Νορβηγία
χώρα της βόρειας Ευρώπης / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Νορβηγία (νορβηγικά: Norge (bokmål) ή Noreg (nynorsk), βόρεια σάμι: Norga, νότια σάμι: Nöörje, λούλε σάμι: Vuodna), ή επίσημα Βασίλειο της Νορβηγίας είναι μια Βόρεια χώρα στη Βόρεια Ευρώπη, της οποίας τα εδάφη περιλαμβάνουν το δυτικό και το βορειότερο τμήμα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου. Το απομακρυσμένο νησί Γιαν Μάγεν και το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ είναι επίσης τμήματα του Βασιλείου της Νορβηγίας. Το Νησί του Πέτρου Α΄ της Ανταρκτικής και το υποανταρκτικό νησί Μπουβέ είναι εξαρτώμενα εδάφη και ως εκ τούτου δεν θεωρούνται τμήματα του βασιλείου. Η Νορβηγία επίσης διεκδικεί τμήμα της Ανταρκτικής γνωστό ως η "Γη της Βασίλισσας Μοντ". Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Νορβηγοί με μικρότερες μειονότητες Σαάμι και Φινλανδών. Επίσης στη χώρα ζουν σημαντικές μεταναστευτικές κοινότητες.
Βασίλειο της Νορβηγίας
Kongeriket Norge Kongeriket Noreg | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Alt for Norge Όλα για τη Νορβηγία | |||
Η θέση της Νορβηγίας (πράσινο) στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (σκούρο γκρι) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Όσλο 59°55′N 10°45′E | ||
Νορβηγική (διάλεκτοι Μποκμάλ και Νεονορβηγικά), η Λαπωνική σε 6 δήμους), η Φινλανδική σε 1 δήμο | |||
Ενιαία Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Χάραλντ Ε΄ Γιούνας Γκαρ Στόρε | |||
Ανεξαρτησία • Κηρύχθηκε • Αναγνωρίσθηκε Ισχύον Σύνταγμα | Από τη Σουηδία 7 Ιουνίου 1905 26 Οκτωβρίου 1905 17 Μαΐου 1914 (αναθεωρήθηκε πολλές φορές) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 385.207[1] km2 (62η) 5,2 2.542 km 25.148 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 12-2023 • Απογραφή 2011 • Πυκνότητα | 5.550.203[2] (118η) 4.979.955 [3] 14,4 κατ./km2 (219η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $423 δισ. (51η) $67.987 (7η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $541 δισ. (27η) $99.491 (3η) | ||
ΔΑΑ (2022) | 0,966 [4] (2η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Νορβηγική Κορόνα (NOK) | ||
• Θερινή ώρα | CET (UTC +1) (UTC +2) | ||
ISO 3166-1 | NO | ||
Internet TLD | .no | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +47 |
Η Νορβηγία έχει συνολική έκταση 385.207 τετραγωνικών χιλιομέτρων[5] και πληθυσμό 5.550.203 κατοίκων, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Δεκέμβριο του 2023[2]. Η χώρα έχει μακρά ανατολικά σύνορα με τη Σουηδία (1.619 χλμ.). Η Νορβηγία συνορεύει επίσης με τη Φινλανδία και τη Ρωσία στα βορειοανατολικά, και το στενό του Σκάγκερακ στα νότια, με τη Δανία από την άλλη πλευρά. Η Νορβηγία διαθέτει εκτεταμένη ακτογραμμή, στο Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό και τη Θάλασσα του Μπάρεντς. Η θαλάσσια επιρροή κυριαρχεί επίσης στο κλίμα της Νορβηγίας με ήπιες πεδινές θερμοκρασίες στις θαλάσσιες ακτές, ενώ στην ενδοχώρα, ενώ είναι ψυχρότερο, είναι επίσης πολύ πιο ήπιο από άλλες περιοχές του κόσμου με τέτοιο βόρειο γεωγραφικό πλάτος. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της πολικής νύχτας στον βορρά, οι θερμοκρασίες πάνω από το μηδέν είναι συνηθισμένες στην ακτογραμμή. Η θαλάσσια επιρροή προκαλεί υψηλές βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Ο Χάραλντ Ε΄ του Οίκου του Γκλύξμπουργκ είναι ο σημερινός Βασιλιάς της Νορβηγίας. Η Έρνα Σόλμπεργκ είναι πρωθυπουργός από το 2013, όταν και αντικατέστησε τον Γενς Στόλτενμπεργκ. ενιαίο κυρίαρχο κράτος με συνταγματική μοναρχία, η Νορβηγία έχει διακριτές εξουσίες στο κοινοβούλιο, το υπουργικό συμβούλιο και το ανώτατο δικαστήριο, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα του 1814. Το βασίλειο ιδρύθηκε το 872 ως συγχώνευση μεγάλου αριθμού μικρών βασιλείων και έχει υπάρξει συνεχώς επί 1.147 χρόνια. Από το 1537 έως το 1814, η Νορβηγία ήταν μέρος του Βασιλείου Δανίας-Νορβηγίας και από το 1814 ως το 1905 ήταν σε προσωπική ένωση με το Βασίλειο της Σουηδίας. Η Νορβηγία ήταν ουδέτερη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τον Απρίλιο του 1940, όταν η χώρα δέχθηκε επίθεση και καταλήφθηκε από τη Γερμανία μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Νορβηγία έχει διοικητικές και πολιτικές υποδιαιρέσεις σε δύο επίπεδα: περιφέρειες και δήμους. Οι Σαάμι έχουν ένα ορισμένο βαθμό αυτοδιάθεσης και επιρροής στις παραδοσιακές τους περιοχές μέσω του Κοινοβουλίου τους και του Νόμου της Φίνμαρκ. Η Νορβηγία διατηρεί στενούς δεσμούς τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ιδρυτικό μέλος των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Συνθήκης της Ανταρκτικής και του Συμβουλίου των Βόρειων Χωρών, μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, του ΠΟΕ και του ΟΟΣΑ και της Συμφωνίας Σένγκεν. Επιπλέον η Νορβηγική γλώσσα είναι αμοιβαία κατανοητή με τη Δανική και τη Σουηδική.
Η Νορβηγία διατηρεί το πρότυπο ευημερίας των Βόρειων χωρών με καθολική υγειονομική περίθαλψη και ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και οι αξίες της έχουν τις ρίζες τους στα ιδεώδη της ισότητας[6]. Το νορβηγικό κράτος έχει μεγάλα ποσοστά ιδιοκτησίας σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς, έχοντας εκτεταμένα αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, ορυκτών, ξυλείας, αλιευμάτων και υδάτων. Η βιομηχανία πετρελαίου αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας.[7] Η Νορβηγία είναι ο μεγαλύτερος κατά κεφαλή παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο εκτός της Μέσης Ανατολής.[8] [9]
Η χώρα έχει το τέταρτο υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα στον κόσμο, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ[10]. Στον κατάλογο ΑΕΠ (ΙΑΔ) κατά κεφαλή (εκτίμηση 2015) της CIA, που περιλαμβάνει αυτόνομα εδάφη και περιοχές, η Νορβηγία κατατάσσεται ενδέκατη[11]. Έχει το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο στον κόσμο, αξίας 1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [12]. Η Νορβηγία έχει τον υψηλότερο Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης παγκοσμίως από το 2009, όπως και προγενέστερα μεταξύ 2001 και 2006.[13] Είχε επίσης την υψηλότερη θέση στον περιορισμό της ανισότητας [14] [15] [16] μέχρι το 2018, όταν τη θέση αυτή κατέλαβε η Ισλανδία.[17] Η Νορβηγία κατέλαβε την πρώτη θέση στην Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας για το 2017 [18] και σήμερα κατατάσσεται στην πρώτη θέση στο Δείκτη Καλύτερης Ζωής του ΟΟΣΑ, στο Δείκτη Δημόσιας Ακεραιότητας και στο Δείκτη Δημοκρατίας[19]. Η Νορβηγία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο [20].
