργα του «Παροιμίαι» και «Παραδόσεις», αποτέλεσαν επιρροές από τον Τάιλορ.
Ο Πολίτης πέθανε το 1921. Το κενό που δημιουργήθηκε μετά το θάνατό του κάλυψε ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές. Αντικείμενό του ήταν η βυζαντινή Λαογραφία.
Το ζήτημα των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα μπορεί να μελετηθεί μέσα από τη διάκριση σε δύο περιόδους: την περίοδο πριν και την περίοδο μετά το 1982, χρονιά της εφαρμογής του Νόμου Πλαισίου (1566/82) για την οργάνωση και λειτουργία των ΑΕΙ. Μεταξύ των άλλων, αλλαγές επήλθαν και στην οργάνωση και λειτουργία της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με την κατανομή της σε Τμήματα όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Από το σημείο αυτό και μετά η Λαογραφία αποτελεί ένα από τα μαθήματα του προπτυχιακού κύκλου των Τμημάτων Φιλολογίας, Φιλοσοφίας– Παιδαγωγικής–Ψυχολογίας και Ιστορίας–Αρχαιολογίας. Η ακαδημαϊκή της υπόσταση εντάχτηκε στον ενιαίο Τομέα Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας.
Πρώτος μεταπολεμικός καθηγητής και πρώτος καθηγητής με αντικείμενο τη Λαογραφία διορίστηκε ο Γεώργιος Μέγας (1947). Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η πίστη στις αρχές του κορυφαίου Γερμανού λαογράφου (και προμάχου της έννοιας της μας παράδοση)[4] και η αξιοποίηση μιας εξειδικευμένης λαογραφικής μεθόδου της ιστορικής–γεωγραφικής μεθόδου των Φινλανδών λαογράφων[5] και η έκδοση του καταλόγου των ελληνικών παραμυθιών.
Επόμενος καθηγητής ήταν ο Γεώργιος Σπυριδάκης (διορ. 1964). Στον Σπυριδάκη οφείλουμε την ίδρυση του σημερινού Σπουδαστηρίου Λαογραφίας με τη φροντιστηριακή Βιβλιοθήκη και το πλούσιο αρχείο πρωτογενούς λαογραφικού υλικού, που αριθμεί τα 4000 χειρόγραφα λαογραφικού υλικού, που συλλέχτηκαν από φοιτητές. Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή του στη διαδικασία της συλλογής, καταγραφής και έκδοσης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από την Ακαδημία Αθηνών, όπου υπηρέτησε ως συντάκτης και διευθυντής.
Λίγο πριν την αποχώρηση του Γ. Σπυριδάκη εξελέγη τακτικός καθηγητής της Έδρας ο Δημήτριος Οικονομίδης (1973) τη σύντομη θητεία του οποίου χαρακτήρισαν καινοτόμες προσεγγίσεις στη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού. Στη δεκαετία του ’70 τονίστηκε η μη στατικότητα των λαογραφικών φαινομένων και η εξελιξιμότητά τους[6] .
Τον Οικονομίδη διαδέχτηκε ο Κώστας Ρωμαίος (1976) με κύριο διδακτικό αντικείμενο το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι. Τέλος, το 1981 κατέλαβε την Έδρα της Λαογραφίας ο Στεφ. Ήμελλος. Η διδασκαλία του εστίαζε στη φιλολογική λαογραφία και στον υλικό πολιτισμό.
Τα πρώτα μέλη ΔΕΠ μετά το 1984, τα οποία δίδαξαν το αντικείμενο της Λαογραφίας, ήταν: ο Στέφανος Ήμελλος, η Αικατερίνη Κορρέ–Ζωγράφου, η Μαρία Μηλίγκου Μαρκαντώνη, η Ιωάννα Γουήλ–Μπαδιεριτάκη και η Άννα Παπαμιχαήλ.
Τόσο τα επιμέρους αντικείμενα όσο και οι θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις που καλλιεργούνται στις λαογραφικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών σήμερα, απηχούν την πολυμέρεια και τη διεπιστημονικότητα της Λαογραφίας στη σύγχρονη (μετά το 1980) εποχή.
