Πράσινη χημεία
Η Πράσινη χημεία, λέγεται επίσης αειφόρος χημεία, είναι μια φιλοσοφία χημικής έρευνας και μηχανικής που ενθαρρύνει τη σχεδίαση προϊόντων κ / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Πράσινη χημεία, λέγεται επίσης βιώσιμη χημεία, είναι μια φιλοσοφία χημικής έρευνας και μηχανικής που ενθαρρύνει τη σχεδίαση προϊόντων και διεργασιών που ελαχιστοποιούν τη χρήση και τη δημιουργία επικίνδυνων ουσιών.[1] ενώ η Χημεία περιβάλλοντος είναι η χημεία του φυσικού περιβάλλοντος και των χημικών ρύπων στη φύση, η πράσινη χημεία επιδιώκει τη μείωση της επίδρασης της χημείας στο περιβάλλον αποτρέποντας τη μόλυνση στις πηγές της και χρησιμοποιώντας λιγότερους φυσικούς πόρους.
Ως φιλοσοφία, η πράσινη χημεία εφαρμόζεται στην οργανική χημεία, στην ανόργανη χημεία, στη βιοχημεία, στην αναλυτική χημεία, στη φυσικοχημεία και ακόμα στη χημική μηχανική. Αν και η πράσινη χημεία φαίνεται να εστιάζει σε βιομηχανικές εφαρμογές, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε χημεία. Η Χημεία κλικ αναφέρεται συχνά ως ένας τρόπος χημικής σύνθεσης που είναι συνεπής με τους σκοπούς της πράσινης χημείας. Σκοπός είναι η ελαχιστοποίηση του κινδύνου και η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας οποιασδήποτε χημικής επιλογής.
Το 2005 το Ryōji Noyori ξεχώρισε τρία βασικά στάδια στην πράσινη χημεία: τη χρήση του υπερκρίσιμου διοξειδίου του άνθρακα ως πράσινου διαλύτη, του υδατικού υπεροξειδίου του υδρογόνου για καθαρισμό οξειδώσεων και τη χρήση υδρογόνου στην ασύμμετρη σύνθεση.[2] Παραδείγματα της εφαρμοσμένης πράσινης χημείας είναι η υπερκρίσιμη οξείδωση νερού, σε αντιδράσεις νερού και σε ξηρές αντιδράσεις μέσων.
Η Βιολογική μηχανική εμφανίζεται επίσης ως μια υποσχόμενη τεχνική για την επίτευξη των σκοπών της πράσινης χημείας. Ένας αριθμός σημαντικών διεργασιών χημικών προϊόντων μπορεί να συντεθεί σε μηχανικά κατασκευασμένους οργανισμούς, όπως σε shikimate, έναν πρόδρομο του Tamiflu που είναι ζυμωμένο από τη Roche σε βακτήρια.
Ο όρος πράσινη χημεία επινοήθηκε από τον Paul Anastas το 1991.[3] Όμως, έχει προταθεί[4] ότι η έννοια προέρχεται από τον Trevor Kletz όπου το 1978 πρότεινε ότι οι χημικοί πρέπει να επιδιώκουν εναλλακτικές διεργασίες αντί για αυτές που περιέχουν πιο επικίνδυνες ουσίες και συνθήκες.[5]