Προϊστορία
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν του πολιτισμού Άρενσμπουργκ (11η έως 10η χιλιετία π.Χ.), που ήταν ένας πολιτισμός της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής κατά την τελευταία περίοδο ψύχους, στα τέλη της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων. Ο πολιτισμός πήρε το όνομά του από το ομώνυμο χωριό, 25 χλμ. βορειοανατολικά του Αμβούργου, στο γερμανικό κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, όπου έχουν ανασκαφεί ξύλινα βέλη [21]. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης στη Νορβηγία βρίσκονται κατά μήκος των ακτών, όπου οι πελώριοι πάγοι της τελευταίας εποχής των παγετώνων έλιωσαν για πρώτη φορά μεταξύ 11.000 και 8.000 π.Χ. Τα παλαιότερα ευρήματα είναι πέτρινα εργαλεία που χρονολογούνται από το 9.500 έως το 6.000 π.Χ., που ανακαλύφθηκαν στη Φίνμαρκ (πολιτισμός Kόμσα) στα βόρεια και στη Ρόγκαλαντ (πολιτισμός Φόσνα) στα νοτιοδυτικά. Ωστόσο οι θεωρίες για δύο εντελώς διαφορετικούς πολιτισμούς (τον πολιτισμό Kόμσα βόρεια του Αρκτικού Κύκλου και τον πολιτισμό Φόσνα από το Τρέντελαγκ ως το Οσλοφιόρδ) κατέστησαν ξεπερασμένοι τη δεκαετία του 1970.
Πιο πρόσφατα ευρήματα σε όλες τις ακτές αποκάλυψαν στους αρχαιολόγους ότι η διαφορά μεταξύ των δύο μπορεί απλά να αποδοθεί σε διαφορετικά είδη εργαλείων και όχι σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η παράκτια πανίδα αποτελούσε μέσο επιβίωσης για τους αλιείς και τους κυνηγούς, που μπόρεσαν να επιβιώσουν κατά μήκος των νότιων ακτών περί το 10.000 π.Χ. όταν το εσωτερικό ήταν ακόμα καλυμμένο με πάγο. Τώρα πιστεύεται ότι αυτοί οι λεγόμενοι «Αρκτικοί» λαοί ήρθαν από τον νότο και ακολούθησαν τις ακτές προς τα βόρεια αρκετά αργότερα.
Στο νότιο τμήμα της χώρας υπάρχουν κατοικίες που χρονολογούνται περίπου το 5.000 π.Χ. Τα ευρήματα από αυτές τις τοποθεσίες δίνουν μια σαφέστερη εικόνα της ζωής των λαών κυνηγών και αλιέων. Τα εργαλεία ποικίλουν σε σχήμα και κατά κύριο λόγο είναι κατασκευασμένα από διάφορα είδη πέτρας. Αυτά των μεταγενέστερων περιόδων είναι πιο επιδέξια. Έχουν βρεθεί ανάγλυφα σε βράχους (πετρογλυφικά), συνήθως κοντά σε περιοχές κυνηγιού και αλιείας. Αναπαριστούν θηράματα, όπως ελάφια, ταράνδους, άλκες, αρκούδες, πουλιά, φώκιες, φάλαινες και ψάρια (ειδικά σολομούς), που ήταν ζωτικής σημασίας για τον τρόπο ζωής των παράκτιων λαών. Τα πετρογλυφικά στην Αλτα της Φίνμαρκ, τα μεγαλύτερα στη Σκανδιναβία, έχουν γίνει στο επίπεδο της θάλασσας από το 4.200 έως το 500 π.Χ. και σηματοδοτούν την επέκταση της ξηράς καθώς η ανύψωση της θάλασσας μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων σταμάτησε.
Εποχή του Χαλκού
Μεταξύ του 3000 και του 2500 π.Χ. νέοι άποικοι έφθασαν στην Ανατολική Νορβηγία. Ήταν Ινδοευρωπαίοι αγρότες που καλλιεργούσαν σιτηρά και εκτρέφαν αγελάδες και πρόβατα. Ο πληθυσμός των κυνηγών-αλιέων των δυτικών ακτών αντικαταστάθηκε επίσης σταδιακά από αγρότες, αν και το κυνήγι και η αλιεία παρέμειναν χρήσιμα δευτερεύοντα μέσα διαβίωσης.
Από το 1500 π.Χ. περίπου εισήχθη σταδιακά ο μπρούντζος, αλλά συνεχίστηκε η χρήση των λίθινων εργαλείων. Η Νορβηγία διέθετε λίγους πόρους για να τους ανταλλάξει με ορειχάλκινα αντικείμενα και τα λίγα ευρήματα αποτελούνται κυρίως από περίτεχνα όπλα και πόρπες, που μόνο οι οπλαρχηγοί μπορούσαν να αποκτήσουν. Χαρακτηριστικοί αυτής της περιόδου είναι οι τεράστιοι ταφικοί τύμβοι από πέτρες κοντά στη θάλασσα, βόρεια μέχρι το Χάρσταντ αλλά και στη νότια ενδοχώρα. Τα μοτίβα των πετρογλυφικών διαφέρουν από εκείνα που είναι χαρακτηριστικά της Λίθινης Εποχής. Οι αναπαραστάσεις του Ήλιου, των ζώων, των δέντρων, των όπλων, των πλοίων και των ανθρώπων είναι όλες έντονα στυλιζαρισμένες.
