Ομοφυλοφιλία
ερωτική έλξη ή σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ δύο ατόμων του ίδιου φύλου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ομοφυλοφιλία είναι η ερωτική έλξη, η σεξουαλική έλξη ή η σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Ως σεξουαλικός προσανατολισμός, η ομοφυλοφιλία είναι ένα διαρκές μοτίβο συναισθηματικής, ερωτικής ή/και σεξουαλικής έλξης αποκλειστικά προς άτομα του ίδιου φύλου. Επίσης αναφέρεται στην αίσθηση ενός ατόμου για την ταυτότητά του που καθορίζεται από αυτές τις έλξεις ή από σχετικές συμπεριφορές[1][2]. Η ομοφυλοφιλία αφαιρέθηκε από τις λίστες των ψυχικών διαταραχών του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών (DSM) στις 15 Δεκεμβρίου 1973 μετά από τις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος.
Μαζί με την αμφιφυλοφιλία και την ετεροφυλοφιλία, η ομοφυλοφιλία είναι μία από τις τρεις βασικές κατηγορίες σεξουαλικού προσανατολισμού στο ετερο-ομοφυλοφιλικό φάσμα.[1] Η επιστήμη δεν γνωρίζει τις ακριβείς αιτίες που διαμορφώνουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά πιστεύεται ότι οφείλεται σε μία περίπλοκη αλληλεπίδραση γενετικής, ορμονών και περιβαλλοντικών επιρροών,[3][4][5] και δεν τον θεωρούν επιλογή.[3][4][6] Οι επιστήμονες δείχνουν να συμφωνούν με θεωρίες βασισμένες στη βιολογία,[3] οι οποίες κατευθύνονται προς γενετικούς παράγοντες, το πρώιμο μητρικό περιβάλλον, και τα δύο ή τη συμπερίληψη γενετικών και κοινωνικών παραγόντων.[7][8] Δεν υπάρχουν ουσιαστικές μαρτυρίες που να υποδηλώνουν ότι η ανατροφή ή η πρώιμη παιδική ηλικία παίζουν κάποιο ρόλο όσον αφορά το σεξουαλικό προσανατολισμό.[7] Ενώ κάποιοι πιστεύουν ότι η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά δεν είναι φυσιολογική,[9] επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι η ομοφυλοφιλία είναι μία φυσική και φυσιολογική μορφή ανθρώπινης σεξουαλικότητας και δεν προκαλεί από μόνη της αρνητικά ψυχολογικά φαινόμενα.[1][10] Δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν ότι η χρήση ψυχολογικών παρεμβάσεων αλλάζει το σεξουαλικό προσανατολισμό.[11]
Οι πιο συχνοί όροι που αφορούν τα ομοφυλόφιλα άτομα είναι λεσβία για τις γυναίκες και γκέι για τους άντρες, αν και ο όρος γκέι μπορεί να αναφέρεται και σε άντρες και σε γυναίκες. Ο αριθμός των ατόμων που προσδιορίζονται ως γκέι ή λεσβίες και το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές εμπειρίες είναι δύσκολο να υπολογιστεί από τους ερευνητές με αξιοπιστία για διάφορους λόγους, όπως το γεγονός ότι πολλοί γκέι και λεσβίες δεν αυτοπροσδιορίζονται ανοιχτά λόγω της ομοφοβίας και της ετεροσεξιστικής διάκρισης.[12] Η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά έχει καταγραφεί και παρατηρηθεί επίσης και σε πολλά είδη ζώων.[13][14][15][16][17]
Πολλοί γκέι και λεσβίες αναπτύσσουν σχέσεις, αν και μόλις πρόσφατα άρχισαν να καταγράφονται και να διαμορφώνονται πολιτικές συνθήκες που να θεμελιώνουν την ορατότητα και την απαρίθμησή τους.[18] Αυτές οι σχέσεις είναι ισοδύναμες με τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις από ψυχολογική άποψη.[2] Ομοφυλοφιλικές σχέσεις και δράσεις έχουν θαυμαστεί, αλλά και καταδικαστεί, μέσα στην ιστορία, ανάλογα με τη μορφή που είχαν και τον πολιτισμό στον οποίο αναπτύσσονταν.[19] Από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρξε ένα παγκόσμιο κίνημα υπέρ της αυξημένης ορατότητας, αναγνώρισης και νόμιμων δικαιωμάτων για τα ομοφυλόφιλα άτομα, μεταξύ των οποίων ο γάμος ομοφύλων και το σύμφωνο συμβίωσης, η υιοθεσία και η άσκηση του γονικού ρόλου, η εργασία, η στράτευση, η ίση πρόσβαση στην υγεία και η εισαγωγή νόμου κατά της βίας και του εκφοβισμού για την προστασία των γκέι μειονοτήτων.