Μέση θανατηφόρος δόση
ένα μέτρο της θανατηφόρας δόσης μιας τοξίνης, ακτινοβολίας ή παθογόνου που απαιτείται για να σκοτώσει το μισό ενός εξεταζόμενου πληθυσμού / From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην τοξικολογία, η μέση θανατηφόρος δόση LD50 (συντομογραφία για θανατηφόρα δόση, 50%") (θανατηφόρα συγκέντρωση, 50%), LC50 (θανατηφόρος συγκέντρωση, 50%) ή LCt50 είναι μια τοξική μονάδα που μετρά τη θανατηφόρα δόση μιας δεδομένης ουσίας. Οι αριθμοί LD50 χρησιμοποιούνται συχνά ως ένας γενικός δείκτης οξείας τοξικότητας μιας ουσίας. Μια χαμηλή τιμή LD50 είναι ένδειξη αυξημένης τοξικότητας.
Η δοκιμή δημιουργήθηκε από τον Τζων Γουίλιαμ Τρέβαν το 1927.[1] Ο όρος ημιθανατηφόρος δόση χρησιμοποιείται κάποιες φορές με το ίδιο νόημα, αν και κάποιες φορές συγχέεται με τον όρο υποθανατηφόρος δόση. Το LD50 καθορίζεται συνήθως από πειράματα σε ζώα όπως τα εργαστηριακά ποντίκια. Το 2011 η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) ενέκρινε εναλλακτικές μεθόδους προς το LD50 για τον έλεγχο του καλλυντικού φαρμάκου BOTOX (Αλλαντική τοξίνη) χωρίς πειράματα σε ζώα.[2][3]