Χιλιάδες πετρογλυφικά από την εποχή εκείνη απεικονίζουν πλοία και τα μεγάλα ταφικά μνημεία από πέτρα, που είναι γνωστά ως πέτρινα πλοία δείχνουν ότι τα πλοία και η ναυσιπλοΐα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στον πολιτισμό γενικότερα. Τα απεικονιζόμενα πλοία πιθανότατα αναπαριστούν κανό από συρραμμένες σανίδες, που χρησιμοποιούντο στον πόλεμο, το ψάρεμα και το εμπόριο. Αυτοί οι τύποι πλοίων μπορεί να έχουν την προέλευσή τους ήδη από τη νεολιθική περίοδο και διατηρήθηκαν στην Προρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, όπως για παράδειγμα το πλοίο Χιόρτσπρινγκ [22]
Εποχή του σιδήρου
Λίγα ευρήματα υπάρχουν από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (τα τελευταία 500 χρόνια π.Χ.). Οι νεκροί αποτεφρώνονταν και οι τάφοι τους περιέχουν λίγα ταφικά κτερίσματα. Κατά τους πρώτους τέσσερις αιώνες μ.Χ. ο λαός της Νορβηγίας βρισκόταν σε επαφή με την κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Γαλατία. Έχουν βρεθεί περίπου 70 ρωμαϊκοί ορειχάλκινοι λέβητες, συνήθως χρησιμοποιούμενοι ως τεφροδόχοι. Η επαφή με τις πολιτισμένες χώρες στα νοτιότερα επέφερε τη γνώση των ρούνων. Η αρχαιότερη γνωστή νορβηγική ρουνική επιγραφή χρονολογείται από τον 3ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αυξήθηκε η έκταση της κατοικημένης περιοχής της χώρας, εξέλιξη εντοπιζόμενη από συντονισμένες μελέτες τοπογραφίας, αρχαιολογίας και ονομάτων. Οι παλαιότερες ρίζες ονομάτων, όπως τα nes, vik και bø(«ακρωτήρι», «κόλπος» και «αγρόκτημα»), είναι πολύ αρχαιότερα, χρονολογούμενα ίσως από την Εποχή του Χαλκού, ενώ οι αρχαιότερες ομάδες σύνθετων ονομάτων με την κατάληξη vin («λιβάδι») ή heim («οικισμός»), όπως στο Bjǫrgvin (Μπέργκεν) ή στο Sφηheim (Seim), συνήθως χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν για πρώτη φορά να υποδιαιρέσουν την Εποχή του Σιδήρου στη Βόρεια Ευρώπη σε ξεχωριστές Προρωμαϊκή και Ρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, αφότου ο Εμιλ Βέντελ ανέσκαψε πολλά τέχνεργα της Εποχής του Σιδήρου το 1866 στο νησί Μπόρνχολμ, [23] που δεν εμφανίζουν την ίδια σαφή ρωμαϊκή επιρροή που παρατηρείται στα περισσότερα άλλα τέχνεργα από τους πρώτους αιώνες μ.Χ., δείχνοντας ότι τμήματα της βόρειας Ευρώπης δεν είχαν ακόμα έρθει σε επαφή με τους Ρωμαίους στην αρχή της Εποχής του Σιδήρου.
Περίοδος των μεταναστεύσεων
Η κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Γερμανικούς λαούς τον 5ο αιώνα χαρακτηρίζεται από πλούσια ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων τάφων φυλάρχων, που περιέχουν εξαιρετικά όπλα και χρυσά αντικείμενα. Τα αμυντικά οχυρά χτίστηκαν σε απόκρημνους βράχους λόφων. Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει πέτρινα θεμέλια αγροικιών μήκους 18 έως 27 - μιας ακόμη και 46 μέτρων - οι στέγες των οποίων στηρίζονταν σε ξύλινους στύλους. Αυτά τα σπίτια ήταν οικογενειακές αγροικίες όπου ζούσαν αρκετές γενιές, με ανθρώπους και βοοειδή κάτω από μία στέγη.
Τα κράτη αυτά βασίζονταν σε φυλές (π.χ. το Χόρνταλαντ στη Δυτική Νορβηγία). Τον 9ο αιώνα καθένα από αυτά τα μικρά κράτη είχαν σώματα (τοπικές ή περιφερειακές συνελεύσεις) για τη διαπραγμάτευση και την επίλυση διαφορών. Οι χώροι συνέλευσής τους, σε ένα υπαίθριο ή κλειστό ιερό, βρίσκονταν συνήθως στα παλαιότερα και καλύτερα αγροκτήματα που ανήκαν στους οπλαρχηγούς και τους πλουσιότερους αγρότες. Τα περιφερειακά σώματα ενώθηκαν για να σχηματίσουν ακόμα μεγαλύτερες ενότητες: συνελεύσεις αντιπροσώπων από αρκετές περιοχές. Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκαν τα lagting (συνελεύσεις για διαπραγματεύσεις και νομοθέτηση). Το Gulating είχε το σημείο σύγκλησής του στο Σόγκνεφιορδ και ίσως ήταν το κέντρο μιας αριστοκρατικής συνομοσπονδίας κατά μήκος των δυτικών φιόρδ και νησιών που ονομαζόταν Gulatingslag. Το Frostating ήταν η συνέλευση των ηγετών στην περιοχή του Τρόντχαϊμφιορδ. Οι Κόμητες του Λάντε, κοντά στο Τρόντχαϊμ, φαίνεται ότι είχαν διευρύνει τη Frostatingslag προσθέτοντας την παραλιακή περιοχή από το Ρόμσνταλφιορδ μέχρι το Λοφότεν.
Εποχή των Βίκινγκ
Από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα η ευρύτερη περιοχή της Σκανδιναβίας ήταν η πηγή των Βίκινγκ. Η λεηλασία του μοναστηριού στο Λιντισφάρνε στη Βορειοανατολική Αγγλία το 793 από τις Νορντικές φυλές θεωρείται προ πολλού ως το γεγονός που σηματοδότησε την αρχή της εποχής των Βίκινγκ. Αυτή η εποχή χαρακτηρίστηκε από την επέκταση και τη μετανάστευση των θαλασσοπόρων Βίκινγκ. Έκαναν αποικίες, επιδρομές και εμπόριο σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Οι Νορβηγοί εξερευνητές Βίκινγκ πρώτοι ανακάλυψαν την Ισλανδία τυχαία τον 9ο αιώνα, κατευθυνόμενοι προς τα Νησιά Φερόες και τελικά έφτασαν στη Βίνλαντ, γνωστό σήμερα ως Νέα Γη, στον Καναδά. Οι Βίκινγκ από τη Νορβηγία δραστηριοποιούνταν περισσότερο στις βόρειες και δυτικές περιοχές των Βρετανικών Νησιών και στα ανατολικά νησιά της Βόρειας Αμερικής [24]
Σύμφωνα με την παράδοση ο Χάραλντ Χορφάγκρε τους συνένωσε το 872 μετά τη Μάχη του Χάφρσφιορδ στο Σταβάνγκερ και έγινε έτσι ο πρώτος βασιλιάς μιας ενωμένης Νορβηγίας.[25] Το βασίλειο του Χάραλντ ήταν κυρίως παράκτιο κράτος της Νότιας Νορβηγίας. Ο Χορφάγκρε κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή και σύμφωνα με τις σάγκα, πολλοί Νορβηγοί εγκατέλειψαν τη χώρα για να ζήσουν στην Ισλανδία, στις Νήσους Φερόες, στη Γροιλανδία και σε μέρη της Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Οι σύγχρονες ιρλανδικές πόλεις Δουβλίνο, Λίμερικ και Ουώτερφορντ ιδρύθηκαν από Νορβηνούς εποίκους[26].
Οι Σκανδιναβικές παραδόσεις αντικαταστάθηκαν αργά από τις Χριστιανικές στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. Μία από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία των Βίκινγκ του 11ου αιώνα είναι η συνθήκη μεταξύ των Ισλανδών και του Όλαφ Χάραλντσον, βασιλιά της Νορβηγίας περί το 1015 έως το 1028.[27] Αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στους ιεραπόστολους βασιλιάδες Όλαφ Τρίγκβασον και Άγιο Όλαφ. Ο Χάακον ο Αγαθός ήταν ο πρώτος Χριστιανός βασιλιάς της Νορβηγίας, στα μέσα του 10ου αιώνα, αν και η προσπάθειά του να εισαγάγει τη θρησκεία απέτυχε. Γεννημένος κάπου μεταξύ 963-969 ο Όλαφ Τρίγκβασον ξεκίνησε επιδρομές στην Αγγλία με 390 πλοία, επιτιθέμενος και στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στη Νορβηγία το 995 ο Όλαφ αποβιβάστηκε στο Mόστερ. Εκεί έκτισε μια εκκλησία που ήταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία που χτίστηκε στη Νορβηγία. Από το Mόστερ ο Όλαφ έπλευσε βόρεια στο Τρόντχαϊμ, όπου ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Νορβηγίας από το Eyrathing το 995.[28]
Η φεουδαρχία ποτέ δεν αναπτύχθηκε ουσιαστικά στη Νορβηγία και στη Σουηδία, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο η κυβέρνηση απέκτησε ένα πολύ συντηρητικό φεουδαρχικό χαρακτήρα. Η Χανσεατική Ένωση υποχρέωσε τους βασιλιάδες να της παραχωρήσουν όλο και μεγαλύτερα δικαιώματα στο εξωτερικό εμπόριο και την οικονομία. Η Ένωση είχε αυτή τη δύναμη πάνω στους βασιλιάδες λόγω των δανείων που τους είχε παράσχει και το μεγάλο χρέος που είχε δημιουργηθεί. Ο μονοπωλιακός έλεγχος της Ένωσης στην οικονομία της Νορβηγίας πίεζε όλες τις τάξεις, ειδικά τους αγρότες, στον βαθμό που δεν υπήρχε πραγματική αστική τάξη στη Νορβηγία [29].