Τα μέλη ΔΕΠ και το αντικείμενό τους είναι:
Τα γνωστικά αντικείμενα Λαογραφίας που προσφέρονται στους προπτυχιακούς φοιτητές είναι σύμφωνα με το νέο οδηγό σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας, τα ακόλουθα:
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Α΄ και Β΄ κύκλου στο αντικείμενο της Λαογραφίας ιδρύθηκε το ακαδημαϊκό έτος 1995-96. Η διάρθρωσή του περιλαμβάνει τέσσερα εξάμηνα και η θεματολογία των σεμιναρίων του είναι η εξής:
Ο πρώτος καθηγητής, που δίδαξε το αντικείμενο της Λαογραφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ήταν ο Στίλπων Κυριακίδης. Διαφοροποιήθηκε ως προς τη χρήση της ιστορικής–συγκριτικής μεθόδου από το δάσκαλό του Ν. Πολίτη στρεφόμενος προς την ιστορική προσέγγιση. Υιοθέτησε τα διδάγματα της Σχολής των «κύκλων του πολιτισμού», κάτι που καθόριζε σαφέστερα τα όρια της λαογραφικής έρευνας[7] .
Ο περιορισμός του βάθους και του πλάτους της λαογραφικής έρευνας πραγματοποιήθηκε με τον περιορισμό της στα όρια του «ευρωπαϊκού κύκλου» ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς και όσους από τους ανατολικούς σχετίστηκαν ιστορικά κατά την ύστερη αρχαιότητα με τον Ελληνορωμαϊκό και Βυζαντινό πολιτισμό. Επομένως το πλάτος της έρευνας συμπίπτει με τον ιστορικό χώρο αυτών των λαών[8] . Το βάθος περιορίζεται και αυτό επειδή η αναζήτηση της αρχικής μορφής κάθε φαινομένου περιορίζεται και αυτή στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό[9]. Αυτό δείχνει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο ο νεοελληνικός λαϊκός πολιτισμός εντάσσεται μέσα στον ευρωπαϊκό κύκλο[10] .
Το 1961 τον αποχωρήσαντα Κυριακίδη διαδέχτηκε στην Έδρα της Λαογραφίας ο Δημ. Πετρόπουλος, γνωστός για τις μελέτες του επάνω στο δημοτικό τραγούδι, το οποίο αποτελούσε και αντικείμενο της διδασκαλίας του, Εκτός από τα άλλα φιλολογικά και θεωρητικά ζητήματα.
Η επόμενη καθηγήτρια ήταν η Άλκη Κυριακίδου–Νέστορος, κόρη του Στίλπωνα Κυριακίδη. Κεφαλαιώδους σημασίας έργο της είναι το βιβλίο της «Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας» (1978). Η Κυριακίδου–Νέστορος εγκαινίασε μία κατεύθυνση συνεργασίας Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Αναδεικνύεται η σχέση Ιστορίας και Λαογραφίας, κάτι που οδηγεί στον κλάδο της «Προφορικής Ιστορίας». Έτσι η μέθοδός της, η «Ιστορική Εθνογραφία» αποτελεί συνισταμένη των επιστημών της Ιστορίας, της Λαογραφίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας[11] . Άλλα σημαντικά έργα της είναι τα «Λαογραφικά Μελετήματα Ι και ΙΙ». Στα «Λαογραφικά Μελετήματα», ξεχωρίζουν για την πρωτοποριακή σημασία τους τα άρθρα: «Σημάδια του τόπου ή η λογική του Ελληνικού τοπίου» καθώς και «Η οργάνωση του χώρου στον παραδοσιακό πολιτισμό».
