Ποδόσφαιρο
ομαδικό άθλημα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα που παίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες των 11 παικτών με μία σφαιρική μπάλα. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας διεξάγεται σε ένα ορθογώνιο γήπεδο με φυσικό ή τεχνητό χλοοτάπητα πράσινου χρώματος και ένα μεταλλικό πλαίσιο στο μέσο κάθε μιας από τις στενές πλευρές, γνωστό ως τέρμα, εστία ποδοσφαίρου ή γκολπόστ. Το τέρμα φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα. Σκοπός της κάθε ομάδας είναι να οδηγήσει την μπάλα στο αντίπαλο τέρμα, δηλαδή «να βάλει γκολ» (από την αγγλική λέξη goal που σημαίνει σκοπός) ή «να σημειώσει τέρμα» ή «να σκοράρει», όπως λέγεται στην ειδική ποδοσφαιρική γλώσσα. Οι παίκτες χειρίζονται τη μπάλα κυρίως με τα πόδια, αλλά και με τον κορμό ή το κεφάλι. Η ομάδα που θα επιτύχει τα περισσότερα γκολ ως το τέλος του παιχνιδιού κερδίζει τον αγώνα, ενώ αν καμία ομάδα δεν σημειώσει γκολ (η γνωστή ως «λευκή ισοπαλία», 0-0) ή και οι δύο ομάδες καταλήξουν στο τέλος του παιχνιδιού με τον ίδιο αριθμό γκολ σε σκορ, τότε το παιχνίδι λήγει ισόπαλο.
Στόχος των παικτών είναι η επίτευξη τέρματος | |
Ύψιστη διοικητική αρχή | FIFA |
---|---|
Άλλο όνομα | «Ο βασιλιάς των σπορ»[1] |
Πρώτο παιχνίδι | Μέσα του 19ου αιώνα στην Αγγλία |
Χαρακτηριστικά | |
Επαφή | Ναι |
Μέλη ομάδας | 11 κάθε ομάδα |
Μικτών φύλων | Ναι, διαφορετικές διοργανώσεις |
Κατηγοριοποίηση | Ομαδικά αθλήματα, Αθλήματα με μπάλα |
Εξοπλισμός | Μπάλα ποδοσφαίρου |
Χώρος διεξαγωγής | Γήπεδο ποδοσφαίρου |
Παρουσία | |
Χώρα ή περιοχή | Παγκόσμια |
Ολυμπιακό άθλημα | Ναι, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες 1936 |
Παραολυμπιακό άθλημα | Ναι, Ποδόσφαιρο 5x5 από το 2004 και Ποδόσφαιρο 7x7 από το 1984 |
Το ποδόσφαιρο είναι σήμερα το πιο δημοφιλές άθλημα στον κόσμο. Στις αρχές του 21ου αιώνα ασχολούνταν με αυτό περισσότεροι από 250 εκατομμύρια αθλητές σε περισσότερα από 200 κράτη.[2] Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι παίζεται σε διάφορα επίπεδα, από φιλικό, με λιγότερους ή περισσότερους από έντεκα παίκτες, παιδιά ή ενήλικες, σε ένα οποιουδήποτε μεγέθους γήπεδο, με δύο τυχαία αντικείμενα για τη σήμανση του τέρματος, έως επαγγελματικό, με επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αυστηρή τήρηση των κανονισμών και περισσότερους από 100.000 ενθουσιώδεις θεατές να παρακολουθούν σε ειδική ποδοσφαιρική αρένα υψηλών τεχνικών προδιαγραφών. Ανώτατη οργανωτική αρχή του ποδοσφαίρου είναι η FIFA (FIFA - Fédération Internationale de Football Association), η οποία διεξάγει την κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ή όπως συχνά αποκαλείται ισπανόγλωσσα «Μουντιάλ» (Mundial[3]) κάθε τέσσερα χρόνια.[4]
Το όνομα του αθλήματος στα ελληνικά είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τις λέξεις πόδι και σφαίρα, κατά αναλογία του αγγλικού football.[5] Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ο όρος association football για να γίνεται διάκριση από άλλες μορφές ποδοσφαίρου που διεξάγονταν την εποχή εκείνη και ειδικότερα από το ράγκμπι (rugby football).[6] Επίσης, στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος soccer που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1880 στην Αγγλία από τη σύντμηση των λέξεων social ceremony («κοινωνική τελετή»).[7] Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η λέξη soccer προήλθε από συντομογραφία της λέξης association με την προσθήκη της κατάληξης -er, που σχημάτισε αρχικά το assoccer και αργότερα το soccer.[8] Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος football χρησιμοποιείται αντί του όρου association football στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, και ο όρος soccer στον Καναδά και στις ΗΠΑ, καθώς και στην Ιαπωνία.[8] Σε άλλες αγγλόφωνες χώρες, όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι,[8][9] ενώ υπάρχουν και τοπικά ονόματα για το άθλημα.
Επειδή οι κανόνες του ποδοσφαίρου διατυπώθηκαν αρχικά στην Αγγλία από τις τέσσερις βρετανικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, οι τυποποιημένες διαστάσεις του ποδοσφαιρικού γηπέδου μετρήθηκαν σε βρετανικές μονάδες μέτρησης. Στη σύγχρονη εποχή, οι Κανόνες του Παιχνιδιού αναφέρουν τις κατά προσέγγιση ισοδύναμες διαστάσεις σε διεθνείς μονάδες μέτρησης. Η τάση χρήσης των παραδοσιακών μονάδων παραμένει σε αγγλόφωνες χώρες.[10]
Ο αγωνιστικός χώρος διεξαγωγής του ποδοσφαίρου είναι γήπεδο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου (βλ. διπλανή εικόνα), το οποίο χαράσσεται με λευκές γραμμές. Όλες οι γραμμές πρέπει να έχουν το ίδιο πλάτος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12 εκατοστά, και θεωρείται ότι αποτελεί χώρο της περιοχής την οποία ορίζει κάθε γραμμή. Οι δύο μακρύτερες πλευρές του παραλληλογράμμου ονομάζονται πλάγιες γραμμές και οι δύο στενότερες γραμμές τέρματος.[11] Για διεθνείς ποδοσφαιρικούς αγώνες ενηλίκων το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 64 μέχρι 75 μέτρα. Για εθνικούς και άλλους μικρότερους ποδοσφαιρικούς αγώνες η πλάγια γραμμή μπορεί να έχει μήκος 90 έως 120 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 45 έως 90 μέτρα, με την προϋπόθεση ότι το μήκος της πλάγιας γραμμής είναι πάντα μεγαλύτερο από το μήκος της γραμμής τέρματος και ο αγωνιστικός χώρος δεν γίνεται τετράγωνο. Παρόλο που το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ενέκρινε το 2008 τυποποιημένα μεγέθη (105 μέτρα για την πλάγια γραμμή και 68 μέτρα για τη γραμμή τέρματος) για διεθνείς αγώνες επιπέδου Α,[12][13] η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ.[14]
Ο αγωνιστικός χώρος χωρίζεται σε δύο τμήματα με μία διχοτόμο γραμμή (γραμμή κέντρου), που περνά από το σημείο του κέντρου του γηπέδου και συναντά το μέσο κάθε πλάγιας γραμμής. Γύρω από το σημείο του κέντρου χαράσσεται κύκλος με ακτίνα 9,15 μέτρα.[11] Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 5,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο σε απόσταση 5,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και την γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή τέρματος» ή «μικρή περιοχή».[11]
Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται επίσης δύο γραμμές, που αρχίζουν από απόσταση 16,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε απόσταση 16,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και τη γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή πέναλτι» ή «μεγάλη περιοχή». Μέσα σε κάθε περιοχή πέναλτι αποτυπώνεται το σημείο του πέναλτι σε απόσταση 11 μέτρων από τη μέση της απόστασης μεταξύ των κάθετων δοκαριών και σε ίση απόσταση από αυτά. Έξω από την περιοχή πέναλτι χαράσσεται ένα τόξο κύκλου με ακτίνα 9,15 μέτρων από το κέντρο κάθε σημείου πέναλτι.[11]