Εμφύλιος πόλεμος και μέγιστη ισχύς
Από τη δεκαετία του 1040 έως το 1130 η χώρα έζησε ειρηνικά.[30] Το 1130 ξέσπασε η περίοδος του εμφυλίου πολέμου λόγω των ασαφών κανόνων διαδοχής, που επέτρεπαν σε όλους τους γιους του βασιλιά να κυβερνούν από κοινού. Για ορισμένες περιόδους υπήρχε ειρήνη, πριν ένας μικρότερος γιος συμμαχήσει με έναν οπλαρχηγό αρχηγό και ξεκινήσει μια νέα σύγκρουση. Η Αρχιεπισκοπή του Νίνταρος δημιουργήθηκε το 1152 και προσπάθησε να ελέγξει τον διορισμό των βασιλέων [31]. Η εκκλησία αναγκάστηκε αναπόφευκτα να λάβει μέρος στις συγκρούσεις, με τους εμφύλιους πολέμους να γίνονται επίσης ένα ζήτημα σχετικά με την επιρροή της εκκλησίας στον βασιλιά. Οι πόλεμοι τέλειωσαν το 1217 με τον διορισμό του Χάακον Χάακονσον, που εισήγαγε σαφείς κανόνες διαδοχής.[32]
Από το 1000 έως το 1300 ο πληθυσμός αυξήθηκε από 150.000 σε 400.000, με αποτέλεσμα τόσο την εκχέρσωση περισσότερων εκτάσεων όσο και την υποδιαίρεση των εκμεταλλεύσεων. Ενώ στην εποχή των Βίκινγκ όλοι οι αγρότες είχαν την ιδιοκτησία τους, το 1300 το 70% της γης ανήκε στον βασιλιά, στην εκκλησία ή στην αριστοκρατία. Αυτή ήταν μια σταδιακή διαδικασία που έλαβε χώρα επειδή οι αγρότες δανείζονταν χρήματα σε δύσκολες εποχές και δεν ήταν σε θέση να τα επιστρέψουν. Ωστόσο οι εκμισθωτές της γης παρέμεναν πάντα ελεύθεροι και οι μεγάλες αποστάσεις και η συχνά διάσπαρτες ιδιοκτησίες σήμαιναν ότι απολάμβαναν πολύ περισσότερη ελευθερία από τους δουλοπάροικους. Τον 13ο αιώνα περίπου το 20% της σοδειάς ενός αγρότη πήγαινε στον βασιλιά, στην εκκλησία και στους γαιοκτήμονες [33].
Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως χρυσή εποχή της Νορβηγίας, με ειρήνη και ανάπτυξη του εμπορίου, ειδικά με τα Βρετανικά Νησιά, αν και η Γερμανία γινόταν όλο και πιο σημαντική προς το τέλος του αιώνα. Κατά τον Μέσο Μεσαίωνα ο βασιλιάς καθιέρωσε τη Νορβηγία ως κυρίαρχο κράτος με κεντρική διοίκηση και τοπικούς αντιπροσώπους[34].
Το 1349 ο Μαύρος Θάνατος εξαπλώθηκε στη Νορβηγία και μέσα σε ένα χρόνο σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού. Μεταγενέστερες επιδημίες μείωσαν τον πληθυσμό στο μισό. Πολλές κοινότητες εξαλείφθηκαν τελείως, οδηγώντας σε αφθονία γαιών, επιτρέποντας στους αγρότες να στραφούν περισσότερο στην κτηνοτροφία. Η μείωση των φόρων εξασθένησε τη θέση του βασιλιά[35] και πολλοί αριστοκράτες έχασαν τη βάση του πλεονάσματός τους, μερικοί έγιναν απλοί αγρότες. Η υψηλή δεκάτη προς την εκκλησία την καθιστούσε όλο και ισχυρότερη και ο αρχιεπίσκοπος έγινε μέλος του Συμβουλίου του Κράτους[36].
Η Χανσεατική Ένωση απέκτησε τον έλεγχο του νορβηγικού εμπορίου κατά τον 14ο αιώνα και ίδρυσε ένα εμπορικό κέντρο στο Μπέργκεν. Το 1380 ο Όλαφ Χάακορσον κληρονόμησε τον θρόνο τόσο της Νορβηγίας όσο και της Δανίας, δημιουργώντας μια ένωση μεταξύ των δύο χωρών. [37] Το 1397, υπό τη Μαργαρίτα Α΄, δημιουργήθηκε η Ένωση του Κάλμαρ μεταξύ των τριών Σκανδιναβικών χωρών. Η Μαργαρίτα επιχείρησε πόλεμο εναντίον των Γερμανών, με αποτέλεσμα τον εμπορικό αποκλεισμό και την υψηλότερη φορολόγηση των νορβηγικών αγαθών, που οδήγησε σε εξέγερση. Ωστόσο το Νορβηγικό Συμβούλιο του Κράτους ήταν πολύ αδύναμο για να αποχωρήσει από την ένωση.[38]
Η Μαργαρίτα ακολουθούσε μια συγκεντρωτική πολιτική, που αναπόφευκτα ευνοούσε τη Δανία, επειδή είχε μεγαλύτερο πληθυσμό από τη Νορβηγία και τη Σουηδία μαζί [39]. Παραχώρησε επίσης εμπορικά προνόμια στους Χανσεατικούς εμπόρους του Λύμπεκ στο Μπέργκεν ως αντάλλαγμα για την αναγνώριση του δικαιώματός της να κυβερνά, που έβλαψαν τη νορβηγική οικονομία. Οι Χανσεατικοί έμποροι σχημάτισαν κράτος εν κράτει στο Μπέργκεν για γενιές[40]. Ακόμη χειρότεροι ήταν οι πειρατές Vitalienbrüder, που εξαπέλυσαν τρεις καταστροφικές επιδρομές στο λιμάνι (την τελευταία το 1427).[41]
Η Νορβηγία περιθωριοποιήθηκε ακόμη περισσότερο υπό τη δυναστεία των Όλντενμπουργκ (που ιδρύθηκε το 1448). Υπήρξε μια εξέγερση υπό τον Κνουτ Αλβσον το 1502.[42] Οι Νορβηγοί είχαν κάποια συμπάθεια για τον Βασιλιά Χριστιανό Β΄, που έζησε στη χώρα αρκετά χρόνια. Η Νορβηγία δεν συμμετείχε στα γεγονότα που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της Σουηδίας από τη Δανία τη δεκαετία του 1520.[43]
Ένωση του Κάλμαρ
Μετά τον θάνατο του Χάακον Ε΄ (Βασιλιά της Νορβηγίας) το 1319 ο Μάγκνους Έρικσον, μόλις τριών ετών, κληρονόμησε τον θρόνο ως Βασιλιάς Μάγκνους Ζ΄ της Νορβηγίας. Ταυτόχρονα μια κίνηση για να γίνει ο Μάγκνους Βασιλιάς και της Σουηδίας απέβη επιτυχής και οι βασιλιάδες τόσο της Σουηδίας όσο και της Δανίας εξελέγησαν στον θρόνο από τους αντίστοιχους ευγενείς τους. Έτσι, με την εκλογή του στον θρόνο της Σουηδίας, τόσο η Σουηδία όσο και η Νορβηγία ενώθηκαν υπό τον Βασιλιά Μάγκνους Ζ΄. [44]
Το 1349 ο Μαύρος Θάνατος άλλαξε ριζικά τη Νορβηγία, σκοτώνοντας 50% έως 60% του πληθυσμού της [45] και αφήνοντάς την σε περίοδο κοινωνικής και οικονομικής ύφεσης [46]. Η πανώλη άφησε τη Νορβηγία πολύ φτωχή. Αν και το ποσοστό θνησιμότητας ήταν συγκρίσιμο με εκείνο της υπόλοιπης Ευρώπης, η οικονομική ανάκαμψη χρειάστηκε πολύ περισσότερο λόγω του μικρού, διάσπαρτου πληθυσμού[47]. Ακόμη και πριν από την πανώλη ο πληθυσμός ήταν μόνο περίπου 500.000. [48] Μετά από την πανώλη πολλά αγροκτήματα παρέμειναν ακαλλιέργητα, ενώ ο πληθυσμός αυξανόταν αργά.[49] Ωστόσο οι λίγοι επιζήσαντες εκμισθωτές των αγροκτημάτων διαπίστωσαν ότι η διαπραγματευτική τους θέση έναντι των γαιοκτημόνων τους ενισχύθηκε σημαντικά [50].
