Αμερικανός σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μάικλ Τσιμίνο (αγγλικά: Michael Cimino, πλήρες όνομα: Michael Antonio Cimino), (3 Φεβρουαρίου 1939 - 2 Ιουλίου 2016)[11] ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος, βραβευμένος με Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας για την ταινία του 1978 Ο Ελαφοκυνηγός. Διαβόητος για την εμμονική προσοχή του στη λεπτομέρεια και την αποφασιστικότητά του για τελειότητα, ο Τσιμίνο απέκτησε ευρεία φήμη με την ταινία αυτή, η οποία κέρδισε συνολικά πέντε βραβεία Όσκαρ, μεταξύ αυτών και Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, αν και ο ίδιος δίχασε την κοινή γνώμη την περίοδο της κυκλοφορίας της ταινίας για τον τρόπο με τον οποίο απεικόνισε τα βασανιστήρια που υπέστη μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών, σε βιετναμέζικο στρατόπεδο.
Μάικλ Τσιμίνο | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Michael Cimino (Αγγλικά) |
Γέννηση | 3 Φεβρουαρίου 1939[1][2][3] Νέα Υόρκη |
Θάνατος | 2 Ιουλίου 2016[2][3][4] Λος Άντζελες[5] |
Αιτία θανάτου | καρδιακή ανεπάρκεια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Γέιλ, Σχολή Τεχνών του Γέιλ, Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν[6] και Westbury High School[7] |
Ιδιότητα | σκηνοθέτης κινηματογράφου, σεναριογράφος, παραγωγός ταινιών και σκηνοθέτης[8][9] |
Συγγενείς | T. Rafael Cimino (ανιψιός εξ αδελφού) |
Βραβεύσεις | Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων, Βραβείο της Ένωσης Αμερικανών Σκηνοθετών, Όσκαρ Σκηνοθεσίας (1979), Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (1979), Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερου Σκηνοθέτη (1982)[10] και Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη (1979) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τσιμίνο γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από μια οικογένεια Ιταλών μεταναστών τρίτης γενιάς.[12][13] Από μικρός αγαπούσε την τέχνη και αφιέρωνε το χρόνο του στη μελέτη της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής και της λογοτεχνίας. Το 1962 εισάγεται στο πανεπιστήμιο Γέιλ για να σπουδάσει γλυπτική και ταυτόχρονα άρχισε να δημιουργεί για λογαριασμό της τηλεόρασης ντοκιμαντέρ και διαφημιστικά σποτ. Έπειτα παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στο Actor's Studio.
Το 1971 ο σκηνοθέτης μετακόμισε στο Λος Άντζελες, όπου άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες. Έγραψε τα σενάρια για ταινίες όπως το δράμα επιστημονικής φαντασίας Περιπέτεια στο Διάστημα (Silent Running) και τη δεύτερη ταινία της σειράς με τον Κλιντ Ίστγουντ Ο Βρώμικος Χάρι με τίτλο Ένα Μάγκνουμ 44 για τον Επιθεωρητή Κάλαχαν (Magnum Force, 1973). Οι συγγραφικές ικανότητες του Τσιμίνο εντυπωσίασαν τον Ίστγουντ, ο οποίος αποφάσισε να αγοράσει ένα σενάριο με τίτλο Thunderbolt and Lightfoot που είχε γράψει ο νεαρός σεναριογράφος για λογαριασμό της εταιρίας παραγωγής του Malpaso. Στη συνέχεια ο Τσιμίνο κλήθηκε να σκηνοθετήσει τον Ίστγουντ και τον νεαρό Τζεφ Μπρίτζες στο έργο που είχε γράψει ο ίδιος και αφορούσε τα σχέδια δυο φίλων, ενός πρώην στρατιώτη του πολέμου της Κορέας με το παρατσούκλι Thunderbold (Ίστγουντ) και ενός μικροαπατεώνα με το παρατσούκλι Lightfoot (Μπρίτζες), οι οποίοι επιχειρούν να ληστέψουν μια τράπεζα στη Μοντάνα. Ο Ίστγουντ ήθελε αρχικά να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία, αλλά ο ενθουσιασμός του Τσιμίνο τον έπεισε να τον αφήσει να αναλάβει εκείνος τη σκηνοθεσία. Η ταινία κυκλοφόρησε με τίτλο Η Μεγάλη Ληστεία της Μοντάνα (Thunderbold and Lightfoot, 1974) και έκανε τεράστια επιτυχία, καταφέρνοντας εισπράξεις 25 εκατομμυρίων δολαρίων, με προϋπολογισμό μόλις 4 εκατομμυρίων.[14]