Σε κάθε γωνία («κόρνερ») του αγωνιστικού χώρου τοποθετείται ένα κοντάρι ύψους το λιγότερο 1,5 μέτρο, χωρίς αιχμηρή κορυφή, με σημαία. Κοντάρια με σημαία επιτρέπεται να τοποθετηθούν επίσης σε κάθε άκρο της διχοτόμου γραμμής σε απόσταση το λιγότερο ένα μέτρο έξω από την πλάγια γραμμή. Στο εσωτερικό κάθε γωνίας του αγωνιστικού χώρου χαράσσεται ένα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα ένα μέτρο από κάθε κοντάρι.[11]
Ένα ορθογώνιο τέρμα που σχηματίζεται από δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο δοκάρι είναι τοποθετημένο στο μέσο κάθε γραμμής τέρματος και ορίζει την εστία της ομάδας.[11] Οι κάθετες και η οριζόντια δοκός πρέπει να είναι κατασκευασμένες από ξύλο, μέταλλο ή άλλο εγκεκριμένο υλικό, να έχουν διατομή τετράγωνη, ορθογώνια, κυκλική ή ελλειπτική, χωρίς να είναι επικίνδυνες για τους παίκτες,[11] και να έχουν λευκό χρώμα.[11] Τα δύο κάθετα δοκάρια βρίσκονται σε ίση απόσταση από κάθε κοντάρι με σημαία του κόρνερ. Η απόσταση μεταξύ των κάθετων δοκαριών είναι 7,32 μέτρα και η απόσταση από το χαμηλότερο άκρο του οριζόντιου δοκαριού μέχρι το έδαφος είναι 2,44 μέτρα. Τα δύο κάθετα δοκάρια και το οριζόντιο δοκάρι έχουν το ίδιο πλάτος και πάχος μεταξύ τους, όχι μεγαλύτερο από 12 εκατοστά, και το ίδιο πλάτος με τις γραμμές τέρματος. Στο τέρμα και στο έδαφος πίσω από το τέρμα επιτρέπεται να αναρτηθούν δίχτυα που συγκρατούν τη μπάλα όταν περάσει το τέρμα (αν και δεν είναι απαραίτητα σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού), με την προϋπόθεση ότι είναι καλά στερεωμένα και δεν εμποδίζουν τους παίκτες. Τα τέρματα πρέπει να είναι αγκυρωμένα με ασφάλεια στο έδαφος. Επιτρέπεται η χρήση μεταφερόμενων τερμάτων, εφόσον πληρούν αυτή την προϋπόθεση.[11]
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι βασίζεται σε ένα σύνολο κανόνων, που είναι γνωστοί ως Κανόνες του Παιχνιδιού, και παίζεται με τη χρήση μιας φουσκωμένης ελαστικής σφαίρας, της μπάλας ποδοσφαίρου. Με στρίψιμο κέρματος από πριν την έναρξη του αγώνα αποφασίζεται σε ποια πλευρά του γηπέδου θα εγκαταστήσει την εστία της κάθε ομάδα και ποια θα εκτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, κάθε ομάδα προσπαθεί να οδηγήσει τη μπάλα στην εστία της αντίπαλης, που ορίζεται από το «τέρμα» σε καθεμιά από τις στενές πλευρές του γηπέδου και φυλάσσεται από συγκεκριμένο παίκτη, τον τερματοφύλακα. Εφόσον ολόκληρη η μπάλα περάσει πίσω από τη γραμμή, ανάμεσα από τα δύο κατακόρυφα και το οριζόντιο δοκάρι του αντίπαλου τέρματος, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί κάποια παράβαση από την επιτιθέμενη ομάδα, τότε η ομάδα αυτή θεωρείται ότι σημείωσε «γκολ» ή «τέρμα».[13][15] Αν από λάθος κατά τη διαδικασία απόκρουσης παίκτης της αμυνόμενης ομάδας στείλει ο ίδιος τη μπάλα στο τέρμα, τότε θεωρείται και πάλι ότι σημειώθηκε γκολ υπέρ της επιτιθέμενης ομάδας («αυτογκόλ»). Η ομάδα που έχει πετύχει τα περισσότερα τέρματα στο τέλος του παιχνιδιού είναι η νικήτρια. Σε περίπτωση ίσου αριθμού γκολ, το παιχνίδι λήγει ισόπαλο ή οδηγείται στην παράταση ή/και στα πέναλτι, ανάλογα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη διοργάνωση. Στα περισσότερα επαγγελματικά παιχνίδια σημειώνονται μόνο μερικά γκολ. Στην αγγλική Πρέμιερ Λιγκ, για παράδειγμα, την περίοδο 2022-23 ο μέσος όρος γκολ ανά αγώνα ήταν 2,85.[16]
Οι επιτιθέμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για γκολ μέσω επιδέξιων ατομικών ελιγμών αποφυγής του αντιπάλου (ντρίμπλα), μεταβίβασης της μπάλας σε συμπαίκτη (πάσα) και βολής προς το τέρμα (σουτ). Οι αμυνόμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να ανακτήσουν τον έλεγχο της μπάλας, είτε ανακόπτοντας μια πάσα, είτε διεκδικώντας τη μπάλα από τον αντίπαλο ποδοσφαιριστή (τάκλιν). Η φυσική επαφή μεταξύ των αντιπάλων είναι περιορισμένη. Θεμελιώδης κανόνας του ποδοσφαίρου είναι ότι κανένας παίκτης, εκτός από τον τερματοφύλακα, δεν μπορεί να χειριστεί σκόπιμα τη μπάλα με τα άνω άκρα του, από τον ώμο ως την άκρη των δακτύλων, κατά τη διάρκεια του αγώνα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[17] Ο τερματοφύλακας επιτρέπεται να χειριστεί τη μπάλα με τα χέρια του εφόσον βρίσκεται μέσα στην μεγάλη περιοχή μπροστά από τη δική του εστία. Οι άλλοι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους μόνο για την επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο (εκτέλεση «πλάγιου άουτ»). Παρά το γεγονός ότι οι παίκτες χρησιμοποιούν συνήθως τα πόδια τους για να κυκλοφορήσουν τη μπάλα στο αγωνιστικό χώρο, χρησιμοποιούν περιστασιακά και το κεφάλι («κεφαλιά» με το μέτωπο), το στήθος ή άλλο μέλος του σώματος.[18] Όλοι οι ποδοσφαιριστές είναι ελεύθεροι να κινούνται σε ολόκληρο τον αγωνιστικό χώρο και να παίζουν τη μπάλα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί ένας επιτιθέμενος παίκτης να μην βρίσκεται κοντά στο αντίπαλο τέρμα όταν λάβει τη μπάλα έχοντας μόνο τον αμυνόμενο τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος («θέση οφσάιντ»).[19] Το παιχνίδι έχει γενικά ελεύθερη ροή, που σταματά μόνο όταν η μπάλα περάσει έξω από τον αγωνιστικό χώρο ή όταν διακοπεί από τον διαιτητή λόγω παράβασης των κανόνων. Μετά από διακοπή, το παιχνίδι ξαναρχίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο επανεκκίνησης.[20]
Αν και οι Κανόνες Παιχνιδιού δεν καθορίζουν τις θέσεις των ποδοσφαιριστών στο γήπεδο εκτός από τη θέση του τερματοφύλακα,[21] οι ποδοσφαιριστές συνήθως κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες, ανάλογα με τις συγκεκριμένες θέσεις στις οποίες συνήθως αγωνίζονται: επιθετικοί (με κύριο στόχο την επίτευξη γκολ), αμυντικοί (που ειδικεύονται στην αποτροπή τερμάτων από τους αντιπάλους) και στους μέσους, με κύριο καθήκον να διατηρήσουν την κατοχή της μπάλας, να παίρνουν την μπάλα από τους αμυντικούς και να την προωθούν στους επιθετικούς της ομάδας τους. Οι θέσεις αυτές εξειδικεύονται περαιτέρω ανάλογα με το σημείο στο οποίο είναι τοποθετημένος κάθε ποδοσφαιριστής. Για παράδειγμα, υπάρχουν κεντρικοί αμυντικοί και αριστερός ή δεξιός ακραίος μέσος. Οι δέκα ποδοσφαιριστές στις θέσεις αυτές μπορούν να διατάσσονται σε οποιοδήποτε συνδυασμό. Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών σε κάθε θέση καθορίζει τη στρατηγική κάθε ομάδας. Περισσότεροι επιθετικοί και λιγότεροι αμυντικοί δημιουργούν ένα πιο επιθετικό παιχνίδι, ενώ το αντίθετο δημιουργεί ένα πιο αμυντικό στιλ παιχνιδιού. Η διάταξη των ποδοσφαιριστών μιας ομάδας είναι γνωστή σαν σύστημα ποδοσφαίρου και είναι συνήθως ευθύνη του προπονητή της ομάδας.[22] Σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής σε ρόλο αρχηγού, με μόνες ιδιαίτερες αρμοδιότητές του, σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού, τη συμμετοχή στην κλήρωση πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα ή το πέναλτι και κάποιο βαθμό ευθύνης για τη συμπεριφορά της ομάδας του μέσα στο γήπεδο.[23][24]