Σήμερα τα μέλη ΔΕΠ που διδάσκουν το αντικείμενο της Λαογραφίας είναι:
Εκτός από τα τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τα οποία προαναφέραμε, η επιστήμη της Λαογραφίας σήμερα διδάσκεται[12] :
Στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαιδεύσεως από τη δεκαετία του ’90 και μετά άρχισαν να προκηρύσσονται θέσεις Λαογραφίας εστιασμένες στον προφορικό πολιτισμό[13] :
Τέλος, στα ακόλουθα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα:
Οι σημαντικότεροι φορείς οι οποίοι υπηρέτησαν και προήγαγαν την επιστήμη της Λαογραφίας είναι οι εξής:
Με τη μελέτη όψεων του Ελληνικού Πολιτισμού ασχολούνται και οι ακόλουθοι επιστημονικοί φορείς:
Πολλά επίσης είναι τα τοπικά λαογραφικά μουσεία και οι συλλογές ανά την Ελλάδα.
Το Σπουδαστήριο Λαογραφίας ιδρύθηκε από τον καθηγητή Γεώργιο Κ. Σπυριδάκη ταυτόχρονα με τις προσπάθειές του για βελτίωση της θέσης της Έδρας αλλά και του γνωστικού αντικειμένου της Λαογραφίας γενικότερα[16].
Προηγήθηκε η στέγαση της Έδρας σε κτήριο της οδού Ιπποκράτους 33. Μετά το 1969 συγκροτήθηκε «φροντιστηριακή βιβλιοθήκη παρά τη Έδρα» η οποία απέκτησε και το ρόλο του Σπουδαστηρίου [17]. Τα πρώτα βασικά έργα μάλιστα ήταν δωρεά τόσο της Ακαδημίας Αθηνών όσο και του ίδιου του καθηγητή Σπυριδάκη. Ο εμπλουτισμός συνεχίστηκε χάρη σε πιστώσεις από το Πανεπιστήμιο, τον Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, και ορισμένων Σπουδαστηρίων της Σχολής.
Εκείνη την εποχή η Έδρα της Λαογραφίας και η βιβλιοθήκη στελεχώθηκαν εκτός από τον καθηγητή Σπυριδάκη και από τις βοηθούς Μαρία Μηλίγκου–Μαρκαντώνη και αργότερα Άννα Γουήλ-Μπαδιεριτάκη. Από το 1965 υπό την καθοδήγηση του Γ. Σπυριδάκη ιδρύθηκε το «Αρχείον Πρωτογενούς λαογραφικού υλικού». Σκοπός του Αρχείου ήταν «η διάσωση στοιχείων του εθνικού παραδοσιακού πολιτισμού»[18], αλλά και η οργάνωση των «φροντιστηρίων» των φοιτητών, ώστε να γνωρίζουν τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας. Με την επιτόπια έρευνα θα μπορούσαν να συλλέξουν πρωτογενές λαογραφικό υλικό είτε αυτό προερχόταν από την ύπαιθρο είτε από τον αστικό χώρο. Επίσης για την εκτέλεση κάθε διδακτικής και επιστημονικής εργασίας[19] . Τη συγκέντρωση αυτού του ενδιαφέροντος υλικού επόπτευσε ο Γ. Σπυριδάκης, ενώ από το 1972 η ευθύνη της Συλλογής ανήκε στην Μαρία Μηλίγκου–Μαρκαντώνη.
Το 1972 η βιβλιοθήκη μετονομάζεται στο (νομικής υπόστασης πλέον) «Σπουδαστήριον Λαογραφίας μετά προσηρτημένης Λαογραφικής Συλλογής». Πρώτος διευθυντής του ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Σπυριδάκης, θέση που διατήρησε μέχρι την αφυπηρέτησή του το 1972 και παράλληλα με τα διευθυντικά του καθήκοντά στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1956 -1969).
Ακολούθησε το 1987 η μεταφορά του Σπουδαστηρίου στα νέα κτήρια της Φιλοσοφικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου. Μετά τον Γ. Σπυριδάκη και τις βοηθούς του άλλες σημαντικές μορφές του Σπουδαστηρίου ήταν: Δημήτριος Οικονομίδης, Μαρία Σημαιάκη-Παγκάλου, Κατερίνα Κορρέ–Ζωγράφου, Κώστας Ρωμαίος, Στέφανος Ήμελλος, Χρυσούλα Μακρή, Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη και Άννα Παπαμιχαήλ-Κουτρούμπα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.