Μανουήλ Α΄ Σαραντηνός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μανουήλ Α΄ Σαραντηνός/Καραντηνός ή Χαριτόπουλος διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1215 (ή 1217[1]) ως 1222.
Μανουήλ Α΄ Σαραντηνός/Καραντηνός | |
---|---|
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως | |
Από | 1215 |
Έως | 1222 |
Προκάτοχος | Μάξιμος Β΄ |
Διάδοχος | Γερμανός Β΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Θάνατος | 1222 |
Υπήρξε λόγιος Πατριάρχης και φαίνεται ότι είχε το προσωνύμιο ο Φιλόσοφος. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης λέει «ήταν φιλόσοφος και φαίνεται πράγματι πως αποκαλούνταν έτσι από τον λαό». Η Πατριαρχία του συνέπεσε με τη δύσκολη εποχή της Φραγκοκρατίας, κατά την οποία επέδειξε συνέπεια και σύνεση. Ως Πατριάρχης διέμενε στη Νίκαια, όπου είχε μεταφερθεί και η πρωτεύουσα του Κράτους. Πριν την Άλωση του 1204, ήταν διάκονος και είχε το αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων, από όπου φαίνεται πως προέκυψε και το προσωνύμιό του[2].
Οι σημαντικότερες αποφάσεις που πήρε κατά την Πατριαρχία του περιλαμβάνουν:
- την καθαίρεση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος είχε χειροτονηθεί αντικανονικώς από τον αυτοανακηρυχθέντα «Πατριάρχη» Βουλγαρίας
- την απόσπαση της Αρχιεπισκοπής Πεκίου από τη Μητρόπολη Αχρίδος[3] και τη δημιουργία Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα εδάφη του σερβικού βασιλείου του Στεφάνου του Πρωτοστέπτου
- την αποδοχή της κοινωνίας με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ησαΐα, καίτοι αυτός είχε αναγκαστεί να δηλώσει υποταγή στον Παπικό Θρόνο.
- Την επανέναρξη ενωτικών συνομιλιών με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[4].
Ο Μανουήλ έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές επαφές μεταξύ του Αυτοκράτορα Θεόδωρου Λάσκαρη και του Λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου του Κουρτεναί το 1222. Ο Ροβέρτος είχε προσεγγίσει τον Θεόδωρο για Συνθήκη Ειρήνης και ο τελευταίος τού προσέφερε την κόρη του Ευδοκία για να στερεώσει με γάμο τη συμφωνία. Αλλά ο Θεόδωρος είχε παντρευτεί τη Μαρία του Κουρτεναί, αδελφή του Ροβέρτου, το 1217. Ο Μανουήλ αναφέρεται από τον Γεώργιο Ακροπολίτη ότι μπλόκαρε τον αρραβώνα για λόγους κανονικού δικαίου: ο Ροβέρτος, κουνιάδος του Θεόδωρου, δεν θα μπορούσε να γίνει και γαμπρός του, καθώς αυτή θα ήταν μια «παράνομη ένωση» και θα συνιστούσε αιμομιξία, καθώς ήταν εντός του τρίτου βαθμού συγγένειας[5].