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι σε πολλές χώρες υπήρξαν παιχνίδια όπου οι παίκτες κλοτσούν μία μπάλα, όπως ο επίσκυρος στην Αρχαία Ελλάδα[25], το «woggabaliri» στην Αυστραλία, το «harpastum» στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το «cuju» στην Κίνα. Οι σύγχρονοι κανόνες του ποδοσφαίρου βασίζονται στις προσπάθειες που έγιναν στα μέσα του 19ου αιώνα για τυποποίηση των ποικίλων μορφών του ποδοσφαίρου που παιζόταν στα δημόσια σχολεία της Αγγλίας. Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Αγγλία χρονολογείται τουλάχιστον από τον όγδοο αιώνα.[26]
Οι Κανόνες του Κέιμπριτζ, που καταρτίστηκαν για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1848, είχαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη των επόμενων κανόνων του ποδοσφαίρου. Οι Κανόνες του Κέιμπριτζ γράφτηκαν στο Trinity College του Κέμπριτζ σε μια συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα σχολεία Ίτον (Eaton College), Χάροου (Harrow School), Ράγκμπι (Rugby School),[7] Γουίντσεστερ (Winchester College) και Σριούσμπερι (Shrewsbury School). Δεν είχαν καθιερωθεί καθολικά, όπου δηλαδή παιζόταν το ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850, πολλές ομάδες που δεν συνδέονταν με σχολεία ή πανεπιστήμιο δημιουργήθηκαν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο, για να παίζουν διάφορες μορφές του ποδοσφαίρου. Μερικές ομάδες δημιούργησαν τους δικούς τους ξεχωριστούς κανόνες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σέφιλντ,[7] που δημιουργήθηκε από πρώην μαθητές του δημόσιου σχολείου το 1857,[27] και που οδήγησε στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του Σέφιλντ (Sheffield Football Association) το 1867[28] και των Κανόνων του Σέφιλντ.[29] Το 1862, ο Τζον Τσαρλς Θρινκ (John Charles Thring), εκπαιδευτικός του σχολείου Άπιγχαμ, επινόησε επίσης ένα σύνολο κανόνων, οι οποίοι αποκαλούνταν «The Simplest Game» ή «The Uppingham Rules».[30]
Οι συνεχιζόμενες αυτές προσπάθειες συνέβαλαν στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αγγλίας (The Football Association - The FA) το 1863, η οποία συνεδρίασε για πρώτη φορά το πρωί της 26ης Οκτωβρίου του 1863 στην Ταβέρνα Freemasons (Freemasons' Tavern) στην Great Queen Street του Λονδίνου.[7][31] Στη συνάντηση συμμετείχαν αντιπρόσωποι 12 ομάδων και σχολείων του Λονδίνου: Μπαρνές ΡΦΚ (Barnes Rugby Football Club), Σίβιλ Σερβάις ΦΚ (Civil Service F.C.), Κρουσέιντερς ΦΚ (Crusaders F.C.), Φόρεστ οφ Λειτονστόουν (Forest of Leytonstone), Νόου Νέιμ Κλαπ (N.N. Club), Κρίσταλ Πάλας ΦΚ (1861) (Crystal Palace F.C. (1861)), Μπλάκχεθ ΦΚ (Blackheath F.C.), Κένσιγκτον Σκουλ (Kensington School), Πέρσεβαλ Χάους (Perceval House), Σούρμπιτον ΦΚ (Surbiton F.C.), Μπλάκχεθ Προπιέταρι Σκουλ (Blackheath Proprietary School) και Σαρτερχάους Σκουλ (Charterhouse School).[7][31][32] Η συνάντηση στην ταβέρνα ήταν η απαρχή για πέντε ακόμα συναντήσεις μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου, στο τέλος των οποίων παρήχθη το πρώτο ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων. Στην τελευταία συνάντηση, ο πρώτος ταμίας της FA, ο εκπρόσωπος της ομάδας ράγκμπι Blackheath F.C., Φράνσις Μάουλε Κάμπελ (Francis Maule Campbell), απέσυρε την ομάδα του από την FA εξαιτίας της απόρριψης δύο προτάσεων. Η πρώτη επέτρεπε το τρέξιμο με την μπάλα στο χέρι και η δεύτερη επέτρεπε την παρεμπόδιση της ενέργειας αυτής με λάκτισμα στις κνήμες του αντιπάλου, τρικλοποδιά ή συγκράτηση με τα χέρια. Άλλες ποδοσφαιρικές ομάδες ράγκμπι ακολούθησαν και δεν εντάχθηκαν στην FA ή αποχώρησαν στη συνέχεια, δημιουργώντας το 1871 την Ένωση Ράγκμπι (Rugby Football Union). Τα υπόλοιπα έντεκα σωματεία, κάτω από την εποπτεία του Εμπενίζερ Κομπ Μόρλεϊ (Ebenezer Cobb Morley), ιδρυτή της Μπαρνές ΡΦΚ, επικύρωσαν τους αρχικούς δεκατρείς κανόνες του παιχνιδιού.[31] Οι κανόνες αυτοί περιλάμβαναν το χειρισμό της μπάλας με «απόκρουση» και την απουσία οριζόντιου δοκαριού και έμοιαζαν εκπληκτικά με τους κανόνες του βικτωριανού ποδοσφαίρου που αναπτύσσονταν την ίδια περίοδο στην Αυστραλία. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του Σέφιλντ διατηρούσε τους δικούς της κανόνες μέχρι τη δεκαετία του 1870 και η FA υιοθέτησε ορισμένους από τους κανόνες αυτές, μέχρι που υπήρχε μόνο μικρή διαφορά στα παιχνίδια.[33]
Οι Κανόνες Παιχνιδιού σήμερα καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο (IFAB).[34] Το συμβούλιο συγκροτήθηκε το 1886[35] μετά από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Μάντσεστερ μεταξύ της FA, της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Σκωτίας, της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Ουαλίας και της Ιρλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Η παλαιότερη ποδοσφαιρική διοργάνωση στον κόσμο είναι το Κύπελλο Αγγλίας, το οποίο δημιουργήθηκε από τον ποδοσφαιριστή της Γουόντερερς ΦΚ και γραμματέας της FA, Τσαρλς Ουίλιαμ Άλσοκ (Charles William Alcock) και στο οποίο διαγωνίζονται οι αγγλικές ομάδες από το 1872. Ο πρώτος διεθνής ποδοσφαιρικός αγώνας έλαβε χώρα το 1872 μεταξύ της Εθνικής Σκωτίας και της Εθνικής Αγγλίας στη Γλασκώβη και πάλι με πρωτοβουλία του Τσαρλς Ουίλιαμ Άλσοκ. Στην Αγγλία επίσης δημιουργήθηκε το πρώτο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στον κόσμο, το οποίο ιδρύθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1888 από το διευθυντή της Άστον Βίλα Ουίλιαμ ΜακΓκρέγκορ.[36] Η αρχική μορφή του πρωταθλήματος περιλάμβανε 12 σωματεία από την κεντρική και βόρεια Αγγλία. Η FIFA, ο διεθνώς αναγνωρισμένος οργανισμός που διοικεί το ποδόσφαιρο, ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1904, οπότε και δηλώθηκε ότι θα τηρηθούν οι Κανόνες του Παιχνιδιού της FA.[37] Η αυξανόμενη δημοτικότητα του διεθνούς παιχνιδιού οδήγησε στην αποδοχή εκπροσώπων της FIFA στο Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο το 1913. Το συμβούλιο σήμερα αποτελείται από τέσσερις εκπροσώπους της FIFA και από ένα εκπρόσωπο από κάθε μία από τις τέσσερις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες του Ηνωμένου Βασιλείου.[34] Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το μόνο κράτος που διατηρεί τέσσερις ομοσπονδίες και αντίστοιχες εθνικές ομάδες (Εθνική Αγγλίας, Εθνική Σκωτίας, Εθνική Ουαλίας και Εθνική Βορείου Ιρλανδίας) τιμής ένεκεν, για την προσφορά του στο άθλημα.[38]
Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο έχει καθορίσει 17 κανόνες, που είναι γνωστοί ως Κανόνες του Παιχνιδιού και δημοσιεύονται από τη FIFA.[39] Κάθε κανόνας περιγράφει προδιαγραφές ή ορίζει κατευθυντήριες γραμμές. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα αγώνων, αν και επιτρέπονται ορισμένες τροποποιήσεις για ομάδες παίδων, παλαιμάχων, γυναικών και ατόμων με ειδικές αδυναμίες. Οι κανόνες είναι συχνά διατυπωμένοι με γενικό τρόπο, επιτρέποντας έτσι την ευελιξία στην εφαρμογή τους ανάλογα με τη φύση του παιχνιδιού. Εκτός από τους 17 κανόνες, πολλές ακόμα από τις αποφάσεις και οδηγίες του Διεθνούς Ποδοσφαιρικού Συμβουλίου συμβάλλουν στη ρύθμιση του αθλήματος.
