πίνακας ζωγραφικής του Ρέμπραντ From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Νυχτερινή περίπολος ολλανδικά: De Nachtwacht (αναλυτικός πλήρης τίτλος Ο λόχος της πολιτοφυλακής υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάννινκ Κοκ (στα ολλανδικά: Schutters van wijk II onder leiding van kapitein Frans Banninck Cocq),[1] είναι πίνακας ζωγραφικής του 1642 του Ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ φαν Ράιν. Σήμερα αποτελεί τμήμα της συλλογής του Μουσείου του Άμστερνταμ αλλά εκτίθεται στο Ρέικσμουζεουμ του Άμστερνταμ υπό μορφή διαρκούς δανείου. Πρόκειται για έναν από τους πλέον γνωστούς πίνακες της χρυσής ολλανδικής εποχής στη ζωγραφική και είναι το "παράθυρο 16" στον "Κανόνα του Άμστερνταμ".[2][3]
Νυχτερινή περίπολος | |
---|---|
Ονομασία | Νυχτερινή περίπολος |
Δημιουργός | Q5598 |
Έτος δημιουργίας | 1642 |
Είδος | Ελαιογραφία σε καμβά |
Ύψος | 363 |
Πλάτος | 437 εκ. |
Πόλη | Άμστερνταμ |
Μουσείο | Ρέικσμουζεουμ |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Ο πίνακας είναι διάσημος χάρη σε τρία βασικά του χαρακτηριστικά: Το πολύ μεγάλο του μέγεθος (363 εκ. × 437 εκ.), την υποβλητική χρήση φωτός και σκιάσεων (τενεμπρισμός) και τη σύλληψη της κίνησης σε ένα θέμα που παραδοσιακά θα ήταν ένα στατικό πορτρέτο στρατιωτικών.
Ο πίνακας ολοκληρώθηκε το 1642, στο απόγειο της Ζωγραφικής της ολλανδικής Χρυσής Εποχής. Απεικονίζει τον επώνυμο λόχο που μετακινείται, υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάννινκ Κοκ, ο οποίος είναι ντυμένος στα μαύρα και φέρει κόκκινο σειρήτι, και τον υπολοχαγό του Βίλλεμ φαν Ρόιτενμπουρχ (Willem van Ruytenburch), ο οποίος είναι ντυμένος στα κίτρινα και φέρει λευκό σειρήτι. Με την αποτελεσματική χρήση του ηλιακού φωτός και των σκιάσεων, ο Ρέμπραντ οδηγεί το μάτι του θεατή στους τρεις πιο σημαντικούς χαρακτήρες που απεικονίζονται στη σκηνή ανάμεσα στο πλήθος των άλλων μορφών: Οι δύο άνδρες στο κέντρο (από τους οποίους ο πίνακας έλαβε τον πρωτότυπο τίτλο του) και το νεαρό κορίτσι στο κέντρο και αριστερά του περιθωρίου. Πίσω από αυτούς, τα χρώματα του λόχου φέρονται από τον σημαιοφόρο Γιαν Φίσχερ Κορνέλισσεν (Jan Visscher Cornelissen).
Ο Ρέμπραντ έχει αναπαραστήσει το παραδοσιακό έμβλημα των τυφεκιοφόρων της εποχής με φυσικό τρόπο, με το κορίτσι στο περιθώριο να φέρει τα κύρια σύμβολα. Το ίδιο το κορίτσι είναι ένα είδος μασκότ: Τα άκρα των ποδιών του νεκρού κοτόπουλου (claws) στη ζώνη του αντιπροσωπεύουν τους clauweniers (τυφεκιοφόρους - άνδρες που εκείνη την εποχή έφεραν αρκεβούζια), το πιστόλι πίσω από το κοτόπουλο αντιπροσωπεύει το τριφύλλι και η ίδια κρατά τον κύλικα της πολιτοφυλακής. Ο άνδρας μπροστά από το κορίτσι φορά κράνος με ένα φύλλο βαλανιδιάς, παραδοσιακό μοτίβο των τυφεκιοφόρων. Το νεκρό κοτόπουλο αναπαριστά, επίσης, τον νικημένο αντίπαλο. Το κίτρινο χρώμα συχνά σχετίζεται με τη νίκη.
