Μιχαήλ Εμινέσκου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μιχάι Εμινέσκου, (Mihai Eminescu, πραγματικό όνομα Mihail Eminovici - Μιχαήλ Εμινόβιτς, 15 Ιανουαρίου 1850 - 15 Ιουνίου 1889) ήταν Ρουμάνος ποιητής και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στο Μποτοσάνι (Botoșani) της Μολδαβίας στις 15 Ιανουαρίου 1850 και υπήρξε γόνος ευκατάστατης επαρχιακής οικογένειας. Ξεκίνησε το σχολείο στην πόλη Τσερναούτσι (Cernăuți) και το τελείωσε στο Σιμπίου (Sibiu), όπου είχε την ευκαιρία να μελετήσει επαρκώς τη γερμανική γλώσσα. Σε ηλικία 19 ετών εγγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης και κατόπιν μελέτησε νομικά στο Βερολίνο και στην Ιένα. Δίχως να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε κάποιον ιδιαίτερο τομέα, επέστρεψε στην πατρίδα του εργαζόμενος ως βιβλιοθηκάριος, σχολικός επιθεωρητής και δημοσιογράφος στο Ιάσιο (Iași) (1874-1876). Έχασε τη θέση εργασίας του εξαιτίας πολιτικών αντιπαλοτήτων και αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Βουκουρέστι (București), όπου εργάστηκε κυρίως ως αρθρογράφος, συνεχίζοντας παράλληλα να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μιχαήλ Εμινέσκου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Mihai Eminescu (Ρουμανικά) και Михай Эминеску (Moldovan) |
Γέννηση | 15 Ιανουαρίου 1850[1][2][3] Μποτοσάνι |
Θάνατος | 15 Ιουνίου 1889[1] Βουκουρέστι |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Μπελού |
Κατοικία | Μποτοσάνι |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηγεμονία της Μολδαβίας (1850–1856) Ηνωμένα Πριγκηπάτα (1856–1881) Βασίλειο της Ρουμανίας (1881–1889) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρουμανικά[4][5] Γερμανικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Βιέννης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ηθοποιός πεζογράφος δημοσιογράφος βιβλιοθηκονόμος δοκιμιογράφος συγγραφέας[6] ποιητής[7] πολιτικός |
Αξιοσημείωτο έργο | Luceafărul |
Περίοδος ακμής | 1866 |
Οικογένεια | |
Σύντροφος | Veronica Titilimonte |
Γονείς | Gheorghe Eminovici και Raluca Eminovic |
Αδέλφια | Henriette Eminescu Matei Eminescu |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Από πολύ νωρίς ο Εμινέσκου έδειξε το ποιητικό του ταλέντο δημοσιεύοντας ποιήματα του στο γνωστό τότε φιλολογικό περιοδικό της πατρίδας του «Λογοτεχνικές Συνδιαλέξεις» (Convorbiri Literare), όπου και δέχθηκε εγκωμιαστικές κριτικές από τον μεγάλο κριτικό και λογοτέχνη Τίτο Μαϊορέσκου (Titu Maiorescu). Ανήκε στη γενιά των μεγάλων κλασικών Ρουμάνων συγγραφέων, όπως ο διηγηματογράφος Ίον Κρεάνγκα (Ion Creangă) και ο φαναριώτικης καταγωγής λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Ίων Λούκα Καρατζιάλε (Ion - Luca Caragiale), ο οποίος συνεργάστηκε με τον νεαρό ποιητή Εμινέσκου στην εφημερίδα «Ο Χρόνος» (Timpul).
Η σταδιοδρομία του ταλαντούχου ποιητή δε διήρκεσε πολύ. Υπέστη διανοητική διαταραχή -μανιοκαταθλιπτική ψύχωση- το 1883. Μετά από μακρά θεραπεία στο Ντέμπλινγκ (Doebling) της Αυστρίας η υγεία του φαινομενικά σταθεροποιήθηκε. Επέστρεψε στην πατρίδα του και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Ιάσιο μέχρι το 1887. Οι διανοητικές του διαταραχές επιδεινώθηκαν το 1889 και αναγκάστηκε να καταφύγει σε ένα σανατόριο στο Βουκουρέστι. Εκεί μια πέτρα ενός παράφρονα του έθραυσε το κρανίο και τον οδήγησε στον θάνατο. Μόλις 13 έτη διήρκεσε η δημιουργική του πορεία, καθώς έφυγε στις 15 Ιουνίου του 1889 σε ηλικία μόλις 39 ετών. Στα λίγα αυτά χρόνια της δημιουργικής του πορείας ο ποιητής δημοσίευσε μόνον 64 ποιήματα. Μετά το θάνατό του βρέθηκαν στο σπίτι του χιλιάδες αδημοσίευτων χειρογράφων με ποιήματα, πεζά, θεατρικά έργα, φιλοσοφικές μελέτες, μεταφράσεις κ.λπ., που αποδεικνύουν το πολυσχιδές ταλέντο του ποιητή.
Το πορτραίτο του πήρε τη θέση του στην Αλέα των Κλασικών της Ρουμανικής λογοτεχνίας, σε ένα γλυπτικό σύμπλεγμα στο πάρκο του Στεφάνου του Μεγάλου (Ștefan cel Mare), στο Κισινάου (Chișinău) της Μολδαβίας.