- Κανόνας 1: Ο αγωνιστικός χώρος
- Κανόνας 2: Η μπάλα
- Κανόνας 3: Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών
- Κανόνας 4: Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή
- Κανόνας 5: Ο διαιτητής
- Κανόνας 6: Οι βοηθοί διαιτητές
- Κανόνας 7: Διάρκεια του αγώνα
- Κανόνας 8: Έναρξη και επανέναρξη του παιχνιδιού
- Κανόνας 9: Η μπάλα εντός και εκτός παιχνιδιού
- Κανόνας 10: Μέθοδος επίτευξης τέρματος
- Κανόνας 11: Παίκτης εκτός παιχνιδιού (οφσάιντ)
- Κανόνας 12: Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά (φάουλ)
- Κανόνας 13: Ελεύθερο λάκτισμα (άμεσο και έμμεσο)
- Κανόνας 14: Πέναλτι
- Κανόνας 15: Επαναφορά από την πλάγια γραμμή (πλάγιο άουτ)
- Κανόνας 16: Από τέρματος λάκτισμα (άουτ)
- Κανόνας 17: Το γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ)
Η μπάλα
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, η μπάλα πρέπει να έχει σφαιρικό σχήμα, να είναι κατασκευασμένη από δέρμα ή άλλο κατάλληλο υλικό και να έχει περιφέρεια το πολύ 70 εκατοστά και το λιγότερο 28 εκατοστά. Το βάρος της πρέπει να μην ξεπερνά τα 450 γραμμάρια και να μην είναι λιγότερο από 410 γραμμάρια κατά την έναρξη του αγώνα. Επιπρόσθετα, η πίεση στο εσωτερικό της μπάλας στο επίπεδο της θάλασσας πρέπει να είναι 0,6 με 1,1 ατμόσφαιρες.[40][41]
Αν κατά τη διάρκεια του αγώνα η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική, ο αγώνας διακόπτεται και ξαναρχίζει με τη νέα μπάλα να τοποθετείται στο σημείο που η αρχική μπάλα κατέστη ελαττωματική, εκτός αν το παιχνίδι διακόπηκε μέσα στην περιοχή τέρματος, περίπτωση κατά την οποία ο διαιτητής αφήνει τη νέα μπάλα να πέσει στη γραμμή της περιοχής του τέρματος που είναι παράλληλη με τη γραμμή τέρματος στο πλησιέστερο σημείο όπου βρισκόταν η αρχική μπάλα όταν διακόπηκε το παιχνίδι («ελεύθερο του διαιτητή»).[40][41]
Εάν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική κατά τη διάρκεια ενός λακτίσματος πέναλτι ή ενός λακτίσματος από το σημείο πέναλτι καθώς κινείται εμπρός και πριν ακουμπήσει κάποιον παίκτη ή το δοκάρι ή το τέρμα, το λάκτισμα επαναλαμβάνεται. Αν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική σε διακοπή του αγώνα, σε εναρκτήριο λάκτισμα, από τέρματος λάκτισμα, γωνιακό λάκτισμα (κόρνερ), ελεύθερο λάκτισμα, λάκτισμα πέναλτι ή επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια, ο αγώνας ξαναρχίζει ανάλογα με την περίπτωση.[40][41]
Δεν επιτρέπεται η αλλαγή της μπάλας κατά τη διάρκεια του αγώνα χωρίς την έγκριση του διαιτητή.[40][41]
Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών
Κάθε ομάδα αγωνίζεται κατ' ανώτατο όριο με έντεκα ποδοσφαιριστές, ένας από τους οποίους πρέπει να αγωνίζεται στη θέση του τερματοφύλακα. Οι ομάδες διαθέτουν επίσης αναπληρωματικούς παίκτες για να αντικαταστήσουν παίκτες που αγωνίζονται, όταν παραστεί ανάγκη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο μέγιστος αριθμός αλλαγών που επιτρέπονται στα περισσότερα διεθνή και τοπικά πρωταθλήματα είναι τρεις για κάθε ομάδα. Σε άλλες διοργανώσεις ή σε φιλικά παιχνίδια ο αριθμός αυτός μπορεί να διαφέρει. Συνήθεις λόγοι για αλλαγή ενός ποδοσφαιριστή είναι ο τραυματισμός, η κούραση, η αναποτελεσματικότητα, η αλλαγή στην τακτική της ομάδας ή, όταν το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για την ομάδα προς το τέλος του παιχνιδιού, η επιθυμία να κερδηθεί χρόνος ή να δοθεί η ευκαιρία σε αναπληρωματικούς παίκτες να αγωνιστούν. Στα παιχνίδια ενηλίκων, ο ποδοσφαιριστής που έχει αντικατασταθεί συνήθως δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω μέρος στο παιχνίδι.[42] Ωστόσο, στους αναθεωρημένους από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο κανόνες προβλέπεται η επαναφορά παικτών (return substitute), που έχουν παίξει στο παιχνίδι πριν αντικατασταθούν, σε διοργανώσεις βετεράνων, νέων, παίδων και ατόμων με αναπηρία.[43] Οι κανόνες της διοργάνωσης μπορεί να καθορίζουν ελάχιστο αριθμό ποδοσφαιριστών που μπορεί να θεωρηθούν ομάδα, συνήθως επτά. Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο συνιστά ότι ένας αγώνας δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν υπάρχουν λιγότεροι από επτά παίκτες σε τουλάχιστον μία από τις δύο ομάδες. Η απόφαση για τους βαθμούς σε παιχνίδια που έχουν διακοπεί για τον πιο πάνω λόγο επαφίεται στις αρμόδιες ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες.[21]
Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή
Οι Κανόνες του Παιχνιδιού καθορίζουν τον βασικό εξοπλισμό που πρέπει να φέρει κάθε ποδοσφαιριστής (Κανόνας 4: Ο Εξοπλισμός του ποδοσφαιριστή) και περιλαμβάνει πέντε αντικείμενα: φανέλα ή κοντομάνικη φανέλα, παντελονάκι, κάλτσες, υποδήματα και επικαλαμίδες.[11][44] Οι τερματοφύλακες επιτρέπεται να φοράνε μακριές φόρμες αντί για κοντά παντελονάκια.[45] Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές φοράνε ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά [46] αν και οι Κανόνες του Παιχνιδιού δεν τα απαιτούν.[47] Οι φανέλες πρέπει να έχουν μανίκια (είτε κοντά είτε μακριά) και ο κάθε τερματοφύλακας πρέπει να φέρει χρώματα τα οποία θα τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους παίκτες, τον διαιτητή και τους βοηθούς διαιτητές. Κάτω από το παντελονάκι επιτρέπεται να φορεθούν εφαρμοστά εσώρουχα («κολάν»), εφόσον έχουν το ίδιο χρώμα με το παντελονάκι και δεν είναι μακρύτερα από το γόνατο. Οι επικαλαμίδες πρέπει να καλύπτονται πλήρως από τις κάλτσες, να είναι κατασκευασμένες από καουτσούκ, πλαστικό ή παρόμοιο υλικό και «να παρέχουν ικανοποιητικό βαθμό προστασίας».[44] Τέλος, οι Κανόνες του Παιχνιδιού απαγορεύουν τη χρήση εξοπλισμού που είναι επικίνδυνος για αυτόν που τον χρησιμοποιεί ή κάποιον άλλο ποδοσφαιριστή.[11][47]
Διαιτητής και βοηθοί διαιτητές
Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ελέγχεται από έναν διαιτητή με πλήρη εξουσία να επιβάλει τους Κανόνες του Παιχνιδιού στο παιχνίδι στο οποίο έχει οριστεί (Κανόνας 5) και του οποίου οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες. Κινείται σε όλο τον αγωνιστικό χώρο και ενεργεί χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα και κάνοντας σήματα με τα χέρια του. Ο διαιτητής δέχεται βοήθεια από δύο βοηθούς διαιτητές, οι οποίοι κινούνται κατά μήκος των πλάγιων γραμμών και υποδεικνύουν παραβάσεις με μια σημαία. Σε παιχνίδια υψηλού επιπέδου υπάρχει και τέταρτος διαιτητής, ο οποίος βοηθά τον πρώτο διαιτητή και μπορεί να τον αντικαταστήσει σε περίπτωση ανάγκης.[48] Σε διεθνείς αγώνες και σε αρκετές εθνικές επαγγελματικές διοργανώσεις υπάρχουν και 2 βοηθοί διαιτητές δίπλα στο κάθε τέρμα, καθώς και διαιτητές που έχουν τη δυνατότητα να δουν φάσεις σε βίντεο. Όλοι οι διαιτητές επικοινωνούν με τον πρώτο διαιτητή μέσω ασύρματης επικοινωνίας και μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του, ωστόσο όλες οι αποφάσεις είναι στην κρίση του πρώτου διαιτητή.[49]