Μια διαφορετική ερμηνεία προτείνει ότι ο Ρέμπραντ ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα, ενσωματώνοντας πολλά διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα, όπως συνηθίζεται στους πλέον ταλαντούχους καλλιτέχνες. Έτσι, η νυχτερινή περίπολος έχει συμμετρικά υποδιαιρεθεί, πρώτον για να τονίσει την ενότητα μεταξύ των Ολλανδών προτεσταντών και καθολικών και δεύτερον για να τονίσει την πολεμική προσπάθειά τους εναντίον των Ισπανών των Κάτω Χωρών. Σύμφωνα με την πολυεπίπεδη σχεδίαση του Ρέμπραντ, ο ψηλότερος λοχαγός (με τα μαύρα) συμβολίζει την προτεσταντική ηγεμονία, η οποία υποστηρίζεται πιστά από τους Ολλανδούς καθολικούς, τους οποίους αντιπροσωπεύει ο (κοντύτερος) υπολοχαγός, ντυμένος στα κίτρινα. Επιπλέον, όλοι οι χαρακτήρες του πίνακα είναι έτσι σχεδιασμένοι ώστε να τους αποδίδονται διπλές αναγνώσεις.[4]
Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του πίνακα είναι ότι οι μορφές έχουν πραγματικές ανθρώπινες διαστάσεις. Ο Ρέμπραντ καταφέρνει να προσδώσει την ψευδαίσθηση ότι οι μορφές είναι έτοιμες να πηδήσουν από τον καμβά στον πραγματικό χώρο.
Επί μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την ύπαρξή του, το έργο ήταν καλυμμένο με σκούρο βερνίκι, το οποίο του έδινε την εσφαλμένη εντύπωση ότι απεικόνιζε νυχτερινή σκηνή, γεγονός το οποίο οδήγησε στην απόδοση του ονόματος με το οποίο είναι κοινά γνωστό σήμερα. Το βερνίκι αυτό αφαιρέθηκε μόνο κατά τη δεκαετία του 1940.
Το 1715, κατά τη μετακίνησή του από το Kloveniersdoelen (το κτίριο συγκεντρώσεων των πολιτοφυλάκων) προς το Δημαρχείο του Άμστερνταμ, το έργο περικόπηκε και στις τέσσερις πλευρές του. Αυτό, πιθανόν, έγινε ώστε να χωρέσει ανάμεσα σε δύο κολώνες, κάτι που ήταν συνήθης πρακτική πριν τον 19ο αιώνα. Η περικοπή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια δύο μορφών στην αριστερή πλευρά του πίνακα, του άνω τμήματος της αψίδας, του κιγκλιδώματος και της άκρης του σκαλιού. Το κιγκλίδωμα και το σκαλί ήταν ζωτικά οπτικά "εργαλεία", που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ρέμπραντ προκειμένου να προσδώσει στο έργο την ψευδαίσθηση της κίνησης προς τα εμπρός. Αντίγραφο του 17ου αιώνα, δημιουργημένο από τον Χέρριτ Λούντενς στην Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου, δείχνει την αρχική σύνθεση.[5]
Ο πίνακας παραγγέλθηκε (περί το 1639) από τον λοχαγό Μπάννινκ Κοκ και δεκαεπτά μέλη των Kloveniers (πολιτοφυλάκων).[6] Δεκαοκτώ ονόματα αναφέρονται σε μια ασπίδα, που ζωγραφίστηκε περί το 1715, στο κέντρο και δεξιά του περιθωρίου, όταν ο μισθωμένος τυμπανιστής προστέθηκε δωρεάν στο έργο.[7] Συνολικά στο έργο απεικονίζονται 34 μορφές. Ο Ρέμπραντ έλαβε ως αμοιβή 1.600 γκίλντερς (χρυσά νομίσματα) για τον πίνακα (καθένας από τους απεικονιζομένους πλήρωσε 100 γκίλντερς), μεγάλο ποσό για την εποχή. Ο πίνακας ήταν ο πρώτος μιας σειράς επτά παρόμοιων πινάκων με άνδρες της πολιτοφυλακής (Schuttersstuk) που δόθηκαν ως παραγγελίες σε διάφορους καλλιτέχνες.
