Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά (Φάουλ)
όρος του ποδοσφαίρου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές στο ποδόσφαιρο είναι ενέργειες, που διαπράττονται από παίκτες, οι οποίοι κρίνονται από τον διαιτητή ως υπαίτιοι και στη συνέχεια τιμωρούνται. Ένα παράπτωμα μπορεί να είναι παράβαση, ανάρμοστη συμπεριφορά ή και τα δύο, ανάλογα με τη φύση του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται. Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές αναφέρονται στο 12ο Κανόνα του παιχνιδιού.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ως φάουλ (foul) χαρακτηρίζεται μια άδικη ενέργεια, που παρατηρείται από τον διαιτητή, όταν ένας παίκτης παραβιάζει τους Κανόνες του παιχνιδιού. Τα φάουλ τιμωρούνται με την παραχώρηση ελεύθερου λακτίσματος (ενδεχομένως πέναλτι) στην αντίπαλη ομάδα. Ένας κατάλογος συγκεκριμένων παραπτωμάτων, που μπορεί να είναι φάουλ περιγράφονται λεπτομερώς στον 12ο Κανόνα του παιχνιδιού και αφορούν κυρίως το υπερβολικά επιθετικό φυσικό παιχνίδι και την παράβαση επαφής της μπάλας με το χέρι (άλλες παραβάσεις, όπως οι τεχνικές παραβάσεις κατά την επαναφορά, δεν θεωρούνται φάουλ). Επιπλέον, ένα φάουλ μπορεί να διαπράττεται:
- μόνο από έναν ενεργό παίκτη (όχι έναν αναπληρωματικό),
- εντός των ορίων του αγωνιστικού χώρου, ενώ η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού και
- πρέπει να διαπράττεται εναντίον ενός αντιπάλου.
Για παράδειγμα, ένας παίκτης, που χτυπά τον διαιτητή ή έναν συμπαίκτη του, δεν είναι φάουλ, αλλά είναι ανάρμοστη συμπεριφορά.
Η ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduction) είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά ενός παίκτη, που κρίνεται από τον διαιτητή ως δικαιολογία πειθαρχικής κύρωσης (παρατήρηση ή αποβολή). Η ανάρμοστη συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνει πράξεις οι οποίες, επιπλέον, είναι παραβάσεις (φάουλ). Ανάρμοστες συμπεριφορές μπορούν να σημειωθούν οποιαδήποτε στιγμή, είτε η μπάλα είναι εντός είτε εκτός παιχνιδιού, πριν την έναρξη και μετά τη λήξη του παιχνιδιού, ακόμη και κατά τη διάρκεια της παύσης του ημιχρόνου. Ακόμη, τόσο οι ενεργοί παίκτες όσο και οι αναπληρωματικοί μπορούν να τιμωρηθούν για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αυτό είναι διαφορετικό από ένα φάουλ, που διαπράττεται από έναν (ενεργό) παίκτη στον αγωνιστικό χώρο και μόνο κατά ενός αντιπάλου, όταν το παιχνίδι είναι σε εξέλιξη. Η ανάρμοστη συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα οι υπαίτιοι να τιμωρούνται είτε με προειδοποιητική παρατήρηση (που υποδεικνύεται με κίτρινη κάρτα) είτε με αποβολή από το παιχνίδι (που υποδεικνύεται με κόκκινη κάρτα). Ο παίκτης, που αποβλήθηκε, δεν μπορεί να αντικατασταθεί, ενώ η ομάδα του πρέπει να παίξει το υπόλοιπο του παιχνιδιού με έναν παίκτη λιγότερο. Όταν ένας παίκτης παρατηρείται, τα στοιχεία του παίκτη καταγράφονται παραδοσιακά από τον διαιτητή σε ένα μικρό σημειωματάριο. Μια δεύτερη παρατήρηση του ίδιου παίκτη στον ίδιο αγώνα οδηγεί οριστικά στην αποβολή του παίκτη. Ο διαιτητής έχει σημαντική διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των Κανόνων. Ειδικότερα, το παράπτωμα "αντιαθλητικής συμπεριφοράς" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των περισσοτέρων γεγονότων, που παραβιάζουν το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν αναφέρονται ως συγκεκριμένα παραπτώματα.
Το σύστημα προειδοποιητικής παρατήρησης και αποβολής υπήρχε εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά σε λεκτικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν ήταν ικανοποιητική σε διεθνείς αγώνες, όπου παίκτες και διαιτητές μιλούσαν και καταλάβαιναν διαφορετικές γλώσσες. Η ιδέα των γλωσσικά ουδέτερων χρωματιστών καρτών προήλθε από τον Άγγλο διαιτητή Ken Aston, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα των χρωμάτων μετά την επεισοδιακή αναμέτρηση Αγγλίας-Αργεντινής για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του, όταν ο σηματοδότης μπροστά του άλλαξε από πορτοκαλί/κίτρινο σε ερυθρό. Η πρώτη εκτεταμένη χρήση των καρτών έγινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1970, που διεξήχθη στο Μεξικό. Ωστόσο, η χρήση των καρτών δεν έγινε υποχρεωτική σε όλα τα επίπεδα μέχρι το 1992. Το ποδόσφαιρο ήταν το πρώτο μεγάλο άθλημα, που χρησιμοποίησε κάρτες ποινής, μια πρακτική, που υιοθετήθηκε αργότερα από πολλά άλλα αθλήματα.