Διάρκεια του αγώνα
Ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αποτελείται από δύο περιόδους των 45 λεπτών έκαστη, γνωστές ως ημίχρονα. Ο χρόνος κάθε ημιχρόνου τρέχει συνεχώς, χωρίς να σταματάει όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού. Μεταξύ των δύο ημιχρόνων υπάρχει ένα διάλειμμα, το οποίο έχει διάρκεια 15 λεπτά.[50] Ο διαιτητής είναι ο επίσημος χρονομέτρης του αγώνα και μπορεί να προσθέσει περαιτέρω χρόνο (μερικά λεπτά) σε κάθε ημίχρονο εξαιτίας του χρόνου που χάνεται για τις αλλαγές των ποδοσφαιριστών, τους τραυματισμούς που χρήζουν προσοχής ή για άλλες διακοπές του παιχνιδιού. Ο χρόνος που προστίθεται από το διαιτητή συνήθως αναφέρεται ως «χρόνος καθυστερήσεων» ή «καθυστερήσεις του αγώνα». Η διάρκεια του χρόνου αυτού είναι στη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή. Μόνο ο διαιτητής σηματοδοτεί το τέλος του αγώνα. Εάν στον αγώνα έχει οριστεί και τέταρτος διαιτητής, προς το τέλος κάθε ημιχρόνου ο διαιτητής κάνει σύνθημα στον τέταρτο διαιτητή για το πόσα λεπτά καθυστερήσεων προτίθεται να προσθέσει. Έπειτα, ο τέταρτος διαιτητής ενημερώνει τους ποδοσφαιριστές και τους θεατές, κρατώντας μια πινακίδα που δείχνει τον αριθμό των λεπτών των καθυστερήσεων. Ο αριθμός αυτός μπορεί να παραταθεί από τον διαιτητή.[13][50] Ο χρόνος των καθυστερήσεων εισήχθη εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη το 1891 κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μεταξύ της Στόουκ Σίτι και της Άστον Βίλα. Το σκορ του αγώνα ήταν 1-0 και υπολείπονταν δύο λεπτά για να συμπληρωθεί το ενενηντάλεπτο. Η Στόουκ κέρδισε πέναλτι. Ο τερματοφύλακας της Άστον Βίλα κλώτσησε την μπάλα εκτός γηπέδου και μέχρι να επαναφερθεί εντός γηπέδου, ο χρόνος των ενενήντα λεπτών είχε εξαντληθεί.[51] Ο κανονισμός καθορίζει ακόμη ότι σε περίπτωση που πρέπει να εκτελεστεί ή να επαναληφθεί ένα πέναλτι, η διάρκεια κάθε ημιχρόνου παρατείνεται μέχρι να εκτελεστεί το πέναλτι.[23]
Σε μερικές περιπτώσεις, όπου στο παιχνίδι πρέπει οπωσδήποτε να βγει κάποιος νικητής (π.χ. σε τελικό κυπέλλου ή νοκ-άουτ αγώνες), το παιχνίδι μπορεί να παραταθεί μετά το τέλος των 90 λεπτών (και των καθυστερήσεων), οπότε παίζεται επί πλέον χρόνος που ονομάζεται παράταση (σήμερα η παράταση διαρκεί μισή ώρα και χωρίζεται σε δύο δεκαπεντάλεπτα ημίχρονα, που και γι’ αυτά υπάρχει η δυνατότητα περαιτέρω ολιγόλεπτης επέκτασης). Αν και πάλι δεν προκύψει νικητής, το παιχνίδι οδηγείται στην διαδικασία των πέναλτι. Εκεί η κάθε ομάδα εκτελεί διαδοχικά πέναλτι.[23] Σε διοργανώσεις νοκ-άουτ όπου κάθε ομάδα διαγωνίζεται εντός και εκτός έδρας με την αντίπαλη ομάδα, το συνολικό σκορ των δύο αγώνων καθορίζει την πρόκριση. Όταν το συνολικό σκορ για κάθε ομάδα είναι ίσο, μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας του εκτός έδρας γκολ για να καθοριστεί ο νικητής. Στην περίπτωση αυτή νικήτρια είναι η ομάδα που έχει επιτύχει τα περισσότερα εκτός έδρας γκολ. Αν το αποτέλεσμα είναι και πάλι ίσο, προστίθεται παράταση και αν το αποτέλεσμα παραμείνει ισόπαλο εκτελούνται πέναλτι.[23]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο πειραματίστηκε με διάφορους τρόπους καθορισμού του νικητή, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία των πέναλτι, η οποία συχνά θεωρείται ως ένας ανεπιθύμητος τρόπος για να ολοκληρωθεί ένας αγώνας. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς ένα παιχνίδι ολοκληρώνεται πριν να ολοκληρωθεί η παράταση, είτε όταν μια ομάδα πετύχει γκολ (χρυσό γκολ), είτε αν μια ομάδα κατέχει το προβάδισμα στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης (ασημένιο γκολ). Το χρυσό γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1998 και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002. Το πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου που κρίθηκε με το χρυσό γκολ ήταν η νίκη της Εθνικής Γαλλίας επί της Εθνική Παραγουάης το 1998. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που κρίθηκε με χρυσό γκολ ήταν ο τελικός του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος 1996 μεταξύ Εθνικής Γερμανίας και Εθνικής Τσεχίας (2-1). Το ασημένιο γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Euro 2004 με την Εθνική Ελλάδος να κερδίζει την Εθνική Τσεχίας στον ημιτελικό και να προκρίνεται στον τελικό. Και τα δύο αυτά πειράματα διακόπηκαν από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο.[52]
Η μπάλα εντός και εκτός παιχνιδιού
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, οι δύο βασικές καταστάσεις του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του είναι «μπάλα εντός» και «μπάλα εκτός» παιχνιδιού. Η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, δηλαδή «δεν παίζει», όταν περάσει ολόκληρη έξω από τη γραμμή τέρματος ή την πλάγια γραμμή, είτε στο έδαφος, είτε στον αέρα και όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί από τον διαιτητή. Η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού, δηλαδή «παίζει», σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου η μπάλα αναπηδάει από ένα κάθετο ή οριζόντιο δοκάρι ή το κοντάρι με τη σημαία και παραμείνει μέσα στα αγωνιστικό χώρο ή όταν αναπηδήσει είτε επάνω στον διαιτητή ή έναν βοηθό διαιτητή όταν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[53]
Όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, το παιχνίδι επαναρχίζει με ένα από τους οκτώ τρόπους επανεκκίνηση, ανάλογα με το πώς βγήκε από το παιχνίδι:
- Εναρκτήριο λάκτισμα (σέντρα): Πραγματοποιείται στην αρχή κάθε ημιχρόνου ή μετά από την επίτευξη γκολ από την αντίπαλη ομάδα.[54]
- Επαναφορά από την πλάγια γραμμή (πλάγιο άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει την πλάγια γραμμή. Εκτελείται με τα χέρια από ποδοσφαιριστή της αντίπαλης ομάδας του ποδοσφαιριστή που άγγιξε τελευταίος την μπάλα πριν περάσει την πλάγια γραμμή.[55]