Ο πίνακας παραγγέλθηκε για να αναρτηθεί στην αίθουσα δεξιώσεων του νεοκτισμένου Kloveniersdoelen (κτίσμα συναντήσεων των τυφεκιοφόρων) στο Άμστερνταμ. Κάποιοι έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η ευκαιρία για τις παραγγελίες αυτές, τόσο στον Ρέμπραντ όσο και στους άλλους καλλιτέχνες, ήταν η επίσκεψη της βασίλισσας της Γαλλίας Μαρίας των Μεδίκων το 1638. Αν και δραπέτευε από τη χώρα της, έχοντας εξοριστεί κατ' εντολή του γιου της Λουδοβίκου ΙΓ΄, η άφιξη της βασίλισσας συνοδεύτηκε από λαμπρή τελετή.
Ο πίνακας αρχικά αναρτήθηκε στη "Μεγάλη Σάλα" (Groote Zaal) στο Kloveniersdoelen του Άμστερνταμ. Σήμερα στο κτίριο αυτό στεγάζεται το ξενοδοχείο Ντούλεν (Doelen Hotel). Το 1715 το έργο μεταφέρθηκε στο Δημαρχείο του Άμστερνταμ και υπέστη τροποποιήσεις. Όταν ο Μέγας Ναπολέων κατέκτησε την Ολλανδία, το Δημαρχείο έγινε το "Ανάκτορο του Νταμ" και οι άρχοντες το μετέφεραν στο Trippenhuis, κτίριο της οικογένειας Τριπ. Ο Ναπολέων διέταξε την επιστροφή του, αλλά όταν, το 1813, η κατοχή της χώρας τερματίστηκε, το έργο μεταφέρθηκε ξανά στο Trippenhuis, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών της Ολλανδίας. Παρέμεινε εκεί μέχρι τη μεταφορά του στο Ρέικσμουζεουμ, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του κτιρίου του το 1885.
Ο πίνακας αφαιρέθηκε από το μουσείο τον Σεπτέμβριο του 1939, με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο καμβάς αποσπάστηκε από το πλαίσιο και τυλίχθηκε γύρω από έναν κύλινδρο, ο οποίος τοποθετήθηκε σε κιβώτιο συσκευασιών. Φυλάχθηκε στο Κάστρο Ραντμπάουντ (Kasteel Radboud) στο Μεντέμπλικ, βόρεια του Άμστερνταμ.[8] Με τη λήξη του Πολέμου, τοποθετήθηκε εκ νέου στην κορνίζα του, συντηρήηκε και επέστρεψε στη θέση του στο Ρέικσμουζεουμ.
Λόγω των μεγάλων ανακαινίσεων στο μουσείο, στις 11 Δεκεμβρίου 2003 ο πίνακας μεταφέρθηκε σε προσωρινή θέση αφού αποσπάστηκε από την κορνίζα του, τυλίχτηκε σε αντιοξειδωτικό χαρτί, τοποθετήθηκε σε ξύλινο πλαίσιο και σε δύο ειδικά περιτυλίγματα, μεταφέρθηκε στο νέο του προορισμό και επανήλθε στο μουσείο όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανακαίνισής του, τον Απρίλιο του 2013, οπότε και τοποθετήθηκε στην αίθουσα που έλαβε το όνομά του: Nachtwachtzaal (αίθουσα της νυχτερινής περιπόλου).
Υπάρχει μια επίμονη παρανόηση σχετικά με το γεγονός ότι η δημοτικότητα του Ρέμπραντ εξασθένισε ως αποτέλεσμα της αρνητικής υποδοχής του κοινού στον πίνακα. Ο μύθος αυτός επεκτάθηκε και στη σύγχρονη διαφήμιση: Το 1967, η αεροπορική εταιρεία KLM προέβαλε σε διαφήμιση τον πίνακα, συνοδευόμενο από κείμενο που ανέφερε: "Δείτε τη νυχτερινή περίπολο, τη φαντασμαγορική "αποτυχία" του Ρέμπραντ, (που προκάλεσε) την αποδοκιμασία του, σε σημείο να χρεωκοπήσει". Ο μύθος δεν έχει καμία λογική προέλευση και δεν υπάρχουν καταγραφές κριτικής του έργου κατά τη διάρκεια της ζωής του Ρέμπραντ, ενώ ο λοχαγός Κοκ παράγγειλε στον καλλιτέχνη ένα αντίγραφο του πίνακα με υδροχρώματα για την προσωπική του συλλογή.
