Ξυλογραφία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ξυλογραφία (αγγλ. woodcut, wood engraving) είναι η τέχνη της εγχάραξης πάνω σε ξύλινη επιφάνεια, αναγλυφικών αναπαραστάσεων προορισμένων προς εκτύπωση, και το αποτέλεσμα της εκτύπωσης αυτών των αναπαραστάσεων[1][2].
Η τέχνη αυτή ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Αρχαίοι λαοί όπως οι Αιγύπτιοι, οι Ινδοί, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που χρησιμοποιούσαν την ξυλογραφία ταυτόχρονα με τη χαρακτική των μετάλλων. Κατά τον Μεσαίωνα, η ξυλογραφία χρησιμοποιείται σε σφραγίδες και μονογράμματα και για την αποτύπωση έγχρωμων σχεδίων, κυρίως επάνω σε υφασμάτινες επιφάνειες.
Οι παλαιότερες ξυλογραφίες που σώζονται, βρέθηκαν στην Κίνα και τοποθετούνται χρονολογικά στην εποχή της δυναστεία των Τανγκ, μεταξύ 618-905 μ.Χ.[3]. Οι ξυλογραφίες αυτές ήταν μονόχρωμες και είχαν σκοπό να αναπαραχθούν σε αυτές πολλές εικόνες θρησκευτικών θεμάτων. Οι αρχαιότερες από αυτές χρονολογούνται από το 868 μ.Χ. και ανακαλύφθηκαν το 1907 από τον Άουρελ Στάϊν μέσα σε σπηλιές όπου γινόταν η λατρεία του Βούδα εν Τουν Χουάγκ του Κινεζικού Τουρκεστάν.
Από την Κίνα η τέχνη της ξυλογραφίας διαδόθηκε στην Ιαπωνία κατά τον 8ο αιώνα για την αναπαράσταση λαϊκών εικόνων που αναπαριστούσαν θρησκευτικά θέματα. Στην Ιαπωνία, παρόλα αυτά, δημιουργήθηκε μεταγενέστερα σχολή με καλλιτέχνες, όπου ενώ θεωρούσαν τη ζωγραφική ως υψηλή τέχνη, επιδίδονται, ταυτόχρονα και στην τέχνη της ξυλογραφίας.