- Από τέρματος λάκτισμα (άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί γκολ) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της επιτιθέμενης ομάδας. Εκτελείται από την αμυντική ομάδα.[56]
- Το γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί γκολ) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της αμυνόμενης ομάδας. Εκτελείται από την επιτιθέμενη ομάδα.[57]
- Έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την αντίπαλη ομάδα μετά από φάουλ που δεν είναι πέναλτι, ορισμένες τεχνικές παραβάσεις ή όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί προκειμένου να παρατηρηθεί ένας ποδοσφαιριστής, χωρίς να έχει συμβεί ένα συγκεκριμένο φάουλ. Δεν μπορεί να σημειωθεί απευθείας γκολ από έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, αν δεν αγγίξει την μπάλα κάποιος άλλος ποδοσφαιριστής πρώτα.[58]
- Έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε φάουλ (αλλά δεν είναι πέναλτι). Μπορεί να επιτευχθεί γκολ από άμεσο ελεύθερο λάκτισμα.[58]
- Πέναλτι: Το πέναλτι επιβάλλεται σε βάρος μιας ομάδας που διαπράττει οποιαδήποτε από τις παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλεται ένα άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, ενώ η μπάλα βρίσκεται μέσα στη δική της περιοχή πέναλτι (μεγάλη περιοχή).[59] Ο ποδοσφαιριστής τοποθετεί την μπάλα σε απόσταση 11 μέτρων από το τέρμα της αντίπαλης ομάδας (στο σημείο του πέναλτι) και προσπαθεί με ένα ελεύθερο κτύπημα να βάλει γκολ στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές και των δύο ομάδων πρέπει να βρίσκονται έξω από τη μεγάλη περιοχή και πίσω από το σημείο του πέναλτι, σε απόσταση τουλάχιστον 9,15 μέτρα από αυτό.[60]
- Ελεύθερο διαιτητή: Πραγματοποιείται όταν ο διαιτητής έχει διακόψει το παιχνίδι για οποιοδήποτε λόγο, όπως ο τραυματισμός ενός ποδοσφαιριστή, παρεμβολές από εξωτερικούς παράγοντες ή όταν η μπάλα γίνει ελαττωματική.[54]
Οφσάιντ
Το οφσάιντ (αγγ.: offside) περιγράφεται στον 11ο κανόνα του ποδοσφαίρου, που έχει ως σκοπό να περιορίσει το πόσο μπροστά μπορούν να βρεθούν οι παίκτες της επιτιθέμενης ομάδας όταν επηρεάζουν τη φάση που εξελίσσεται στο παιχνίδι. Με απλά λόγια, ο κανόνας ορίζει ότι ένας παίκτης δεν μπορεί να αποκτήσει πλεονέκτημα περιμένοντας κοντά στο τέρμα του αντιπάλου, έχοντας μόνο τον τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος (στη συνηθισμένη περίπτωση που ο τερματοφύλακας είναι όντως ο τελευταίος αμυνόμενος παίκτης).
Σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού, το γεγονός και μόνο ότι ένας παίκτης βρίσκεται σε θέση οφσάιντ, δεν αποτελεί παράπτωμα. Για να αποτελέσει παράπτωμα, πρέπει ο ποδοσφαιριστής αυτός να είναι πλησιέστερα στην αντίπαλη γραμμή τέρματος από τη μπάλα και τον προτελευταίο αντίπαλο. Ένας ποδοσφαιριστής δεν βρίσκεται σε θέση οφσάιντ αν βρίσκεται στο μισό γήπεδο της δικής του ομάδας, αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τον προτελευταίο αντίπαλο ή αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τους δύο τελευταίους αντιπάλους.[61] Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφσάιντ τιμωρείται μόνο αν τη στιγμή που η μπάλα αγγίξει ή μεταβιβαστεί από έναν συμπαίκτη του, αυτός συμμετέχει ενεργά στο παιχνίδι, κατά την άποψη του διαιτητή, με το να επηρεάζει το παιχνίδι ή με το να επηρεάζει έναν αντίπαλο του ή με το να αποκτά πλεονέκτημα ευρισκόμενος στη θέση αυτή. Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφσάιντ δεν τιμωρείται αν δεχθεί τη μπάλα απευθείας από τέρματος λάκτισμα ή από επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια ή από γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ). Σε περίπτωση παράβασης οφσάιντ, ο διαιτητής καταλογίζει ένα έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα υπέρ της αντίπαλης ομάδας, το οποίο εκτελείται από το σημείο στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.[61]
Η απαγόρευση του οφσάιντ είναι ένας από τους πρώτους κανόνες που εδραιώθηκαν στο ποδόσφαιρο, πριν αυτό πάρει τη μορφή με την οποία το ξέρουμε σήμερα και έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μοντέρνα μορφή του ποδοσφαίρου. Θεωρείται από τους πιο περίπλοκους κανόνες του ποδοσφαίρου και πολλές φορές παίκτες, προπονητές και θεατές θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το διαιτητή και τους βοηθούς του σε έναν αγώνα. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αναθεώρησης του συγκεκριμένου κανόνα από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ώστε να γίνει αποτελεσματικός και να βελτιώνει την ποιότητα του ποδοσφαίρου ως θέαμα. Εντούτοις, κάθε νέα αναθεώρηση δεν αφομοιώνεται εύκολα και έχουν υπάρξει αντιδράσεις[62], καθώς επιτυγχάνονται συχνά γκολ που ακυρώνονται από τον διαιτητή, με τον σκόρερ να βρίσκεται σε θέση οφσάιντ ή γκολ που θα έπρεπε να ακυρωθούν. Τα τελευταία χρόνια ο κανόνας του οφσάιντ έχει δεχτεί κριτική και υπάρχουν προπονητές, παίκτες ή αναλυτές που τείνουν προς την κατάργηση ή την αλλαγή του.[63][64][65]
Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά
Εντός αγωνιστικού χώρου
Παράβαση («φάουλ») συμβαίνει όταν ένας ποδοσφαιριστής παραβιάζει κάποιον από τους Κανόνες του Παιχνιδιού ενώ η μπάλα είναι εντός παιδιάς (δηλαδή «παίζει»). Οι παραβάσεις που τιμωρούνται με χτύπημα φάουλ αναφέρονται στον Κανόνα 12: Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο σκόπιμος χειρισμός της μπάλας με το χέρι, το κράτημα ή το σπρώξιμο του αντιπάλου είναι παραδείγματα παραβάσεων που τιμωρούνται με κτύπημα φάουλ και εκτελούνται από την αντίπαλη ομάδα με άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, εκτός αν η παράβαση έγινε στην μεγάλη περιοχή, οπότε το φάουλ τιμωρείται με χτύπημα πέναλτι από την αντίπαλη ομάδα. Άλλα φάουλ τιμωρούνται με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα.[17] Ο διαιτητής μπορεί να τιμωρήσει την ανάρμοστη συμπεριφορά ενός ποδοσφαιριστή ή ενός αναπληρωματικού με μια προειδοποίηση (κίτρινη κάρτα) ή με αποβολή από το παιχνίδι (κόκκινη κάρτα). Μια δεύτερη κίτρινη κάρτα στο ίδιο παιχνίδι για τον ίδιο ποδοσφαιριστή οδηγεί σε μια κόκκινη κάρτα και σε αποβολή. Όταν ένας παίκτης δεχτεί κίτρινη ή κόκκινη κάρτα σημειώνεται από το διαιτητή στο επίσημο σημειωματάριό του. Εάν ένας ποδοσφαιριστής αποβληθεί, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον ποδοσφαιριστή, οπότε η ομάδα του αγωνίζεται με έναν λιγότερο ποδοσφαιριστή. Παρόλο που οι παραβάσεις που οδηγούν σε καταλογισμό χτυπήματος φάουλ είναι καταγεγραμμένες, οι ορισμοί είναι ευρείς. Συγκεκριμένα, παράβαση «αντιαθλητικής συμπεριφοράς» μπορεί να θεωρηθεί κάθε ενέργεια που παραβιάζει το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά ως συγκεκριμένη παράβαση. Οι προπονητές, βοηθοί προπονητές και το υπόλοιπο προσωπικό μιας ομάδας δεν μπορούν να τιμωρηθούν με κίτρινη ή κόκκινη κάρτα, μπορούν όμως να αποβληθούν από την τεχνική περιοχή εφόσον συμπεριφέρονται ανάρμοστα.[17]