Είναι πολύ πιθανότερο η εξασθένιση της δημοτικότητας του καλλιτέχνη δεν ήταν αποτέλεσμα αντίδρασης απέναντι σε κάποιο έργο του, αλλά οφείλεται σε ευρύτερη μεταβολή των προσωπικών προτιμήσεων του κοινού. Κατά τη δεκαετία του 1640, οι εύποροι πάτρονες άρχισαν να προτιμούν τα λαμπερά χρώματα και τον χαριτωμένο τρόπο που είχαν εγκαινιάσει ζωγράφοι όπως ο Φλαμανδός προσωπογράφος Άντονι βαν Ντάικ.
Σύμφωνα με τον Βρετανό εικαστικό και σκηνοθέτη Πίτερ Γκρίναγουεϊ, η νυχτερινή περίπολος αποτελεί κλειδί μιας συνωμοσίας και ενός φόνου, αυτού του Πίερς Χάσελμπεργκ, διοικητή του 13ου λόχου πολιτοφυλακής του Αμστερνταμ, υπόθεση που τότε είχε συνταράξει την πόλη του Άμστερνταμ. Το έργο αποτελεί ένα είδος «κατηγορώ» του καλλιτέχνη, το οποίο τελικά οδήγησε στην εξασθένιση της δημοτικότητάς του. Ο Γκρίναγουεϊ γύρισε την ταινία "Rembrandt's J' accuse" για να στηρίξει τα λεγόμενά του.[9].
Στις 13 Ιανουαρίου 1911 ένας άνδρας έσκισε τον καμβά του πίνακα χρησιμοποιώντας μαχαίρι υποδηματοποιού.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1975, ένας άνεργος καθηγητής "επιτέθηκε" στον πίνακα με μαχαίρι ψωμιού και κατάφερε να κάνει μερικά μεγάλα, σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ κοψίματα. Ο πίνακας αποκαταστάθηκε με επιτυχία μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά από κοντά είναι ορατά ορισμένα σημεία που εμφαίνουν την καταστροφή. Ο δράστης δεν διώχθηκε επίσημα και αυτοκτόνησε σε ίδρυμα νοητικής αποκατάστασης τον Απρίλιο του 1976.
Στις 6 Απριλίου 1990 ένας άνδρας ψέκασε με οξύ τον πίνακα έχοντας κρύψει το σπρέι ώστε να τον προσεγγίσει. Παρενέβησαν οι φρουροί ασφαλείας και σύντομο διάστημα ο πίνακας ψεκάστηκε με νερό. Ευτυχώς το οξύ είχε προλάβει να διαπεράσει μόνο το λούστρο του πίνακα και αποκαταστάθηκε πλήρως.[10]
Στις 26 Οκτωβρίου 2011, το Ρέικσμουζέουμ εγκατέστησε νέο φωτισμό του έργου με λυχνίες LED με τεχνολογία που δεν προκαλεί ζημιές στον πίνακα. Με την τεχνολογία αυτή είναι η πρώτη φορά που ο πίνακας, φωτισμένος με φως από LED, αποκαλύπτει τις λεπτές αποχρώσεις της πολύπλοκης χρωματικής παλέτας που χρησιμοποίησε ο Ρέμπραντ.
Ο φωτισμός αυτός χρησιμοποιεί λυχνίες LED με χρωματική θερμοκρασία 3.200° Κ, που παρέχουν φωτισμό παρόμοιο με το θερμό λευκό των λαμπτήρων βολφραμίου - αλογόνου. Έχει δείκτη χρωματικής απεικόνισης άνω του 90, κάτι που τον καθιστά κατάλληλο για φωτισμό έργων τέχνης, όπως η νυχτερινή περίπολος. Με τον νέο φωτισμό LED το μουσείο εξοικονομεί το 80% της ενέργειας, ενώ παράλληλα παρέχει στο έργο ασφαλέστερο περιβάλλον, λόγω της απουσίας υπεριωδών ακτίνων, ακτινοβολίας και θερμότητας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.