Ο Βασιλιάς Μάγκνους Ζ΄ ηγήθηκε της Νορβηγίας μέχρι το 1350, όταν ο γιος του Χάακον τοποθετήθηκε στον θρόνο ως Χάακον ΣΤ΄[51]. Το 1363 ο Χάακον ΣΤ΄ παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, την κόρη του Βασιλιά Βάλντεμαρ Δ΄ της Δανίας. [52] Μετά τον θάνατο του Χάακον ΣΤ΄ το 1379 ο γιος του Όλαφ Δ΄ ήταν μόλις 10 χρονών. [53] Ο Όλαφ είχε ήδη εκλεγεί στον θρόνο της Δανίας στις 3 Μαΐου του 1376. [54] Έτσι, μετά την ανάρρηση του Όλαφ στον θρόνο της Νορβηγίας, η Δανία και η Νορβηγία αποτέλεσαν προσωπική ένωση. [55] Η μητέρα του Όλαφ και χήρα του Χάακον, Βασίλισσα Μαργαρίτα, διαχειριζόταν τις εξωτερικές υποθέσεις της Δανίας και της Νορβηγίας για όσο ο Όλαφ Δ΄ ήταν ανήλικος.
Η Μαργαρίτα εργαζόταν προς μια ένωση της Σουηδίας με τη Δανία και τη Νορβηγία, με την εκλογή του Όλαφ στον θρόνο της Σουηδίας. Ήταν στα πρόθυρα της επίτευξης αυτού του στόχου όταν ξαφνικά πέθανε ο Όλαφ Δ΄. [56] Ωστόσο η Δανία έκανε τη Μαργαρίτα προσωρινή κυβερνήτη μετά τον θάνατο του Όλαφ. Στις 2 Φεβρουαρίου 1388 η Νορβηγία ακολούθησε το παράδειγμά της και έστεψε τη Μαργαρίτα. [57] Η Βασίλισσα Μαργαρίτα ήξερε ότι η εξουσία της θα ήταν πιο ασφαλής εάν κατάφερνε να βρει ένα βασιλιά να κυβερνήσει στη θέση της. Τοποθέτησε λοιπόν τον Ερρίκος της Πομερανίας, εγγονό της αδερφής της. Έτσι, σε μια πανσκανδιναβική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Kάλμαρ, ο Ερρίκος της Πομερανίας στέφθηκε Βασιλιάς και των τριών Σκανδιναβικών χωρών. Έτσι η βασιλική πολιτική οδήγησε στην προσωπική ένωση μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, φέρνοντας τελικά τους θρόνους της Νορβηγίας, της Δανίας και της Σουηδίας υπό τον έλεγχο της Βασίλισσας Μαργαρίτας, όταν η χώρα συμμετείχε στην Ένωση του Κάλμαρ.
Ένωση με τη Δανία
Μετά την έξοδο της Σουηδίας από την Ένωση του Κάλμαρ το 1521 η Νορβηγία προσπάθησε να ακολουθήσει το παράδειγμά της, αλλά η εξέγερση που ακολούθησε κατεστάλη και η Νορβηγία παρέμεινε σε ένωση με τη Δανία μέχρι το 1814, συνολικά 434 χρόνια. Κατά την περίοδο του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα η εποχή αυτή χαρακτηριζόταν από μερικούς ως «400χρονη νύχτα», καθώς όλη η βασιλική, πνευματική και διοικητική εξουσία του βασιλείου ήταν επικεντρωμένη στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Στην πραγματικότητα ήταν μια περίοδος μεγάλης ευημερίας και προόδου για τη Νορβηγία, ειδικά όσον αφορά τη ναυτιλία και το εξωτερικό εμπόριο, και εξασφάλισε επίσης την αναβίωση της χώρας από τη δημογραφική καταστροφή που είχε υποστεί με το Μαύρο Θάνατο. Με βάση τους αντίστοιχους φυσικούς πόρους, η Δανία-Νορβηγία ήταν στην πραγματικότητα ένα πολύ καλό δίδυμο, δεδομένου ότι η Δανία κάλυπτε τις ανάγκες της Νορβηγίας για προμήθειες σιτηρών και τροφίμων και η Νορβηγία προμήθευε τη Δανία με ξυλεία, μέταλλα και ψάρια.
Με την εισαγωγή του Προτεσταντισμού το 1536 η αρχιεπισκοπή του Τροντχάιμ διαλύθηκε και η Νορβηγία έχασε την ανεξαρτησία της και τελικά έγινε αποικία της Δανίας. Τα εισοδήματα και τα αγαθά της Εκκλησίας μεταφέρονταν στην αυλή της Κοπεγχάγης. Η Νορβηγία έχασε το σταθερό ρεύμα προσκυνητών στα λείψανα του Αγίου Ολάφ στο ιερό του Νίνταρος και μαζί τους, μεγάλο μέρος της επαφής με την πολιτιστική και οικονομική ζωή της υπόλοιπης Ευρώπης.
Αποκατεστημένη τελικά ως βασίλειο (αν και σε νομοθετική ένωση με τη Δανία) το 1661, η Νορβηγία είδε την εδαφική της έκταση να μειώνεται τον 17ο αιώνα με την απώλεια των επαρχιών Μπόχουλσεν, Γέμτλαντ και Χέργεντάλεν υπέρ της Σουηδίας, μετά από πολλούς καταστροφικούς πολέμους. Στον βορρά, ωστόσο, η επικράτειά της αυξήθηκε με την απόκτηση των βόρειων επαρχιών Τρομς και Φίνμαρκ, εις βάρος της Σουηδίας και της Ρωσίας.