Σε περίπτωση παράβασης που κανονικά προβλέπεται διακοπή της ροής του παιχνιδιού, ο διαιτητής μπορεί να επιτρέψει να συνεχιστεί, αν αυτό ευνοεί την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε η παράβαση. Αυτό είναι γνωστό ως «πλεονέκτημα».[66] Ο διαιτητής μπορεί να καλέσει κοντά του τον ποδοσφαιριστή που διέπραξε την παράβαση και να τον τιμωρήσει, αν το αναμενόμενο πλεονέκτημα δεν προκύψει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα και αν η παράβαση δεν τιμωρηθεί λόγω πλεονεκτήματος, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά στην επόμενη διακοπή του παιχνιδιού.[67]
Οι αποφάσεις του διαιτητή για κάθε θέμα εντός του αγωνιστικού χώρου θεωρούνται οριστικές. Το σκορ του αγώνα δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά από το παιχνίδι, ακόμη και αν αργότερα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων των γκολ που μέτρησαν ή δεν μέτρησαν) ήταν λανθασμένες. Ένας διαιτητής μπορεί να αλλάξει την απόφαση του μονάχα κατά τη διάρκεια του αγώνα εάν συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ή αφού συμβουλευτεί ένα βοηθό διαιτητή ή τον τέταρτο διαιτητή (η τελική απόφαση είναι του διαιτητή), εφόσον το παιχνίδι δεν έχει αρχίσει εκ νέου ή δεν έχει ολοκληρωθεί.[68]
Εκτός αγωνιστικού χώρου
Μαζί με τη γενική διοίκηση του αθλήματος, οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών συναντήσεων προσπαθούν να επιβάλλουν επίσης καλή συμπεριφορά σε τομείς που σχετίζονται ευρύτερα με το ποδόσφαιρο, όπως τα σχόλια στον Τύπο, η οικονομική διαχείριση των ομάδων, το ντόπινγκ, η συμπεριφορά των νομικών προσώπων-φορέων των ομάδων, το «ευ αγωνίζεσθαι» κ.τ.λ.[69] Μερικά περιστατικά εντός αγωνιστικού χώρου, εάν θεωρηθούν σοβαρά (όπως συνθήματα φυλετικών διακρίσεων), μπορεί να χρήζουν περαιτέρω αντιμετώπισης πέρα από αυτή που είναι στις αρμοδιότητες του διαιτητή εντός αγωνιστικού χώρου.[70][71] Ορισμένες ομοσπονδίες επιτρέπουν προσφυγές από τις ομάδες κατά των ποινών που επιβάλλονται σε ποδοσφαιριστές εντός του αγωνιστικού χώρου, εφόσον πιστεύουν ότι η απόφαση του διαιτητή ήταν λανθασμένη ή υπερβολικά σκληρή.[72][73]
Κυρώσεις για τις πιο πάνω παραβάσεις είναι δυνατό να επιβληθούν σε άτομα ή σε ομάδες. Οι κυρώσεις κυμαίνονται από πρόστιμα και αφαίρεση βαθμών σε διοργάνωση πρωταθλήματος έως αποβολή από διοργανώσεις. Για παράδειγμα, στα αγγλικά και σκωτσέζικα πρωταθλήματα συχνά αφαιρούνται δέκα βαθμοί από ομάδες που εισέρχονται σε καθεστώς οικονομικής διαχείρισης, όπως συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της αγγλικής Πόρτσμουθ, στις αρχές του 2012.[74][75]
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος οργανισμός που διοικεί το ποδόσφαιρο (και σχετικά παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο σάλας και μπιτς σόκερ) είναι η FIFA. Τα κεντρικά γραφεία της FIFA βρίσκονται στη Ζυρίχη. Επιπρόσθετα, έχουν δημιουργηθεί έξι περιφερειακές συνομοσπονδίες που σχετίζονται με τη FIFA. Οι συνομοσπονδίες αυτές είναι οι:[76]
- Ασία: Ασιατική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (AFC)
- Αφρική: Αφρικανική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (CAF)
- Ευρώπη: Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA)
- Βόρεια/Κεντρική Αμερική και Καραϊβική: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής (CONCACAF)
- Ωκεανία: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Ωκεανίας (OFC)
- Νότια Αμερική: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Νοτίου Αμερικής (CONMEBOL)
Οι εθνικές ομοσπονδίες επιβλέπουν το ποδόσφαιρο σε κάθε κράτος. Γενικά αντιστοιχεί μία εθνική ομοσπονδία σε κάθε κράτος (για παράδειγμα η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου στην Κύπρο). Ωστόσο, στις εθνικές ομοσπονδίες περιλαμβάνεται ένας μικρός αριθμός ομοσπονδιών που είναι υπεύθυνες για κάποιες μικρές εθνικές οντότητες ή αυτόνομες περιοχές σε ένα κράτος (για παράδειγμα, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Σκωτίας στη Σκωτία). Μέλη της FIFA είναι 208 εθνικές ομοσπονδίες, που όλες ξεχωριστά υπάγονται σε μια συνομοσπονδία ανάλογα με την ήπειρο στην οποία βρίσκεται το κράτος / την περιοχή που διοικούν ποδοσφαιρικά.[76]
Παρόλο που η FIFA είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και για τους περισσότερους κανόνες που διέπουν τις διεθνείς διοργανώσεις, οι Κανόνες του Παιχνιδιού καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, στο οποίο έχουν από μία ψήφο οι τέσσερις ομοσπονδίες του Ηνωμένου Βασιλείου (Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας, Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Ουαλίας και Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Σκωτίας), ενώ η FIFA έχει συνολικά τέσσερις ψήφους.[34]
Η σημαντικότερη διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το οποίο διοργανώνεται από τη FIFA. Η διοργάνωση λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια. Συνήθως 190-200 εθνικές ομάδες διαγωνίζονται στα προκριματικά της διοργάνωσης που τελούνται υπό την αιγίδα των ηπειρωτικών συνομοσπονδιών, για μια θέση στην τελική φάση της διοργάνωσης. Η τελική φάση, η οποία διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια, περιλαμβάνει 32 εθνικές ομάδες που διαγωνίζονται για μια χρονική περίοδο περίπου ενός μηνός. Ο αριθμός των ομάδων που συμμετέχουν στην τελική φάση έχει αλλάξει στην διάρκεια της ιστορίας του θεσμού. Η πιο πρόσφατη αλλαγή έλαβε χώρα ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1998, όπου υπήρξε αύξηση του αριθμού των ομάδων από 24 σε 32.[77] Η πιο πρόσφατη διοργάνωση ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2022, το οποίο έλαβε χώρα στο Κατάρ.