Μετά την επιτυχία της ταινίας ο Τσιμίνο έλαβε πολλές προσφορές για τη δημιουργία ταινιών, αλλά δίσταζε να κάνει το δεύτερο βήμα, καθώς ήθελε να βρει το κατάλληλο σενάριο. Επόμενή του ταινία (αν και σε κάποιο χρονικό σημείο μεταξύ των δύο ταινιών προσπάθησε να γράψει ο ίδιος μια προσαρμογή του Έγκλημα και τιμωρία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι[15]), ήταν Ο Ελαφοκυνηγός (The Deer Hunter) για την οποία ξεκίνησε εκτεταμένες εργασίες προ-παραγωγής ήδη από το 1976 και τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1977. Τελικώς το έργο έκανε πρεμιέρα στις 8 Δεκεμβρίου 1978 στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες, σε μία μόνο αίθουσα σε κάθε πόλη, και ευρύτερη πρεμιέρα εντός και εκτός συνόρων τον Φεβρουάριο του 1979. Αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη επιτυχία του σκηνοθέτη, ο οποίος εκτός από τη σκηνοθεσία, ανέλαβε τη συγγραφή μέρους του σεναρίου και την παραγωγή. Η ταινία βγήκε εκτός προϋπολογισμού και συνολικά κόστισε 15 εκατομμύρια δολάρια, αλλά απέφερε στην εταιρεία EMI τεράστια κέρδη, με εισπράξεις 49 εκατομμύρια δολάρια, και την εύνοια των κριτικών.[16] Παρά τις αντιδράσεις που έλαβε ο σκηνοθέτης για τον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε τους Ασιάτες, η ταινία κέρδισε 5 βραβεία Όσκαρ το 1979, μεταξύ των οποίων: Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Όσκαρ Σκηνοθεσίας.[17]
Το επόμενο εγχείρημα του σκηνοθέτη όμως, που ήταν και σε δικό του σενάριο, θεωρείται ως μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές καταστροφές στην ιστορία του κινηματογράφου. Η εταιρεία United Artists του έδωσε τότε πλήρη ελευθερία κινήσεων και 11,6 εκατομμύρια δολάρια για να γυρίσει σε ταινία γουέστερν την επική υπερπαραγωγή Η Πύλη της Δύσεως (Heaven's Gate), αλλά ο σκηνοθέτης ξεπέρασε κατά σχεδόν 4 φορές τον αρχικό προϋπολογισμό και σημείωσε, επίσης, απίστευτα μεγάλη χρονική καθυστέρηση (σε βαθμό που για ένα χρονικό διάστημα τα ανώτατα στελέχη της εταιρείας σκέφτηκαν στα σοβαρά να απολύσουν τον Τσιμίνο και να τον αντικαταστήσουν με άλλον σκηνοθέτη ή ακόμα και να μην ολοκληρωθεί η ταινία). Όταν κυκλοφόρησε η ταινία στις αίθουσες τον Νοέμβριο του 1980 (ενώ αρχικά η πρεμιέρα είχε προβλεφθεί επίσημα να γίνει στις 14 Δεκεμβρίου 1979[18]), αρχικά στη Νέα Υόρκη, εισέπραξε τόσο καταστροφικές κριτικές που η εταιρεία την απέσυρε επειγόντως μετά από μόλις 1 εβδομάδα και ζήτησε από τον Μάικλ Τσιμίνο να επεξεργαστεί ξανά την ταινία και να της μειώσει σημαντικά τη χρονική διάρκεια. Τελικώς, μια έκδοση re-cut ξεκίνησε νέο κύκλο προβολής τον Απρίλιο του 1981, αλλά ακόμα και τότε δεν είχε ούτε την αναμενόμενη επιτυχία, αλλά ούτε και τη στήριξη των κριτικών, οι οποίοι τη σχολίασαν για δεύτερη φορά άκρως αρνητικά. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνολικές εισπράξεις να φτάσουν τα μόλις 3,5 εκατομμύρια δολάρια, έναντι του προϋπολογισμού 44 εκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που οδήγησε μάλιστα σε χρεωκοπία την United Artists.
Ωστόσο, στα νεότερα χρόνια η ταινία έχει επαναξιολογηθεί ριζικά πιο θετικά, ιδίως στην Ευρώπη, αλλά τελικώς και στις ΗΠΑ, και δεν είναι ιστορικά σαφές το γιατί οι Αμερικανοί κριτικοί κινηματογράφου το 1980 και το 1981, ενώ αρχικά ήταν πολύ φιλικοί προς το έργο κατά τη φάση της αναμονής του, επιδόθηκαν σε τέτοια μαζική επίθεση ολικής καταστροφής. Φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι πολλοί αντιπαθούσαν τις πομπώδεις ανακοινώσεις του σχετικά νέου στο προσκήνιο Μάικλ Τσιμίνο, ο οποίος δεν είχε κουραστεί ποτέ να τονίζει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ότι ήταν στη διαδικασία δημιουργίας ενός αριστουργήματος (μάλιστα είχε επικρατήσει στα γυρίσματα μια αίσθηση ότι γύριζαν το νέο Όσα Παίρνει ο Άνεμος / Gone with the Wind). Πιθανολογείται, επίσης, ότι η όλη ιστορία που απεικονίζει, γύρω από μια διαμάχη μεταξύ βαρόνων γης και Ευρωπαίων μεταναστών στο Ουαϊόμινγκ τη δεκαετία του 1890, εξόργισε τους Αμερικανούς κριτικούς, καθώς θεώρησαν ότι έβγαλε στην επιφάνεια τα «κακώς κείμενα» του παρελθόντος της χώρας τους. Απεναντίας μάλιστα, όταν η ταινία προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2012 και επίσης τότε προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, οι βρετανικές εφημερίδες The Independent και Financial Times την περιέγραψαν ως «αριστούργημα». Επίσης, ονομάστηκε από το BBC Culture ως μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών.[19]
Είναι χαρακτηριστικό ότι θεωρήθηκε από πολλούς παρατηρητές ότι αυτή η εμπορική καταστροφή σηματοδότησε το οριστικό τέλος της εποχής του Νέου Χόλυγουντ (New Hollyhood, όπου ο σκηνοθέτης, και όχι το στούντιο, είχε αναλάβει τον ηγετικό ρόλο), οδηγώντας πίσω προς μεγαλύτερο έλεγχο των ταινιών από τα κινηματογραφικά στούντιο, και με τα στούντιο να μετατοπίζουν την εστίασή τους από ταινίες με γνώμονα τους σκηνοθέτες, σε μπλοκμπάστερ ευχάριστες για το κοινό.
