Πασάς
ανώτερος τίτλος στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο πασάς (τουρκικά paşa, από το padeshah) ήταν ανώτερος τίτλος στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία, καθώς και στο Βασίλειο της Αιγύπτου. Προέρχεται κατ΄ άλλους από τον πρωτοτουρκικό όρο bash ağa που σήμαινε αρχηγός ή φύλαρχος, ενώ κατ΄ άλλους, περισσότερο βάσιμα, προέρχεται από την περσική λέξη padeshah =πους+βασιλεύς, πόδι βασιλέως, δηλαδή ο πλησιέστερος ιεραρχικά στον βασιλέα ή αυτοκράτορα και η οποία χρησιμοποιούνταν από τους σουλτάνους ως επίσημος συμπληρωματικός τίτλος επιμέρους περιοχών που υπάγονταν σ΄ αυτούς. Τόσο η άσκηση εξουσίας όσο και η διοικητική περιφέρεια του πασά λεγόταν ομοίως πασαλίκι.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στην οθωμανική διοίκηση ο τίτλος του πασά ήταν ανώτερος του μπέη και κατώτερος του μεγάλου βεζίρη με διοικητικό χωροταξικό χαρακτήρα, αντίστοιχο με τον σημερινό περιφερειάρχη με περισσότερες όμως εξουσίες. Κατά την περίοδο της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συχνά ο τίτλος αυτός συνδεόταν με αυτόν του βεζίρη. Ο τίτλος του πασά έπαψε να ισχύει επίσημα μετά τη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην όμως οι Τούρκοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή και σήμερα προς ένδειξη σεβασμού σε διάφορα καταξιωμένα πρόσωπα. Τον τίτλο του πασά έφερε και ο Κεμάλ Ατατούρκ. Στην Αίγυπτο ο τίτλος διατηρούνταν μέχρι το 1952 και λίγο αργότερα.