Επιπρόσθετα, ένα ποδοσφαιρικό ολυμπιακό τουρνουά διεξάγεται σε κάθε θερινή Ολυμπιάδα από το 1900, εκτός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες.[78] Πριν από τη δημιουργία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες (ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920), είχαν το ίδιο καθεστώς με το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αρχικά, η εκδήλωση ήταν μόνο για τους ερασιτέχνες,[37] Ωστόσο, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 επιτρέπονται οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, έστω και με ορισμένους περιορισμούς που εμποδίζουν τα κράτη να παραθέτουν τις πιο δυνατές εθνικές τους. Επί του παρόντος, το τουρνουά των ανδρών στους Ολυμπιακούς αγώνες διεξάγεται με τις εθνικές ομάδες κάτω των 23 ετών (U23).[79] Στο παρελθόν είχε επιτραπεί ένας περιορισμένος αριθμός ποδοσφαιριστών μεγαλύτερης ηλικίας ανά ομάδα.[80] Το τουρνουά γυναικών προστέθηκε στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Σε αντίθεση με το τουρνουά των ανδρών, επιτρέπονται οι επαγγελματίες ποδοσφαιρίστριες χωρίς κανένα περιορισμό ηλικίας.[79]
Μετά το Παγκόσμιο κύπελλο, οι σημαντικότερες διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις είναι τα πρωταθλήματα των συνομοσπονδιών, τα οποία οργανώνονται από κάθε συνομοσπονδία και συμμετέχουν οι εθνικές ομάδες των μελών τους. Οι διοργανώσεις αυτές είναι το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ή Euro (ΟΥΕΦΑ), το Κόπα Αμέρικα (CONMEBOL), το Κύπελλο Εθνών Αφρικής (CAF), το Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου (AFC), το Χρυσό Κύπελλο CONCACAF (CONCACAF) και το Κύπελλο Εθνών Ωκεανίας (OFC). Στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών ΦΙΦΑ συμμετέχουν οι νικητές των πιο πάνω διοργανώσεων, η εκάστοτε κάτοχος του Παγκοσμίου Κυπέλλου και η εθνική ομάδα του κράτους το οποίο διοργανώνει το Κύπελλο Συνομοσπονδιών.[81] Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών γενικά θεωρείται ως μια «προθέρμανση» για το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο και δεν έχει την ίδια αίγλη με το τελευταίο.[82] Οι πιο διάσημες διασυλλογικές διοργανώσεις είναι τα αντίστοιχα πρωταθλήματα κάθε συνομοσπονδίας, στα οποία γενικά συμμετέχουν οι πρωταθλητές κάθε κράτους (για παράδειγμα το ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ στην Ευρώπη και το Κόπα Λιμπερταδόρες στη Νότια Αμερική). Οι νικητές των διασυλλογικών διοργανώσεων κάθε συνομοσπονδίας έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων, το οποίο διοργανώνει η FIFA.[83]
Οι ομοσπονδίες κάθε κράτους διοργανώνουν πρωταθλήματα σε μια ποδοσφαιρική περίοδο. Η συμμετοχή των ομάδων στα πρωταθλήματα αυτά γίνεται κατά κατηγορίες (επαγγελματικές, ερασιτεχνικές, εθνικές, τοπικές, ανώτερες, κατώτερες κ.τ.λ.). Οι ομάδες κάθε κατηγορίας κατατάσσονται σε πίνακες βαθμολογίας ανάλογα με τους βαθμούς που κερδίζουν από κάθε αγώνα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου. Στο πλαίσιο ενός πρωταθλήματος, κάθε ομάδα συνήθως αντιμετωπίζει όλες τις υπόλοιπες ομάδες της ίδιας κατηγορίας σε ένα αγώνα στην έδρας της και σε ένα στην έδρα της άλλης ομάδας. Στο τέλος της περιόδου η ομάδα που βρίσκεται στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα ανακηρύσσεται πρωταθλήτρια της κατηγορίας. Οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις μπορεί να προαχθούν σε ανώτερη κατηγορία και οι ομάδες που θα τερματίσουν στις τελευταίες θέσεις να υποβιβαστούν σε κατώτερη κατηγορία για την επόμενη περίοδο.[84] Επιπλέον, οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα της ανώτερης κατηγορίας κάθε κράτους, μπορεί να κερδίζουν το δικαίωμα να αγωνιστούν σε διεθνείς διασυλλογικές διοργανώσεις της επόμενης περιόδου. Οι κυριότερες εξαιρέσεις του κανόνα αυτού είναι τα πρωταθλήματα της Λατινικής Αμερικής, τα οποία χωρίζονται σε δύο τμήματα, το Απερτούρα (ισπαν. «άνοιγμα») και το Κλαουσούρα (ισπαν. «κλείσιμο»), όπου κάθε τμήμα ανακηρύσσει και ένα πρωταθλητή.[85] Στις περισσότερες χώρες, το σύστημα πρωταθλήματος συνοδεύεται από μία ή περισσότερες διοργανώσεις κυπέλλου, που συνήθως διεξάγεται με νοκ-άουτ αγώνες.
Το πρώτο γυναικείο παιχνίδι ποδοσφαίρου καταγράφηκε στο Βόρειο Λονδίνο το 1895, σε μια εποχή που το γυναικείο ποδόσφαιρο συνδεόταν με φιλανθρωπικά παιχνίδια και φυσική άσκηση, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο.[86] Η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1970, όταν ξεκίνησε η οργάνωση του γυναικείου ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό ομαδικό άθλημα στο γυναικείο αθλητισμό σε πολλές χώρες και ένα από τα λίγα γυναικεία, ομαδικά αθλήματα με επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Η ανάπτυξη του γυναικείου ποδοσφαίρου αντανακλάται στις μεγάλες διοργανώσεις που διεξάγονται, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το γυναικείο ποδόσφαιρο έδωσε πολλές μάχες για τα δικαιώματα του. Είχε μια «χρυσή εποχή» στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1920, με μερικούς αγώνες να προσελκύουν στο στάδιο περισσότερους από 50.000 θεατές.[87] Η χρυσή εποχή τερματίστηκε όταν η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Αγγλίας ψήφισε την απαγόρευση του παιχνιδιού στα στάδια που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες μέλη της. Αιτία ήταν η μεγάλη απήχηση που είχε το γυναικείο ποδόσφαιρο στο κοινό, αφού σε μερικά παιχνίδια η προσέλευση των θεατών ήταν μεγαλύτερη από τα παιχνίδια ανδρών που διεξάγονταν την ίδια ημέρα. Υπήρχαν επίσης αντιδράσεις με το επιχείρημα ότι η σκληρότητα και ο τρόπος παιχνιδιού δεν ήταν πρέπουσες συμπεριφορές για κορίτσια. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε τον Δεκέμβριο του 1969, μετά από ψηφοφορία στην ΟΥΕΦΑ, η οποία αναγνώρισε επίσημα το γυναικείο ποδόσφαιρο το 1971.[86] Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Γυναικών της FIFA διεξήχθη το 1991 και διεξάγεται από τότε κάθε τέσσερα χρόνια.[88]
Σήμερα, το ποδόσφαιρο παίζεται σε επαγγελματικό επίπεδο σε όλον τον κόσμο. Εκατομμύρια κόσμου πηγαίνουν τακτικά σε γήπεδα ποδοσφαίρου για να παρακολουθήσουν τις αγαπημένες τους ομάδες[89] και δισεκατομμύρια το παρακολουθούν από την τηλεόραση ή το διαδίκτυο.[90] Το ποδόσφαιρο έχει το μεγαλύτερο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό στον αθλητισμό.[91] Επιπρόσθετα, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων παίζουν ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Σύμφωνα με μια έρευνα της FIFA, που δημοσιεύτηκε το 2001, περισσότερα από 240 εκατομμύρια άνθρωποι σε περισσότερα από 200 κράτη στον κόσμο παίζουν τακτικά ποδόσφαιρο.[92]
Σε πολλά μέρη του κόσμου οι άνθρωποι παθιάζονται με το ποδόσφαιρο, το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των φιλάθλων, σε κοινότητες, ακόμα και σε έθνη. Ο R. Kapuscinski αναφέρει ότι οι άνθρωποι που είναι ευγενικοί, μετριοπαθείς ή ακόμη και ταπεινοί στην Ευρώπη πέφτουν εύκολα στη μανία να παίξουν ή να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικά παιχνίδια.[93] Η Εθνική Ακτής Ελεφαντοστού βοήθησε στην εξασφάλιση ανακωχής στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας το 2006 με την πρόκρισή της στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006[94] και συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση των εντάσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των ανταρτών το 2007, παίζοντας ένα αγώνα (προκριματικά Κυπέλλου Εθνών Αφρικής 2008) στην πρωτεύουσα των ανταρτών, Μπουακέ, μια ευκαιρία που έφερε τους δύο στρατούς μαζί, ειρηνικά για πρώτη φορά.[95] Ωστόσο, το ποδόσφαιρο ευρέως θεωρείται ότι ήταν η αφορμή για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του 1969 μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας.[96] Επίσης, το άθλημα επιδείνωσε τις εντάσεις στις αρχές του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, όταν ένας αγώνας μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου εξελίχθηκε σε ταραχές το Μάιο του 1990.[97]
Σύμφωνα με μία έρευνα («Big Count 2006») που δημοσιεύτηκε από τη FIFA στις 31 Μαΐου 2007, με το ποδόσφαιρο ασχολούνται 238,6 εκατομμύρια ποδοσφαιριστές, 26 εκατομμύρια ποδοσφαιρίστριες και περίπου 5 εκατομμύρια διαιτητές, ανεβάζοντας τον αριθμό που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο στα 270 εκατομμύρια.[98] Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν 1,752 εκατομμύρια ποδοσφαιρικές ομάδες.[99] Στα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη και μη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Ο πιο κάτω πίνακας παρουσιάζει τον αριθμό των ατόμων που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ανά συνομοσπονδία.[99]
Άτομα που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ανά συνομοσπονδία (σε εκατομμύρια)
Σε επίπεδο συνομοσπονδιών η AFC κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ενώ σε επίπεδο κρατών προηγείται η Κίνα με 26,166 εκατομμύρια. Ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (24,473 εκ.), η Ινδία (20,588 εκ.), η Γερμανία (16,309 εκ.), η Βραζιλία (13,198 εκ.), το Μεξικό (8,480 εκ.), η Ινδονησία (7,094 εκ.), η Νιγηρία (6,654 εκ.), το Μπανγκλαντές (6,280 εκ.), η Ρωσία (5,803 εκ.), η Ιταλία (4,980 εκ.), η Ιαπωνία (4,805 εκ.), η Νότια Αφρική (4,540 εκ.), η Γαλλία (4,190 εκ.) και η Αγγλία (4,164 εκ.).[100]