Ο λιμός του 1695-1696 σκότωσε περίπου το 10% του πληθυσμού της Νορβηγίας.[58] Σιτοδείες έπληξαν τη Σκανδιναβία τουλάχιστον εννέα φορές μεταξύ 1740 και 1800, με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες.[59]
Ένωση με τη Σουηδία
Μετά την επίθεση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά της Δανίας-Νορβηγίας στη μάχη της Κοπεγχάγης το 1807, αυτή συνήψε συμμαχία με τον Ναπολέοντα, με τον πόλεμο να οδηγεί σε εξαθλίωση και μαζική λιμοκτονία το 1812. Καθώς το βασίλειο της Δανίας βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων το 1814, αναγκάστηκε, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Κιέλου, να παραχωρήσει τη Νορβηγία στον βασιλιά της Σουηδίας, ενώ οι παλιές νορβηγικές επαρχίες της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και των Νήσων Φερόε παρέμειναν στο Δανικό στέμμα[60]. Η Νορβηγία εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία για να κηρύξει την ανεξαρτησία της, υιοθέτησε ένα σύνταγμα βασισμένο σε αμερικανικά και γαλλικά πρότυπα και εξέλεξε τον Πρίγκιπα της Δανίας και Νορβηγίας Χριστιανό Φρειδερίκο ως βασιλιά στις 17 Μαΐου του 1814. Πρόκειται για τη διάσημη γιορτή Syttende Mai (Δεκάτη εβδόμη Μαΐου). Η Syttende Mai ονομάζεται επίσης Ημέρα του Νορβηγικού Συντάγματος.
Η νορβηγική αντίδραση στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να ενώσουν τη Νορβηγία με τη Σουηδία προκάλεσε την έκρηξη του Νορβηγικοσουηδικού πολέμου καθώς η Σουηδία προσπάθησε να υποτάξει τη Νορβηγία με στρατιωτικά μέσα. Δεδομένου ότι ο στρατός της Σουηδίας δεν ήταν αρκετά ισχυρός για να νικήσει τις νορβηγικές δυνάμεις εντελώς, το θησαυροφυλάκιο της Νορβηγίας δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να υποστηρίξει ένα παρατεταμένο πόλεμο και καθώς το Βρετανικό και το Ρωσικό ναυτικό απέκλεισε τις νορβηγικές ακτές [61], οι εμπόλεμοι αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν τη Σύμβαση του Μος. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ο Χριστιανός Φρειδερίκος παραιτήθηκε από τον νορβηγικό θρόνο και εξουσιοδότησε το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας να προβεί στις απαραίτητες συνταγματικές τροποποιήσεις για να επιτρέψει την προσωπική ένωση, που η Νορβηγία αναγκάστηκε να αποδεχθεί. Στις 4 Νοεμβρίου του 1814 το Κοινοβούλιο (Storting) εξέλεξε τον Κάρολο ΙΓ΄ της Σουηδίας ως βασιλιά της Νορβηγίας, δημιουργώντας έτσι την ένωση με τη Σουηδία[62]. Με αυτή τη συμφωνία η Νορβηγία διατηρούσε το φιλελεύθερο σύνταγμα και τους ανεξάρτητους θεσμούς της, εκτός από την εξωτερική πολιτική. Μετά την ύφεση που προκλήθηκε από τους Ναπολεόντειους Πολέμους η οικονομική ανάπτυξη της Νορβηγίας παρέμεινε αργή έως ότου επιταχύνθηκε γύρω στο 1830. [63]
Την περίοδο αυτή παρατηρήθηκε επίσης η άνοδος του νορβηγικού ρομαντικού εθνικισμού, καθώς οι Νορβηγοί προσπάθησαν να καθορίσουν και να εκφράσουν ένα ξεχωριστό εθνικό χαρακτήρα. Το κίνημα κάλυψε όλους τους κλάδους του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας (Χένρικ Βέργκελαντ[1808-1845], Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον [1832-1910], Πέτερ Κρίστεν Ασμπγερνσεν [1812-1845], Γέργκεν Μόε [1813-1882]), της ζωγραφικής (Χανς Γκούντε [1825-1903], Αντολφ Τίντεμαντ [1814-1876]), της μουσικής (Έντβαρντ Γκρηγκ [1843-1907]) και ακόμη και της γλωσσικής πολιτικής, όπου οι προσπάθειες καθορισμού μιας εγχώριας γραπτής γλώσσας για τη Νορβηγία οδήγησαν στις δύο σημερινές επίσημες γραπτές φόρμες της νορβηγικής: την Μποκμάλ και τη Νυνόρσκ.
Ο Βασιλιάς Κάρολος Γ΄ Ιωάννης, που ανέβηκε στον θρόνο της Νορβηγίας και της Σουηδίας το 1818, ήταν ο δεύτερος βασιλιάς μετά την απόσχιση της Νορβηγίας από τη Δανία και την ένωση της με τη Σουηδία. Ο Κάρολος Ιωάννης ήταν αντιφατική προσωπικότητα και η μακρά βασιλεία του έφτασε μέχρι το 1844. Προστάτευσε το σύνταγμα και τις ελευθερίες της Νορβηγίας και της Σουηδίας κατά την εποχή του Μέττερνιχ. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε φιλελεύθερος μονάρχης για την εποχή του. Ωστόσο ήταν αδίστακτος στη χρήση αμειβόμενων πληροφοριοδοτών, της μυστικής αστυνομίας και των περιορισμών στην ελευθερία του τύπου για να καταπνίξει κάθε μεταρρυθμιστικό κίνημα - ειδικά το νορβηγικό εθνικό κίνημα ανεξαρτησίας[64].
Η Ρομαντική εποχή που ακολούθησε τη βασιλεία του Βασιλιάς Κάρολου Γ΄ Ιωάννη έφερε μερικές σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το 1854 οι γυναίκες κέρδισαν το δικαίωμα να κληρονομήσουν περιουσία οι ίδιες, όπως και οι άνδρες. Το 1863 καταργήθηκε το τελευταίο ίχνος διατήρησης των ανύπαντρων γυναικών στην κατάσταση των ανηλίκων. Επιπλέον στη συνέχεια έγιναν επιλέξιμες για διάφορα επαγγέλματα, ιδιαίτερα για δασκάλες[65]. Στα μέσα του αιώνα η δημοκρατία στη Νορβηγία ήταν περιορισμένη σε σχέση με τα σύγχρονα πρότυπα: Η ψηφοφορία περιοριζόταν στους αξιωματούχους, τους ιδιοκτήτες ακινήτων, τους εκμισθωτές και τους αστούς των χαρακτηρισμένων ως πόλεων[66].