Όπως σχολιάστηκε έντονα στον αμερικανικό Τύπο τα επόμενα χρόνια, «ήταν η ταινία που σκότωσε την καριέρα του σκηνοθέτη». Για τον Τσιμίνο, ο οποίος είχε προηγουμένως προβλεφθεί ότι θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μετά την επιτυχία του με τον Ελαφοκυνηγό, ήταν πρακτικά αδύνατο να βρει έστω και έναν Αμερικανό παραγωγό για τα κινηματογραφικά του έργα στα χρόνια που ακολούθησαν. Η επόμενη ταινία του μετά την Πύλη της Δύσεως κατάφερε να έρθει 5 χρόνια μετά και ήταν η γκανγκστερική ταινία Η Χρονιά του Δράκου (Year of the Dragon) το 1985, που σχολιάστηκε αρνητικά για μια ακόμη φορά για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει τους Ασιάτες. Αν και ο ίδιος κατάφερε τότε να κερδίσει πίσω μερικούς από τους Αμερικανούς κριτικούς κινηματογράφου με την ταινία αυτή, σε παραγωγή του Dino De Laurentiis, όλες οι επόμενες ταινίες του και πάλι δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του.
Οι ελάχιστες μεταγενέστερες ταινίες του δεν μπόρεσαν ούτε να τραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέχιζε να γράφει σενάρια, αλλά δεν κατάφερνε πλέον να τα προωθήσει. Μάλιστα ο ίδιος υποστήριξε τον Μάρτιο του 2000 ότι είχε γράψει έως τότε 50 σενάρια συνολικά.[20]
Απεβίωσε στο σπίτι του, στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνια, στις 2 Ιουλίου 2016, αν και δεν ανακοινώθηκε ποτέ επίσημα η αιτία θανάτου του στο κοινό - πιθανώς καρδιακή ανεπάρκεια, σύμφωνα με κάποια γραπτά σχόλια που δημοσίευσε ο στενός φίλος του και κριτικός κινηματογράφου F.X. Feeney.[21]
Έτος | Τίτλος | Box Office | Ιδιότητα | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1972 | Περιπέτεια στο Διάστημα (Silent Running) | Σεναριογράφος | Ντεμπούτο στη συγγραφή σεναρίου | |
1973 | Ένα Μάγκνουμ 44 για τον Επιθεωρητή Χάρι (Magnum Force) | $39.768.000[22] | Σεναριογράφος | |
1974 | Η Μεγάλη Ληστεία της Μοντάνα (Thunderbolt and Lightfoot) | $21.700.000[23] | Σκηνοθέτης/Σεναριογράφος | Σκηνοθετικό Ντεμπούτο |
1978 | Ο ελαφοκυνηγός (The Deer Hunter) | $48.979.328[24] | Σκηνοθέτης/Σεναριογράφος/Παραγωγός | Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Όσκαρ Σκηνοθεσίας |
1979 | Το τριαντάφυλλο | $29.174.648[25] | Σεναριογράφος (δεν αναφέρεται στους τίτλους)[26][27] | |
1980 | Η πύλη της Δύσεως (Heaven's Gate) | $3.484.331[28] | Σκηνοθέτης/Σεναριογράφος | Θεωρείται ως μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές καταστροφές στην ιστορία του κινηματογράφου |
1981 | Τα σκυλιά του πολέμου (The Dogs of War) | $5.484.132[29] | Σεναριογράφος (δεν αναφέρεται στους τίτλους)[26][27] | |
1985 | Η χρονιά του δράκου (Year of the Dragon) | $18.707.466[30] | Σκηνοθέτης/Σεναριογράφος | |
1987 | Ο Σικελός (The Sicilian) | $5.406.879 | Σκηνοθέτης | |
1990 | Ώρες αγωνίας (Desperate Hours) | $2.742.912[31] | Σκηνοθέτης | |
1996 | The Sunchaser | $21.508[32] | Σκηνοθέτης | Τελευταία ολοκληρωμένη ταινία |
2007 | No Translation Needed | Σκηνοθέτης | Κομμάτι με τίτλο To Each His Own Cinema |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.