Η Νορβηγία παρέμενε ακόμη μια συντηρητική κοινωνία. Η ζωή στη χώρα (ειδικά η οικονομική) «κυριαρχείτο από την αριστοκρατία των επαγγελματιών που καταλάμβαναν τις περισσότερες από τις σημαντικές θέσεις στην κεντρική κυβέρνηση» [67]. Στη Νορβηγία δεν υπήρχε ισχυρή αστική τάξη που να απαιτήσει την ανατροπή αυτού του αριστοκρατικού ελέγχου της οικονομίας [68]. Έτσι, αν και οι επαναστάσεις σάρωσαν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το 1848, η Νορβηγία έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη από τις εξεγέρσεις αυτές.[69]
Ο Μάρκους Τράνε ήταν ουτοπικός σοσιαλιστής. Έκανε την έκκλησή του προς την εργατική τάξη, προτρέποντας για αλλαγή της κοινωνικής δομής «από τα κάτω προς τα πάνω». Το 1848 οργάνωσε ένα εργατικό σύλλογο στο Ντράμεν. Σε λίγους μήνες αυτός ο σύλλογος είχε 500 μέλη και εξέδιδε τη δική της εφημερίδα. Μέσα σε δύο χρόνια 300 σύλλογοι οργανώθηκαν σε όλη τη Νορβηγία, με συνολική συμμετοχή 20.000 ατόμων. Τα μέλη προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις τόσο των αστικών όσο και των αγροτικών περιοχών. Για πρώτη φορά αυτές οι δύο ομάδες αισθάνονταν ότι είχαν μια κοινή υπόθεση.[70] Στο τέλος η εξέγερση συνετρίβη εύκολα. Ο Τράνε συνελήφθη και το 1855, μετά από τέσσερα χρόνια φυλάκισης, καταδικάστηκε σε τρία επιπλέον χρόνια για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Οταν αποφυλακίστηκε ο Μάρκους Τράνε προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναζωογονήσει το κίνημά του, αλλά μετά τον θάνατο της συζύγου του, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες.[71]
Το 1898 χορηγήθηκε σε όλους τους άνδρες καθολικό δικαίωμα ψήφου, και σε όλες τις γυναίκες το 1913.
Διάλυση της ένωσης
Ο Κρίστιαν Μίκελσεν, μεγαλοεφοπλιστής και πολιτικός και πρωθυπουργός της Νορβηγίας από το 1905 έως το 1907, διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στον ειρηνικό διαχωρισμό της Νορβηγίας από τη Σουηδία στις 7 Ιουνίου του 1905. Ένα εθνικό δημοψήφισμα επιβεβαίωσε την προτίμηση των λαών για μια μοναρχία αντί δημοκρατίας. Κανένας Νορβηγός δεν μπορούσε δικαίως να διεκδικήσει νόμιμα τον θρόνο επειδή κανένας δεν μπορούσε να αποδείξει τη σχέση του με τους μεσαιωνικούς βασιλιάδες και στην ευρωπαϊκή παράδοση το βασιλικό ή «γαλάζιο» αίμα αποτελεί προϋπόθεση για αξίωση επί του θρόνου.
Η κυβέρνηση προσέφερε τον θρόνο της Νορβηγίας σε έναν πρίγκιπα του Δανογερμανικού βασιλικού οίκου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ. Ο πρίγκηπας Κάρολος της Δανίας εξελέγη ομόφωνα βασιλιάς από το Νορβηγικό Κοινοβούλιο, ο πρώτος βασιλιάς μιας πλήρως ανεξάρτητης Νορβηγίας μετά από 508 χρόνια (1397: Ένωση του Κάλμαρ). Πήρε το όνομα Χάακον Ζ΄. Το 1905 η χώρα καλωσόρισε τον πρίγκιπα από τη γειτονική Δανία, τη σύζυγό του Μωντ της Ουαλίας και τον μικρό τους γιο για την επανίδρυση του βασιλικού οίκου της Νορβηγίας. Μετά από αιώνες στενών δεσμών μεταξύ Νορβηγίας και Δανίας, ένας πρίγκιπας από την τελευταία ήταν η προφανής επιλογή για τον Ευρωπαίο πρίγκιπα που θα μπορούσε να συνδεθεί καλύτερα με τον νορβηγικό λαό.
Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Καθ 'όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Νορβηγία ήταν καταρχήν ουδέτερη χώρα. Στην πραγματικότητα όμως πιέστηκε από τους Βρετανούς να παραδώσει όλο και μεγαλύτερα τμήματα του μεγάλου εμπορικού της στόλου στους Βρετανούς με χαμηλό αντίτιμο, καθώς και να συμμετάσχει στον εμπορικό αποκλεισμό της Γερμανίας. Τα νορβηγικά εμπορικά πλοία, συνήθως με το νορβηγικό τους πλήρωμα, έπλεαν με τη βρετανική σημαία, κινδυνεύοντας να βυθιστούν από γερμανικά υποβρύχια. Έτσι πολλοί Νορβηγοί ναυτικοί και πλοία χάθηκαν. Έτσι ο νορβηγικός εμπορικός στόλος έπεσε από την τέταρτη στην έκτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. [72]
Η Νορβηγία διακήρυξε επίσης την ουδετερότητα της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις απόψεις ορισμένων πολιτικών κομμάτων της χώρας ότι η στρατηγική θέση της χώρας, στα ανατολικά της Βρετανίας και με ακτές στον Ατλαντικό, ήταν πολύ μεγάλη για να αφήσει ασυγκίνητη τη Γερμανία. Παρ' όλα αυτά, δέχθηκε την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων (Επιχείρηση Weserübung) στις 9 Απριλίου του 1940. Η Γερμανία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο Όσλο, στο Νάρβικ και σε άλλες Νορβηγικές πόλεις. Παρόλο που η Νορβηγία δεν ήταν προετοιμασμένη για τη γερμανική αιφνιδιαστική επίθεση (βλ. Επίθεση στη Νορβηγία), η αντίσταση του στρατού και του ναυτικού διήρκεσε δύο μήνες. Οι Νορβηγικές ένοπλες δυνάμεις στον βορρά εξαπέλυσαν μια επίθεση εναντίον των Γερμανικών δυνάμεων στη Μάχη-Ναυμαχία του Νάρβικ, μέχρις ότου αναγκάστηκαν να παραδοθούν στις 10 Ιουνίου μετά την απώλεια της Βρετανικής υποστήριξης, που είχε στραφεί προς τη Γαλλία μετά την εκεί Γερμανική επίθεση.
Ο Βασιλιάς Χάακον και η Νορβηγική κυβέρνηση διέφυγαν στο Ρόδερχαϊθ του Λονδίνου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου απεύθυναν εμπνευσμένους ραδιοφωνικούς λόγους και στήριξαν τις παράνομες στρατιωτικές ενέργειες στη Νορβηγία κατά των Γερμανών. Την ημέρα της εισβολής, ο αρχηγός του μικρού Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος Νάσιοναλ Σάμλιγκ, Βίντκουν Κουίσλιγκ, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά αναγκάστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές να παραμερίσει. Την πραγματική εξουσία ασκούσε ο αρχηγός των Γερμανικών αρχών κατοχής, Ραϊχσκόμισαρ Γιόζεφ Τέρμποβεν. Ο Κουίσλιγκ, ως πρωθυπουργός, σχημάτισε αργότερα μια κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον έλεγχο των Γερμανών. (Ο όρος Κουίσλινγκ χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για προδότες που κυβερνούν τη χώρα τους ως μαριονέτες ξένων δυνάμεων). Έως 15.000 Νορβηγοί προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν στις Γερμανικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των Waffen-SS.[73]
Το τμήμα του νορβηγικού πληθυσμού που υποστήριζε τη Γερμανία ήταν παραδοσιακά μικρότερο από ό,τι στη Σουηδία, αλλά μεγαλύτερο από αυτό που θεωρείται γενικά σήμερα. Περιλάμβανε σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν. Η ιδέα μιας «Γερμανικής Ένωσης» κρατών-μελών ταίριαζε αρκετά με την εθνικιστική-πατριωτική τους ιδεολογία.
Πολλοί Νορβηγοί και πρόσωπα νορβηγικής καταγωγής συμμετείχαν στις Συμμαχικές καθώς και στις Ελεύθερες Νορβηγικές Δυνάμεις. Τον Ιούνιο του 1940 μια μικρή ομάδα είχε εγκαταλείψει τη Νορβηγία, ακολουθώντας τον βασιλιά τους στη Βρετανία. Αυτή η ομάδα περιλάμβανε 13 πλοία, πέντε αεροσκάφη και 500 άνδρες του Βασιλικού Νορβηγικού Ναυτικού. Μέχρι το τέλος του πολέμου η δύναμη είχε αυξηθεί σε 58 πλοία και 7.500 άνδρες που υπηρετούσαν στο Βασιλικό Νορβηγικό Ναυτικό, 5 μοίρες αεροσκαφών (συμπεριλαμβανομένων Spitfires, υδροπλάνων Sunderland και Mosquitos) στη νεοσυσταθείσα Νορβηγική Πολεμική Αεροπορία και δυνάμεις ξηράς.
Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών γερμανικής κατοχής οι Νορβηγοί δημιούργησαν ένα κίνημα αντίστασης, που πολέμησε τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις τόσο με πολιτική ανυπακοή όσο και με ένοπλη αντίσταση, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής του εργοστασίου βαρέως ύδατος της Norsk Hydro και των αποθεμάτων βαρέως ύδατος στο Βέμορκ, που έπληξαν καίρια το γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα (βλέπε: Νορβηγική δολιοφθορά βαρέως ύδατος). Πιο σημαντικός όμως για την πολεμική προσπάθεια των συμμάχων ήταν ο ρόλος του Νορβηγικού Εμπορικού Ναυτικού. Την εποχή της εισβολής η Νορβηγία είχε τον τέταρτο μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο. Επικεφαλής του ήταν η νορβηγική ναυτιλιακή εταιρεία Nortraship υπό τους Συμμάχους καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου και έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από την εκκένωση της Δουνκέρκης μέχρι την Απόβαση στη Νορμανδία. Κάθε Δεκέμβριο η Νορβηγία προσφέρει ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ευχαριστία για τη βρετανική βοήθεια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια τελετή λαμβάνει χώρα για το στήσιμο του δέντρου στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου.[74] Το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ δεν καταλήφθηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα. Η Γερμανία δημιούργησε μυστικά ένα μετεωρολογικό σταθμό το 1944. Το πλήρωμα εγκλωβίστηκε μετά τη γενική συνθηκολόγηση τον Μάιο του 1945 και διασώθηκε από ένα Νορβηγό κυνηγό φώκιας στις 4 Σεπτεμβρίου. Παραδόθηκαν στον κυνηγό φώκιας ως οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες που παραδόθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [75].
Μεταπολεμική ιστορία
Από το 1945 έως το 1962 το Εργατικό Κόμμα είχε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Έιναρ Γκέρχαρντσεν, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εμπνευσμένο από τον κεϋνσιανισμό, δίνοντας έμφαση στη χρηματοδοτούμενη από το κράτος εκβιομηχάνιση και στη συνεργασία μεταξύ συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων. Πολλά μέτρα κρατικού ελέγχου της οικονομίας, που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνεχίστηκαν, παρόλο που η διανομή με δελτίο των γαλακτοκομικών προϊόντων ήρθη το 1949, ενώ ο έλεγχος των τιμών και η ελεγχόμενη παροχή κατοικιών και αυτοκινήτων συνεχίστηκε μέχρι το 1960.
Η συμμαχία κατά τον πόλεμο με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίστηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Παρά το γεγονός ότι επιδίωκε τον στόχο μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, το Εργατικό Κόμμα αποστασιοποιήθηκε από τους Κομμουνιστές (ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Κομμουνιστές στην Τσεχοσλοβακία το 1948) και ενίσχυσε τους δεσμούς εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής με τις ΗΠΑ. Η Νορβηγία έλαβε βοήθεια με το Σχέδιο Μάρσαλ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ξεκίνησε το 1947, προσχώρησε ένα χρόνο αργότερα στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ) και ήταν ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) το 1949.
Τα πρώτα πετρέλαια ανακαλύφθηκε στο μικρό πεδίο Μπάλντερ το 1967, αλλά η παραγωγή άρχισε μόνο το 1999. [76] Το 1969 η εταιρεία Phillips Petroleum Company ανακάλυψε πετρελαϊκά αποθέματα στο πεδίο Εκοφισκ δυτικά της Νορβηγίας. Το 1973 η Νορβηγική κυβέρνηση ίδρυσε την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Statoil. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να έχει θετικό ισοζύγιο μόνο τις αρχές της δεκαετίας του '80 λόγω της μεγάλης επένδυσης κεφαλαίου που απαιτήθηκε για τη δημιουργία της πετρελαϊκής βιομηχανίας της χώρας. Περί το 1975 τόσο το ποσοστό όσο και ο απόλυτος αριθμός εργαζομένων στη βιομηχανία κορυφώθηκαν. Από τότε οι βιομηχανίες και οι υπηρεσίες, όπως η μαζική εργοστασιακή παραγωγή και η ναυτιλία στο εργοστάσιο, έχουν ανατεθεί σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς συνεργάτες.
Η Νορβηγία ήταν ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). Η Νορβηγία κλήθηκε δύο φορές να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει μετά από δημοψηφίσματα με μικρή διαφορά το 1972 και το 1994.[77]
Το 1981 μια συντηρητική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κόρε Βίλοχ διαδέχθηκε το Εργατικό Κόμμα με μια πολιτική τόνωσης της στασιμοπληθωριστικής οικονομίας με περικοπές φόρων, οικονομική φιλελευθεροποίηση, απορρύθμιση των αγορών και μέτρα για τον περιορισμό του υψηλού πληθωρισμού (13,6% το 1981).
Η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Νορβηγίας, η Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ του Εργατικού Κόμματος, συνέχισε πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του συντηρητικού προκάτοχού της, υποστηρίζοντας παράλληλα παραδοσιακές πολιτικές των Εργατικών, όπως η κοινωνική ασφάλιση, οι υψηλοί φόροι, η εκβιομηχάνιση και ο φεμινισμός. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Νορβηγία είχε αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος και είχε αρχίσει να συσσωρεύει πόρους σε ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο. Από τη δεκαετία του 1990 ζήτημα πολιτικής διαφωνίας είναι πόσο από το εισόδημα από την παραγωγή πετρελαίου θα πρέπει να δαπανάει η κυβέρνηση και πόσο να αποταμιεύει.
Το 2011 η Νορβηγία υπέστη δύο τρομοκρατικές επιθέσεις την ίδια ημέρα που πραγματοποίησε ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, που έπληξε το κυβερνητικό συγκρότημα στο Όσλο και μια θερινή κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος στο νησί Ουτόγια, με 77 νεκρούς και 319 τραυματίες.
Οι Νορβηγικές βουλευτικές εκλογές του 2013 έφεραν στην εξουσία μια πιο συντηρητική κυβέρνηση, με το Συντηρητικό Κόμμα και το Κόμμα Προόδου να κερδίζουν το 43% των ψήφων του εκλογικού σώματος.